Οι προεδρικές εκλογές στην Τυνησία είναι το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας διάλυσης των θεσμών και αμφισβήτησης των θεμελιωδών ελευθεριών, λέει στην «Εποχή» ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Λυών Σερίφ Φεργιάνι, μιλώντας για την αυριανή εκλογική διαδικασία που είναι πλήρως ελεγχόμενη από το αυταρχικό καθεστώς του Καΐς Σαγιέντ. Παράλληλα, αναφέρεται στα στηρίγματα του τυνήσιου προέδρου, στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στη χώρα, και στις ελπίδες που γεννούν οι κινητοποιήσεις της τυνησιακής κοινωνίας.
Πώς θα περιέγραφες την πολιτική κατάσταση στην Τυνήσια πηγαίνοντας προς τις εκλογές της Κυριακής;
Οι εκλογές διεξάγονται σε μια κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με τις φιλοδοξίες που υπήρχαν στην αρχή της επανάστασης του 2010-2011. Η ρήξη με την κυριαρχία του μονοκομματικού συστήματος των Μπουργκίμπα και Μπεν Άλι οδήγησε σε έναν κοινοβουλευτισμό χωρίς θεσμικούς ελέγχους και ισορροπίες: ούτε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, ούτε πραγματική διάκριση των εξουσιών. Η παρωδία της δημοκρατίας προς όφελος των ισλαμιστών και των διαδοχικών συμμάχων τους χρησίμευσε ως πρόσχημα για την άνοδο στην εξουσία του εθνικο-συντηρητικού λαϊκιστή Καΐς Σαγιέντ, ο οποίος κατέληξε να εγκαθιδρύσει μια απολυταρχία που του επέτρεψε να καταλάβει όλες τις εξουσίες.
Ποια είναι η βάση των επικρίσεων που ακούγονται από πολλές πλευρές σχετικά με τους όρους διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας; Είναι ελεύθερες και δίκαιες;
Οι προεδρικές εκλογές είναι το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας διάλυσης των θεσμών και αμφισβήτησης των θεμελιωδών ελευθεριών, που χαρακτηρίζεται από συλλήψεις δημοσιογράφων, ηγετών πολιτικών κομμάτων, ακτιβιστών κλπ. Πώς μπορείς να περιμένεις ότι αυτές οι εκλογές θα είναι ελεύθερες και δίκαιες όταν δεκάδες υποψήφιοι έχουν απορριφθεί χωρίς λόγο, από ένα εντελώς υποταγμένο σώμα που ενεργεί παράνομα; Ακόμη και οι αιτήσεις που επικυρώθηκαν από το διοικητικό δικαστήριο απορρίφθηκαν. Μόνο τρεις συμμετέχουν στις εκλογές: ο Καΐς Σαγιέντ, ένας υποψήφιος που ήταν από τους υποστηρικτές μέχρι πρόσφατα, και ένας τρίτος που βρίσκεται στη φυλακή επειδή είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να «γυρίσει σελίδα». Η προεκλογική εκστρατεία διεξάγεται σε ένα πλαίσιο περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, απουσίας των ανεξάρτητων παρατηρητών, και επέκτασης του ελέγχου της δικαιοσύνης. Δέκα ημέρες πριν από τις εκλογές άλλαξε ο εκλογικός νόμος, για να εκδιωχθεί το διοικητικό δικαστήριο που αποδείχτηκε απείθαρχο (σημ: αφαιρέθηκε από το δικαστήριο η εξουσία να ελέγχει τις αποφάσεις της Ανεξάρτητης Ανώτατης Εκλογικής Αρχής, τα μέλη της οποίας διορίζονται από τον πρόεδρο).
Μέσα σε ποιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες γίνονται αυτές οι εκλογές;
Η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα δεν ήταν ποτέ τόσο διαλυμένη: πτώση του ρυθμού ανάπτυξης (0,4%), πληθωρισμός άνω του 9%, ελλείψεις βενζίνης και τροφίμων, διακοπές του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, επιδείνωση όλων των δημόσιων υπηρεσιών, ποσοστό φτώχειας γύρω στο 33%, πρωτοφανής ανεργία, επισφάλεια που ωθεί ακόμη και γιατρούς και μηχανικούς να ρισκάρουν για να μεταναστεύσουν. Η σημερινή κατάσταση είναι χειρότερη από εκείνη που προηγήθηκε των εξεγέρσεων κατά του Μπεν Άλι το 2010 και κατά των ισλαμιστών το 2021.
