Percival Everett «Τα δέντρα», μετάφραση: Παναγιώτης Τομαράς, εκδόσεις Gutenberg, 2024
Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έχει ευτυχήσει εκδοτικά στην Ελλάδα: όχι μόνο έχουν μεταφραστεί τα σημαντικότερα βιβλία του, αλλά και έχουν εξασφαλίσει ένα κοινό το οποίο προσέρχεται όλο και προθυμότερα σε κάθε νέο του εγχείρημα. Πώς ακριβώς να χαρακτηρίσουμε τα μυθιστορήματά του; Να τα εντάξουμε στη μαύρη ή στην αφροαμερικανική λογοτεχνία; Να πούμε πως υπακούουν σε έναν πολιτικά δραστικό λόγο που θέλει να παρακολουθήσει σε αναπεπταμένο πεδίο το ζήτημα των διακρίσεων κατά των μαύρων στις ΗΠΑ, μιλώντας εκ παραλλήλου για τις χρόνιες παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας; Να σκεφτούμε επίσης την ποικιλία και την πολυμορφία των κατευθύνσεων η οποία δεν παραμερίζει ή δεν βάζει ποτέ στην άκρη το πολιτικό στοιχείο; Να αναγνωρίσουμε εξαρχής πως ανεξάρτητα από τη σταθερή πολιτική της σκόπευση η μυθιστορηματική παραγωγή του Έβερετ δεν καταλήγει ποτέ σε σχηματικές συνθέσεις και σε καταγγελίες του συρμού;
Τίποτε από αυτά και όλα αυτά μαζί ταυτοχρόνως συν το πρώτιστο δεδομένο: τα γραπτά του Έβερετ ξεχωρίζουν για την προσεκτική και σε βάθος δουλεμένη αρχιτεκτονική τους, χτίζουν με στέρεα κοινωνικά και ψυχολογικά υλικά τούς χαρακτήρες τους, κινούνται πρισματικά μέσα στον χώρο και στον χρόνο και δεν βιάζονται σε καμία περίπτωση να εξαντλήσουν τη θεματική τους ή μάλλον την εξαντλούν μόνο όταν έχουν ολοκληρωθεί οι εσωτερικές της προϋποθέσεις, όταν έχουν μπει στα κατάλληλα καλούπια οι οπτικές γωνίες μέσω των οποίων θα προβάλει ένα συνεκτικό ανάπτυγμα, κι όταν έχουν περατωθεί το στήσιμο και η επεξεργασία της δραματουργίας. Εκείνο που βαραίνει επιπροσθέτως είναι οι μέθοδοι συνομιλίας που εφαρμόζει ο συγγραφέας προκειμένου είτε να χρησιμοποιήσει γόνιμα είτε να υπονομεύσει εκ των ένδον (και επομένως να ανανεώσει) τα αφηγηματικά είδη με τα οποία συνομιλεί: από το ιστορικό μυθιστόρημα, τη λογοτεχνία του φανταστικού, το κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα και τη μελλοντολογία μέχρι το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Τελετουργικοί φόνοι
Τα δέντρα (εξαιρετική η μετάφραση του Παναγιώτη Τομαρά) ξεκινούν από το αστυνομικό μυθιστόρημα, και συμπλέουν επί μακρόν μαζί του, προτού καταλήξουν σε μια σχεδόν παράλογη (ακόμα και παρανοϊκή) έξοδο, που αφομοιώνει άναρχα (και από σκοπού) στην ακατάσχετη ορμή της ό,τι προηγήθηκε, για να βάλει εν κατακλείδι φωτιά στο σύμπαν. Το αστυνομικό κομμάτι του μυθιστορήματος βασίζεται σε μια σειρά τελετουργικών φόνων οι οποίοι σημειώνονται σε μια άσημη, αν όχι και περιθωριακή κωμόπολη του Μισισίπι. Ποιοι είναι οι δολοφονημένοι; Διάφοροι λευκοί κοντά στα πτώματα των οποίων βρίσκεται κάθε φορά το πτώμα ενός μαύρου. Πτώμα που την επαύριον εξαφανίζεται για να επανεμφανιστεί πλάι στο πτώμα του επόμενου λευκού θύματος. Τα θύματα, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο της πλοκής, δεν είναι παρά οι κατιόντες μιας οικογένειας λευκών που ενεπλάκη στο λιντσάρισμα και στον θάνατο ενός δεκατετράχρονου μαύρου αγοριού εν έτει 1955.
Το γεγονός είναι πραγματικό, στο μυθιστορηματικό, όμως, επίπεδο η λευκή γυναίκα που κατηγόρησε άδικα το μαύρο αγόρι προ δεκαετιών ομολογεί την πράξη της (γραία πλέον), επιτρέποντας στον φονικό κύκλο να μπει σε τροχιά. Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, η τελική εκτροπή της αστυνομικής ιστορίας θα έμοιαζε με σφάλμα και με συγγραφική αβλεψία ή κακοτυχία. Σε ένα μυθιστόρημα, ωστόσο, το οποίο εκτυλίσσεται στο Μισισίπι, συνενώνοντας με πύρινους δεσμούς εγκλήματα του παρόντος και εγκλήματα του παρελθόντος, ο ορίζοντας της αναγνωστικής προσδοκίας θα μετατραπεί δραστικά.
