Όταν το 2003, με ανοιχτό το μέτωπο του πολέμου στο Αφγανιστάν, η Αμερική του Ρεπουμπλικανού προέδρου Τζωρτζ Μπους υιού εισέβαλε στο Ιράκ, ο σύμβουλος του Δημοκρατικού προέδρου Κάρτερ, Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, καλούσε τη χώρα του «να μην απλώνει τα πόδια της έξω από το πάπλωμα», διαπράττοντας το σφάλμα να ανοιχτεί σε δύο πολεμικά μέτωπα ταυτόχρονα.
Είκοσι χρόνια μετά, η Αμερική του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν το διαπράττει στη Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, θεωρώντας το ασφαλή επιλογή επειδή γίνεται «δι’ αντιπροσώπου», συγκεκριμένα δια του ουκρανού προέδρου Ζελένσκι και του ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου.
Το νέο «μείγμα» δεν φαίνεται να παράγει καλύτερα αποτελέσματα.
Στη Μέση Ανατολή ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει «εκτροχιαστεί» ανοίγοντας μέτωπο στον Λίβανο. Υπολογίζει ότι, με επικείμενες τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν, πιεζόμενη από το πανίσχυρο αμερικανο-εβραϊκό λόμπι, θα αντιδράσει χλιαρά. Δεν αστόχησε επ’ αυτού.
Αστόχησε σε ένα άλλο, πιο κρίσιμο σημείο. Στην υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του Ισραήλ απέναντι στους κινδύνους από την εμπλοκή σε ένα πολυμέτωπο πόλεμο φθοράς, κινδύνους επιβίωσής του εξαιτίας μιας ενδεχόμενης διεθνοποίησης της σύρραξης, αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία του, παραβίασης των δημογραφικών δυνατοτήτων του στην αναμέτρηση με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Αστόχησε να εκτιμήσει ότι η Χεζμπολάχ, παρά τα σοβαρά πλήγματα που υπέστη, δύσκολα θα εξουδετερωθεί αν το Ισραήλ δεν επιτύχει την πλήρη κατάληψη και εδραίωση μιας ζώνης ασφάλειας στον νότιο Λίβανο, πεδίο δράσης μιας δύναμης η οποία, σαράντα χρόνια από την ίδρυσή της, διαθέτει σήμερα, κατ’ εκτίμηση, έναν στρατό 50.000 ανδρών, αλλά και πυραύλους βεληνεκούς 500 χλμ. ικανούς να πλήξουν όλες τις μεγάλες πόλεις του Ισραήλ.
Υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της «αποτρεπτικής ισχύος» των ΗΠΑ, τη συμπαράσταση των οποίων προεξοφλεί δεδομένη και ανεκτική απέναντί του.
Και μετά ήλθε το μπαράζ των πυραυλικών πληγμάτων που εξαπέλυσε εναντίον του Ισραήλ το Ιράν το βράδυ της Τρίτης.
Το Ισραήλ αντέδρασε διαβεβαιώνοντας ότι θα ανταποδώσει. «Το Ιράν έκανε ένα μεγάλο λάθος και θα το πληρώσει» διαμήνυσε ο Νετανιάχου. «Έχουμε τα σχέδιά μας και θα τα ενεργήσουμε όπου και όποτε κρίνουμε», δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου του ισραηλινού στρατού Ντανιέλ Χαγκάρι, προσθέτοντας με νόημα: «Τα συστήματα αεράμυνας του Ισραήλ και των ΗΠΑ λειτούργησαν αποτελεσματικά. Υπήρξε στενή συνεργασία στον εντοπισμό και την αναχαίτιση».
Πώς αυτή η «στενή συνεργασία» προβάλλεται στο μέλλον μένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο. Ο πρόεδρος Μπάιντεν παρακολουθεί τις εξελίξεις σε μια «ρευστή» κατάσταση πραγμάτων, δήλωσε στους δημοσιογράφους ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν. Η συζήτηση για το πώς θα μπορούσε να απαντήσει στην επίθεση το Ισραήλ έχει ανοίξει, επιβεβαίωσε ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος, συμπληρώνοντας ότι προς το παρόν είναι άγνωστες οι συνέπειες για την Τεχεράνη.