Ποια είναι τα στηρίγματα του Σαγιέντ;
Το 2019, ο Σαγιέντ επωφελήθηκε από την υποστήριξη των ισλαμιστών που μοιράζονται τον ίδιο συντηρητισμό μαζί του σε κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα, και που πίστευαν ότι μπορούσαν να τον χειραγωγήσουν επειδή έθεσε υποψηφιότητα χωρίς την υποστήριξη πολιτικού κόμματος. Μέρος της ισλαμικής βάσης συνεχίζει να τον στηρίζει, όπως και πολλοί απογοητευμένοι με τους ισλαμιστές ηγέτες και τους διαδοχικούς συμμάχους τους, καθώς και με τη μεταμφίεση της δημοκρατίας σε ένα φόντο διαφθοράς και ανικανότητας. Πολλοί από αυτούς τους απογοητευμένους εξακολουθούν να εμμένουν στον λαϊκίστικό λόγο του Σαγιέντ ενάντια στα «λόμπι» και τις «δυτικοποιημένες και διεφθαρμένες ελίτ». Επίσης, το πραξικόπημα υποστήριξαν και τα στελέχη στρατού και αστυνομίας, πανικόβλητα από τη διάλυση του κράτους και την αταξία που προέκυψε από τη χαοτική διαχείριση της μετάβασης. Θα με ρωτήσετε «σήμερα εξακολουθούν να έχουν την ίδια διάθεση παρά τη συνέχιση ή και την επιδείνωση της κατάστασης»; Δεν είναι βέβαιο. Το ίδιο ερώτημα τίθεται και για ένα μέρος των εργοδοτών που εμπλέκονται στη διαφθορά, και ως εκ τούτου υποστηρίζουν την οποιαδήποτε εξουσία εφόσον δεν θίγονται οι επιχειρήσεις τους. Το καθεστώς του Σαγιέντ δεν φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί από τους εγχώριους υποστηρικτές του, παρά τα ολοένα και πιο εμφανή σημάδια απογοήτευσης και ανησυχίας για το μέλλον.
Όσον αφορά την εξωτερική υποστήριξη, εκτός από την Αλγερία, με την οποία η εξουσία του Σαγιέντ έχει ευθυγραμμιστεί σε σημείο να εξαρτάται από αυτήν, ένα από τα στηρίγματά του είναι η Ιταλία της Μελόνι, η οποία επιβεβαιώνει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα τον ρόλο της Τυνησίας ως συνοριοφύλακα της Νότιας Ευρώπης. Ο Σαγιέντ παίζει πιστά αυτόν τον ρόλο σε βάρος των μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική. Η υποστήριξη της Αλγερίας τού ανοίγει την προσέγγιση με την Κίνα, αλλά και με την Ρωσία, και την ελπίδα υποστήριξης από τις χώρες BRICS. Πόσο μακριά θα φτάσει όμως αυτή η προσέγγιση, γνωρίζοντας την επιρροή των δυτικών δυνάμεων και των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδιαίτερα μεταξύ των στελεχών του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας που παραδοσιακά βρίσκονται κοντά σε αυτές τις δυνάμεις;
Πώς θα μπορούσε να αποδυναμωθεί το καθεστώς του Σαγιέντ;
Κάποιοι ποντάρουν σε ξένες πιέσεις για την αποδυνάμωση του καθεστώτος. Προσωπικά είμαι αντίθετος σε οποιαδήποτε επέμβαση και πίεση από μια ξένη χώρα, υπέρ ή κατά της υπάρχουσας εξουσίας, όποια και αν είναι αυτή, ειδικά όταν προέρχεται από μεγάλες δυνάμεις που παρεμβαίνουν μόνο σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Εναπόκειται στις κινητήριες δυνάμεις της τυνησιακής κοινωνίας να πάρουν το μέλλον της χώρας στα χέρια τους. Άλλοι βασίζονται στις ένοπλες δυνάμεις, και φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την παρέμβασή τους. Και εδώ, αυτός είναι ένας επικίνδυνος δρόμος: οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να παραμείνουν στους στρατώνες τους και να παρεμβαίνουν μόνο για να αναλάβουν τον ρόλο τους για τη διατήρηση της τάξης και την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Δεν πρέπει να διαδραματίζουν πολιτικό ρόλο, είτε υπέρ της κυβέρνησης είτε εναντίον της. Εναπόκειται στην κοινωνία και στις πολιτικές, συνδικαλιστικές και συνεταιριστικές εκφράσεις της να κάνουν τις επιθυμητές αλλαγές, όπως έκαναν και στο παρελθόν. Το καθεστώς του Σαγιέντ έχει ήδη αρχίσει να αποδυναμώνεται μέσω της αυταρχικής διαχείρισης των υποθέσεων που αντιμετωπίζει, παρόλα τα ξόρκια ενάντια στη διαφθορά και στη γραφειοκρατία, και όλα όσα κατηγορεί για τη «μαύρη δεκαετία» και τα προηγούμενα καθεστώτα. Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και τα κινήματα διαμαρτυρίας από διάφορα στρώματα της κοινωνίας έχουν ξαναρχίσει και έχουν ξεκινήσει να οργανώνονται. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξή τους, ούτε οι κατασταλτικοί νόμοι ούτε οι διάφορες μορφές καταστολής. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η Τυνησία, η οποία ανέτρεψε το καθεστώς Μπεν Άλι και αντιστάθηκε στους ισλαμιστές, τελικά θα θριαμβεύσει επί της συντηρητικής απολυταρχίας του Καΐς Σαγιέντ.
* Ο Σερίφ Φεργιάνι είναι πρόεδρος του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Τιμπουκτού (Αφρικανικό Κέντρο Μελετών Ειρήνης).