Αν παραδεχτούμε ότι η Αριστερά ως ευρύ πολιτικό ρεύμα έχει να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη “πολυκρίση”, χρειάζονται απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τόσο τις ταξικές συμμαχίες για το μέλλον, όσο και τις θεσμικές αλλαγές που θα γεννήσουν αυτές οι συμμαχίες. Στην Ευρώπη σήμερα, δεν κάνουν την εμφάνισή τους στρατηγικές αναθεωρήσεις και θεσμικές καινοτομίες, από την πλευρά της Αριστεράς, αν εξαιρέσει κανείς το κόμμα της Σάρας Βάγκενκνεχτ, το οποίο οικοδομεί έναν “αριστερό συντηρητισμό”, και επιδιώκει να ανανεώσει το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο, αναβαθμίζοντας το ρόλο του Mittelstand, του σημαντικού στρώματος των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, που συμβάλουν σημαντικά στην ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας στη Γερμανία. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική της αδράνειας απέναντι στην πολυκρίση είναι η ελληνική περίπτωση. Ενώ έχει επανέλθει η χρήση του όρου “σοσιαλδημοκρατία”, ως προσπάθεια αναζωογόνησης του ΠΑΣΟΚ, και διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κάνει κανείς το κόπο, μεταξύ των φιλόδοξων πολιτικών στελεχών, που διεκδικούν θέσεις στα κόμματα αυτά, να μας εξηγήσει ποιες ταξικές συμμαχίες και ποιες θεσμικές λειτουργίες θα διαμορφώσουν στις σημερινές συνθήκες ένα τέτοιο καθεστώς.
Στην πραγματικότητα, ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν επεδίωξε ποτέ να χαρακτηριστεί “σοσιαλδημοκρατικό” κόμμα, και από το τέλος της δεκαετίας του 1980 προσχώρησε με ενθουσιασμό στο ευρωπαϊκό ρεύμα νεοφιλελευθερισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015, δεν επεδίωξε να ακολουθήσει “σοσιαλδημοκρατικές” στρατηγικές, που για να διατυπωθούν και πόσω μάλλον για να υλοποιηθούν, απαιτούν στην Ελλάδα, όπως και αλλού, ένα σχέδιο για το πώς θα λειτουργεί αυτό το μοντέλο καπιταλισμού, για το πώς θα υλοποιείται στρατηγικά και θεσμικά μια μορφή συμμαχίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Από την εποχή της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, ως την περίοδο των μνημονίων, αλλά και κατά την τρέχουσα περίοδο, δεν διαφαίνεται καμία πρόθεση των εκφραστών του κεφαλαίου, της άρχουσας τάξη δηλαδή, να επικοινωνούν και να συμμαχούν κατά κάποιο τρόπο με οργανωμένες δυνάμεις της εργασίας. Αντίθετα, η μακρόχρονη περίοδος νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, έχει αποδιοργανώσει τις δυνάμεις της εργασίας, περιθωριοποιώντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και επεκτείνοντας τις εξατομικευμένες σχέσεις εργασίας και την επισφαλή εργασία, ενώ συνεχίζονται οι ενέργειες αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους.
Η υλοποίηση νεοφιλελεύθερων στρατηγικών δεν αναμόρφωσε μόνο τον κόσμο της εργασίας, αλλά επιλέγοντας να ευνοήσει μεσαία κοινωνικά στρώματα, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του “γνωσιακού καπιταλισμού”, ανασυγκρότησε τις ταξικές συμμαχίες, και παρέσυρε την πολιτική Αριστερά σε μια νοσταλγία της εποχής που άνθησε ο μεταπολεμικός καπιταλισμός, την ίδια στιγμή που οι δυσκολίες αναπαραγωγής του συστήματος πληθαίνουν, και οδηγούν στην επανεμφάνιση της οικονομίας των εξοπλισμών. Η Βάγκενκνεχτ κατηγορεί σωστά τους γερμανούς Πράσινους, ότι είναι οι κατ'εξοχήν εκφραστές αυτών των μεσαίων στρωμάτων – της βραχμανικής Αριστεράς κατά τον Τομά Πικετί – αλλά η επιλογή της να πλησιάσει την αυθεντική εργατική τάξη μέσω μιας πιο σκληρής μεταναστευτικής πολιτικής δεν είναι πειστική. Στην κορυφή της πολυκρίσης είναι η Κλιματική Αλλαγή: αυτή απειλεί συνολικά το ανθρώπινο είδος. Η απολύτως ορατή επιδείνωση αυτής της εξέλιξης, απαιτεί για να σταματήσει στο σημερινό επίπεδο, την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που έχουν οι αλλαγές στο κλίμα σε ό,τι αφορά την παραγωγή, το φυσικό περιβάλλον και τις συνθήκες ζωής. Ο αντίπαλος είναι οι ολιγαρχίες που τροφοδοτούν την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής, με τη διατήρηση των ορυκτών και της μαζικής κτηνοτροφίας, ενώ συντηρούν μια αποτυχημένη παγκοσμιοποίηση, και όχι οι πρόσφυγες που πνίγονται στη Μεσόγειο ή τη Μάγχη.
Η πρόκληση για τις πολιτικές και γνωσιακές δυνάμεις της Αριστεράς είναι προφανώς τεράστια, αλλά πότε δεν ήταν; Σήμερα η συσσώρευση επιστημονικών γνώσεων σχετικά με όλες τις διαστάσεις της πολυκρίσης είναι σημαντικότερη παρά ποτέ. Το Διακυβερνητικό Πάνελ που δημιούργησε ο ΟΗΕ, το IPCC, παρουσιάζει στις εκθέσεις του τις ειδικές γεωγραφικές εκτιμήσεις κατά περιοχές, και συζητάει ζητήματα πολιτικών, ενώ υπογράφεται στην πραγματικότητα από τις περισσότερες χώρες. Τα βήματα που πρέπει να γίνουν δεν αφορούν κατά κανόνα παραγωγή νέας γνώσης, αλλά αξιοποίηση υπαρκτής γνώσης. Δεν χρειάζεται να δημιουργηθούν νέοι επιστημονικοί θεσμοί, αλλά να αξιοποιηθούν αυτοί που υπάρχουν ήδη. Το ζητούμενο είναι η κατανόηση των κινδύνων και των πολιτικών για να αποφευχθούν.