Την ώρα που στην καθ’ ημάς Αριστερά πυκνώνουν οι συζητήσεις για το νέο που πρέπει να γεννηθεί, οι ψυχικές αντιδράσεις απέναντι στην απώλεια της επί δεκαετία κραταιάς συριζαϊκής Αριστεράς ποικίλουν. Το 2015, όπως και η διακυβέρνηση 2015-2019, αποτελούν αντικείμενο αντιπαραθέσεων.
Θεωρώ ότι είναι πολιτικό λάθος να μην αναγνωρίσει κανείς τις προσπάθειες και τα θετικά αποτελέσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η συνολική ακύρωση, η λήθη, θα μεταφραζόταν από την κοινωνία ως εξής: «η Αριστερά δεν κάνει για την κυβέρνηση». Αν η τετραετία 2015-2019 δεν είχε τίποτα καλό, ή δεν είχε αρκετά καλά, σε τι προσβλέπει άραγε η ελληνική Αριστερά; Σε πιο ευνοϊκές συνθήκες; Σε ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές; Ούτε στην πρώτη περίπτωση η ελληνική κοινωνία θα της δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο ούτε κανείς εύχεται το δεύτερο σενάριο, το οποίο απλώς θα επιβεβαίωνε ότι η Αριστερά είναι χρήσιμη μόνο για αντίσταση, για τελευταία εφεδρεία. Είναι όμως και πολιτικό λάθος να μην ονοματιστούν τα σφάλματα και οι αποτυχίες. Πώς θα αντλήσουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα και θα αλλάξουμε τη στρατηγική μας; Πώς θα μπορέσει να υπάρξει διάλογος με όσους και όσες αποχώρησαν νωρίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνοντας πολλά από αυτά τα λάθη;
Όμως, τόσο η εξιδανίκευση όσο και η απο-εξιδανίκευση, όπως επισημαίνει ο Massimo Recalcati*, ιταλός ψυχαναλυτής, αγαπημένος του ελληνικού κοινού, δεν είναι παρά δύο τρόποι για να αποφύγει κανείς το πένθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάθηκε. Είτε το 2015 είτε το 2019 είτε το 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ χάθηκε. Και το πένθος είναι απαραίτητο. Εδώ ελλοχεύει, όπως σημειώνει ο λακανικός ψυχαναλυτής, ο κίνδυνος της νοσταλγίας-θρήνος και ο αντίστοιχος της μανίας. Μπορεί να βυθιστούμε σε ένα μελαγχολικό άγχος που να χρονίζει λόγω της αδυναμίας μας να πενθήσουμε το χαμένο αντικείμενο που ακόμα δεν θέλουμε να αποχωριστούμε. Ίσως να νιώθουν έτσι πολλοί/ές που ακόμα σκέφτονται το ΣΥΡΙΖΑ του 2015 ή κάποιοι άλλοι/ες που ακόμα αναφέρονται σε μια Ανανεωτική Αριστερά του παρελθόντος σαν να είναι παρούσα. Αυτή η εξιδανίκευση δεν βοηθάει την αναγκαία διαδικασία του πένθους και του αποχωρισμού, αφού συμπίπτει με τη διαιώνιση της παρουσίας του αντικειμένου. Από την άλλη, μπορεί ασυνείδητα να βιώνουμε τον πόνο του πένθους ως αβάσταχτο και γι’ αυτό να ακυρώνουμε το τραύμα μέσα από μια μανιακή άρνηση του πένθους. Τι συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση; Το χαμένο αντικείμενο αντικαθίσταται από ένα άλλο και το υποκείμενο επιδεικνύει μια έκδηλη ζωτικότητα συνδυασμένη με πρωτοβουλίες, σχέδια και θετική οπτική. Ίσως να νιώθουν έτσι πολλοί/ές που αμέσως αντικατέστησαν το ΣΥΡΙΖΑ με κάτι άλλο θεωρώντας ότι δεν χάθηκε και τίποτα σημαντικό. Αυτή όμως η απο-εξιδανίκευση επίσης δεν βοηθάει την αναγκαία διαδικασία του πένθους, μέσω του οποίου θα ανακτηθούν πραγματικά –και όχι εικονικά– οι ζωτικές δυνάμεις, αν και με πιο αργούς ρυθμούς.