Οι βαθιές ρίζες του κακού
Η Βουλή και η Γερουσία του Μισισίπι ψήφισαν και ενέκριναν μόνο πριν από τέσσερα χρόνια την αφαίρεση του εμβλήματος της Συνομοσπονδίας των Νότιων Πολιτειών της Αμερικής από τη σημαία της πολιτείας. Το Μισισίπι ήταν η τελευταία αμερικανική πολιτεία που είχε σημαία της το έμβλημα της Συνομοσπονδίας – το κράτος των Νοτίων το οποίο υπερασπίστηκε τη δουλεία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (1861-1865). Κάνω αυτή την εξωμυθοπλαστική παρατήρηση για να πέσει κάποιο φως στους διαδοχικούς φόνους των μαύρων στο Μισισιπί, που δεν είναι παρά η υστερόχρονη μυθοπλαστική ρομφαία της μαύρης εκδίκησης για έναν ρατσισμό ο οποίος βυθίζει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1950, φτάνοντας μέχρι και (ή μάλλον εκκινώντας από) τον 19ο αιώνα.
Θα μπορούσε εν προκειμένω να υιοθετηθούν πλήθος ενστάσεις. Ότι ο Έβερετ αποκαθιστά το δίκαιο των μαύρων με μια εκδικητική εξόντωση των λευκών πολύ μακριά από την εποχή που την προκάλεσε. Ότι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα των λευκών δείχνουν σαν μάσκες κλόουν ενώ οι μαύροι προβάλλονται με μια ύποπτη ουδετερότητα. Ακόμα και ότι Τα δέντρα παροτρύνουν με την εξωφρενική έξοδό τους σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων (με τη μικροϊστορία της κωμόπολης του Μισισίπι να έχει οδηγήσει σε εξέγερση των μαύρων και των Κινέζων σε ολόκληρη την Αμερική).
Ο Έβερετ, μολοντούτο, παραμένει συγγραφέας που ξέρει πώς να προφυλαχθεί, καλλιτεχνικά και πολιτικά. Η παραληρηματική έξοδος, με τονισμένη τη φαντασιακή της παράμετρο και ολοφάνερη την εξπρεσιονιστική καταγωγή της, αποδίδει συγκλονιστικές μυθιστορηματικές σελίδες, που μεταμορφώνουν το ρατσιστικό έρεβος του Νότου σε καθολικό αμερικανικό τραύμα – ας σκεφτούμε εδώ και το μυθιστόρημα του λευκού Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν [Robert Penn Warren] «Αγριότοπος» (μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη, εκδόσεις Πόλις, 2023). Οι μαύροι χαρακτήρες δεν είναι ουδέτεροι – είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν στη σιωπή και στο πένθος. Οι λευκοί χαρακτήρες πάλι δεν αποτελούν καρικατούρες – είναι οι εξαμβλωματικές φιγούρες του Μισισίπι, της Κου Κλουξ Κλαν, της ακροδεξιάς και του Τραμπ και δεν ταυτίζονται με το σύνολο των λευκών. Το δίκαιο δεν αποκαθίσταται με την εκδίκηση μα μια απεγνωσμένη και εντέλει εντελώς αδιέξοδη και μάταιη φαντασίωση, όπως όλες οι φαντασιώσεις. Να προσθέσω πως τα συμβάντα ανεβαίνουν σε μια σκηνή άγριας σάτιρας και μαύρης κωμωδίας, όπου αποκαθηλώνονται οι πάντες: μαύροι, άσπροι, γυναίκες, άντρες, ιδιώτες, πολίτες και πολιτικοί. Επιστέγασμα: το ευρηματικό (κεφάτο και παραλλήλου δραματικό) παιχνίδι του συγγραφέα με ένα παλαιό (πάντως ακμαίο σε κατάλληλα χέρια) εργαλείο του μοντερνισμού – το παιχνίδι με τους καταλόγους ονομάτων και τοπωνυμίων που αφενός ενισχύει και βαθαίνει τους τόνους της μαύρης κωμωδίας και αφετέρου τραβάει τις κουρτίνες οι οποίες θα αποκαλύψουν το ρατσιστικό δράμα: με την εμμονική καταγραφή των ονομάτων των νεκρών, με την εκατόμβη των μαύρων θυμάτων επί ατέλειωτα χρόνια. Και είναι επίσης η εμμονική καταγραφή των πόλεων και των πολιτειών στις οποίες θα καταφέρει να εξαπλωθεί με τα φτερά της άγριας φαντασίας του ο μαύρος ξεσηκωμός. Ας μην παραλείψουμε την τζαζ και τα μπλουζ, που ακούγονται κάθε τόσο στις σελίδες του μυθιστορήματος, τα λογοπαίγνια, τις ποικίλες προφορές και τις σκιώδεις ομοιοκαταληξίες που διαστίζουν τα δρώμενα, καθώς και τους κοφτούς και χυμώδεις διαλόγους που κεντούν την ατμόσφαιρά του.