Η μόνη αληθινή γραφή είναι η ενδιάμεση. Αυτή που συμβαίνει ανάμεσα σε άλλα πράγματα, άλλες δραστηριότητες, ακόμα και άλλες γραφές. Μακριά από χρυσελεφάντινους πύργους, νύχτες ποιητικής κατάνυξης, γεωγραφίες υπολογισμένης έκστασης. Η γραφή ως διαδικασία ανάμεσα σε άλλες διαδικασίες. Ανάμεσα στο πλυντήριο και το σούπερ μάρκετ, τους λογαριασμούς και τα τρεχάματα. Γιατί η γραφή που συμβαίνει ανάμεσα στα πράγματα κουβαλά μαζί και λίγο από αυτά μαζί της. Μια φθορά σαν τον αγκώνα της μπλούζας, μια ταχύτητα σαν αργοπορημένο ραντεβού και μια θαλπωρή σαν έξοδο στη γειτονιά για μια γρήγορη μπύρα. Καμία γραφή που δεν κουβαλά έστω και μια μικροποσότητα ζωής δεν μπορεί να μας πει κάτι γιατί ζωή.
Δεν εννοώ εδώ βέβαια πως κάτι που γράφουμε πρέπει απαραίτητα να έχει βιωθεί. Διαφωνώ τελείως με όσους με ευκολία λένε πως μπορείς να γράφεις μόνο για πράγματα που έχεις ζήσει. Μια τέτοια αντίληψη θα έριχνε τον Κάφκα ή τον Μπόρχες κατευθείαν στα σκουπίδια. Όπως το αντιλαμβάνομαι η γραφή είναι από μόνη της ένα βίωμα. Μια εμπειρία και μια πράξη αυτοτελής. Μια διαδρομή και μια συνεχής τριβή. Με κόπο, δυσκολία και στρίμωγμα. Ακόμα και στην μόνωση ενός γραφείου, ακόμα και στην απομόνωση ενός απομακρυσμένου μέρους. Η γραφή είναι κυρίως πράξη. Και για αυτή την πράξη μιλώ. Για μια πράξη ανάμεσα σε πράξεις. Τέτοιες ώστε να την γειώνουνε στο στήθος των πραγμάτων, τέτοιες ώστε να της δίνουν κάτι χωμάτινο, όμοιο με την καθημερινότητά μας. Γιατί το γράψιμο δεν μπορεί να είναι μια διαδικασία έκτακτης ανάγκης, ένα έρμαιο της έμπνευσης, της μυστικής ώρας, της μαγικής πορείας των συμβάντων.
Όταν η γραφή συνορεύει, τα πράγματα βρίσκουν την θέση τους μέσα της. Υπάρχουν στη γραφή όπως υπάρχουν και ακριβώς δίπλα της. Και εκεί μέσα, βρίσκουν μια επιπλέον αξία χρήσης. Αναλύονται, χρησιμοποιούνται, πολλές φορές πρωταγωνιστούν. Δεν υπάρχει εδώ καμία πόζα, καμία πρόφαση, καμία ωραιοποιημένη συνθήκη. Μόνο η ζωή σαν ένα συνεχές γεμάτο ανόδους και πτώσεις απότομες εξάρσεις και βουβές επαναλήψεις.
Όταν γράφεις κάτι σε ένα τετράδιο κάπου σε ένα πεζούλι ή ένα λεωφορείο, τότε το γραπτό που γεννιέται -ή θα γεννηθεί αργότερα- κουβαλά κάτι από το λεωφορείο ή το πεζούλι. Αν όχι την φυσική τους παρουσία -μέσα από κάποια περιγραφή ή έστω καταγραφή- τότε κάτι από τους όρους της ύπαρξής τους. Τους ανθρώπους που τα χρησιμοποιούν και τα προσπερνούν, την αδιάφορη πραγματικότητα της ρουτίνας τους, τη μόνιμη υπενθύμιση της πρακτικότητάς τους. Είναι γιατί τα κείμενα, όπως τα πεζούλια και τα λεωφορεία- είναι πράγματα ζωντανά. Επηρεάζονται και επηρεάζουν, αναπνέουν και εκπνέουν σαν ζωντανοί οργανισμοί.
Μιλώ για μια γραφή χωρίς υψηλό και χαμηλό, μια γραφή σαν κομμάτι της ζωής και ταυτόχρονα σαν καταφύγιό της. Κάτι που υπάρχει μέσα και ανάμεσα αλλά ταυτόχρονα περικλείει τόσο το μέσα όσο και το ανάμεσα. Γιατί όσο και να μην μας το επιτρέπει να το παραδεχτούμε ο αυθόρμητος ρομαντισμός μας, η γραφή είναι πρώτα απ’ όλα χειρονομία, μια χειρωνακτική εργασία. Μετά γίνεται σκέψη, σύνθεση, δημιουργία. Αλλά ακόμα και έτσι συγκρατεί πάντοτε κάτι από την υλική της όψη. Γιατί η γραφή ξεκινά από τα χέρια μας. Ως μια χειραψία με το άπειρο και μαζί ως μια χειραψία με το ελάχιστο.