Η διεργασία του πένθους πονάει και χρειάζεται χρόνο. Για το μανιακό υποκείμενο όπως σημειώνει ο Recalcati, «η εμπειρία του πένθους και της διεργασίας του εμφανίζεται ως ανώφελη απώλεια χρόνου και ψυχικής ενέργειας», που δίνει χώρο να δράσουμε αλλά όχι χρόνο για να σκεφτούμε την απουσία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κάτι πολύ σημαντικό χάθηκε με την καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, ένα κομμάτι του εαυτού μας. Είναι κάτι που δεν θα επιστρέψει, αλλά που μπορεί να φωτίσει το δρόμο μας όπως φωτίζουν τα νεκρά άστρα. Και αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια χρονίζουσα νοσταλγία-θρήνο. Σε αυτή την περίπτωση, η νοσταλγία μας, λέει ο Recalcati, παίρνει τη μορφή της νοσταλγίας-ευγνωμοσύνης: «αυτό που είναι παρελθόν δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, αλλά, αντί να γίνεται αντικείμενο παλίνδρομου θρήνου, ξαναλάμπει μέσα στην απουσία του, φτάνοντας σε μας σαν απροσδόκητος επισκέπτης». Η προσκόλληση στο πεθαμένο αστέρι μας εμποδίζει να δούμε το φως του που φτάνει σε μας σαν ζωντανή παρουσία μιας απουσίας. Μακάρι να το σκεφτούν αυτό και οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που έχουν προσκολληθεί στο ΚΚΕ εσωτερικού ή στο Συνασπισμό, σε μια Ανανεωτική Αριστερά που –κατά παράδοξο τρόπο– αρνείται να ανανεωθεί!
Όμως, ο πόνος του πένθους μπορεί να γεννήσει επιθετικότητα. Αυτή η επιθετικότητα, στην περίπτωσή μας, αποκτά συχνά τοξικά χαρακτηριστικά λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο εκτυλίσσεται. Πρώτον, ο κατακερματισμός της ελληνικής Αριστεράς και τα μικρά μεγέθη των φορέων της εντείνει το «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών», απότοκο του άγχους της πολιτικής επιβίωσης σε βάρος όμορων χώρων. Δεύτερον, όταν διαλύεται ένας χώρος το blame game, η απόδοση ευθυνών, η αναζήτηση υπευθύνων, έχει την τιμητική της και καταλήγει συχνά σε αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Τρίτον, η ελληνική Αριστερά είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας και δεν μπορεί παρά να μοιράζεται τη γενικευμένη δυσφορία για τη γενικευμένη δυσπραγία. Στο πλαίσιο αυτό, η επιθετικότητα γίνεται ενδημική αλλά, αντί να επιλύει προβλήματα, συσσωρεύει.
Δεν θα ήθελα να εκλάβετε τον παρόν σημείωμα ως μια απόπειρα Ψυχολογιοποίησης (σημαίνον έργο του Στάμου Παπαστάμου), που θα απέδιδε πολιτικά φαινόμενα σε αμιγώς ψυχολογικές αιτίες – κάθε άλλο. Είναι περισσότερο μια παρότρυνση για ενδοσκόπηση, ώστε να αποφύγουμε τη διάχυση για ακόμα μία φορά αυτού που ο Έ. Τραβέρσο ονόμασε Αριστερή μελαγχολία. Ίσως τότε να συμπέσουμε όσοι/ες αρνήθηκαν να πενθήσουν ήδη από το 2015, αυτοί/ές που αρνούνται να το κάνουν σήμερα, όσοι/ες δεν έπαψαν να θρηνούν και αυτοί/ές που ετοιμάζονται να τους ακολουθήσουν σε έναν μακρύ και ατελείωτο θρήνο. Ίσως μάλιστα ακόμα και αυτοί που αντιδρούν στην απώλεια με σφοδρή επιθετικότητα να δουν πως η επιθετικότητα τους/τις εξαντλεί αντί να τους βοηθά να ανακάμψουν.
* Massimo Recalcati, Το φως των νεκρών αστεριών. Δοκίμιο για το πένθος και τη νοσταλγία, Κέλευθος, 2024.