Θυμίζουν τα παραπάνω κάτι από την απόφαση του Ισραήλ να μην ανταποδώσει «άμεσα» το πυραυλικό πλήγμα του Ιράν στις 13 Απριλίου σε απάντηση του δολοφονικού πλήγματος που είχε επιφέρει στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό. Είχε, θυμίζουμε, επικρατήσει η άποψη για «επώδυνα» αντίποινα, όμως όχι εν αγνοία της Ουάσιγκτον, η οποία συνέστησε στο Ισραήλ αυτοσυγκράτηση, όπως και έγινε.
Αμφίβολο αν αυτό θα επαναληφθεί στις παρούσες συνθήκες, όταν όλες οι κινήσεις του Ισραήλ μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023 αποπνέουν αγνόηση των παραινέσεων της Ουάσιγκτον για εκεχειρία στη Γάζα και τον Λίβανο.
Το πλήγμα στο γόητρο των ΗΠΑ δεν είναι αμελητέο. Συμποσούμενο στη γενική αίσθηση αποδυνάμωσης της «αποτρεπτικής ισχύος» του αμερικανικού παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή, ωθεί χώρες που συνέδεαν τις τύχες του με τις επιλογές των ΗΠΑ να αναζητούν στήριξη αλλού.
Η παράλειψη των ΗΠΑ να αναπληρώσουν το κενό αξιοπιστίας στην «αποτρεπτική ισχύ» τους προσαρμόζοντας την πολιτική τους στις νέες συνθήκες, εξηγείται εν μέρει από το ότι οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί σχεδιασμοί της Ουάσινγκτον συναντώνται με την επιδίωξη του Τελ Αβίβ για ένα Ιράν χωρίς ισλαμικό καθεστώς, τεμαχισμένο σε τέσσερα κρατίδια: το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν, το Κουζεστάν στον Περσικό Κόλπο, το Μπαλουχιστάν και ένα Κουρδιστάν.
Αλλά αυτό μπορεί να περιμένει. Ο λόγος που η κυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει απρόθυμη να εμπλακεί σε ανοιχτό πόλεμο με το Ιράν δεν είναι μόνο οι επικείμενες προεδρικές εκλογές. Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία θα ήταν ανυπολόγιστες, με το Ιράν να κλείνει τα Στενά του Ορμούζ εκτινάσσοντας στα ύψη τις τιμές του αργού.
Η Ρωσία δεν αμέλησε να σχολιάσει. Η εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, έγραψε στο Telegram η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, αποδεικνύει την «πλήρη αποτυχία» της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή, την «αδυναμία» της Ουάσινγκτον να αποτρέψει την κλιμάκωση, την «πλήρη ανικανότητα επίλυσης κρίσεων».
Νωρίτερα, στις 27 Σεπτεμβρίου ο αμερικανός πρόεδρος είχε ανακοίνωσε ένα νέο αμυντικό πακέτο 8 δισ. δολαρίων για την Ουκρανία. Περιλαμβάνει πυραύλους μέσου βεληνεκούς που επιτρέπουν στο Κίεβο να πλήττει ρωσικούς στόχους σε μεγαλύτερο βάθος. Οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς που ζητά το Κίεβο για να μπορεί να πλήξει στόχους βαθιά μέσα στη ρωσική επικράτεια, πάντα με την άδεια των ΗΠΑ, θα ήταν το επόμενο βήμα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν το έκανε. Αμφίβολο αν θα το κάνει μια κυβέρνηση Τραμπ.
Κρίνοντας από τη χλιαρή υποδοχή που επιφύλαξε η Αμερική στο «σχέδιο νίκης» του Β. Ζελένσκι –το οποίο, σύμφωνα με το Bloomberg, θεωρήθηκε «λίστα ευσεβών πόθων»– ο πόλεμος στην Ουκρανία διαγράφει καθοδική τροχιά για τη Δύση.
Το δίλημμα γίνεται ολοένα επιτακτικότερο για τις ΗΠΑ. Είτε θα κλιμακώσουν τη σύγκρουση, είτε θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για ένα σκληρό συμβιβασμό, αποδεχόμενες ότι η Ουκρανία δεν θα νικήσει. Τα περιθώρια έχουν στενέψει με δική τους ευθύνη.
Θα το αποτολμήσει η Ουάσινγκτον, αντιλαμβανόμενη το σφάλμα «να απλώσει τα πόδια έξω από το πάπλωμα»;