Ηρακλής Παναγούλης «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες. Δρόμοι στην Πελοπόννησο τον 18ο αιώνα», Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2024
Τι μπορεί να συνδέει μια περιπλάνηση στην Πελοπόννησο του 18ου αιώνα, στα μονοπάτια και στα δερβένια της, με τα σύγχρονα δίκτυα μεταφοράς προϊόντων ή με το παγκόσμιο δίκτυο αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας; Σε τέτοιους δρόμους περιδιαβάζει, με τρόπο πολλές στιγμές απρόσμενο και συναρπαστικό, το βιβλίο του Ηρακλή Παναγούλη. Ένα βιβλίο που σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς και που ξεκίνησε με αφορμή και βάση μια ακαδημαϊκή έρευνα, αλλά κατέληξε σε μια αφήγηση, γραμμένη με στέρεη τεκμηρίωση αλλά με μια ελευθερία από τους τυπικούς ακαδημαϊκούς κανόνες, η οποία αρχίζει περπατώντας στους δρόμους που διέσχιζαν οι αγωγιάτες με τα μουλάρια τους στα βουνά της Πελοποννήσου, περνάει από προσωπικές ιστορίες του συγγραφέα, για να φτάσει στον σύγχρονο κόσμο των δικτύων αλλά και της αμείλικτης οικολογικής κρίσης.
Πώς ήταν η Πελοπόννησος τον 18ο αιώνα, «τη στιγμή που συγκροτείται το ελληνικό κράτος, τη στιγμή δηλαδή που οι κοινωνικές και οικονομικές σταθερές της οθωμανικής περιόδου τελούν υπό αμφισβήτηση»; Πώς μετακινούνταν οι άνθρωποι, πώς επικοινωνούσαν, πώς μετέφεραν τα προϊόντα τους; Με βάση αυτό το ερώτημα, το βιβλίο αρχίζει με μια περιπλάνηση στους δρόμους, στις γέφυρες, στα δερβένια, στα χάνια, στους ταχυδρομικούς σταθμούς κ.λπ., αλλά και τους διοικητικούς θεσμούς, τον πληθυσμό και την κατανομή του εκείνη την κρίσιμη περίοδο.
Κεντρική θέση ανάμεσα στις πηγές κατέχει ο «Χάρτης του Μοριά», τον οποίο έφτιαξε το 1832 η γαλλική Επιστημονική Αποστολή του Μοριά, μια αποστολή που «ήταν εξίσου στρατιωτική όσο και επιστημονική και εντάσσεται στις αποικιοκρατικές ενέργειες της Γαλλίας» και η οποία έφτασε στην Πελοπόννησο τον Μάρτιο του 1829, «ακολουθώντας το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα» που είχε φτάσει εκεί το 1828.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η οπτική γωνία αλλάζει εντελώς. Ο τίτλος («Μια μικρότερη κλίμακα») είναι ενδεικτικός, καθώς ο συγγραφέας επιστρέφει με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση στις δικές του μνήμες από τη Δίβρη των δεκαετιών 1960 και 1970, μιλώντας για την οικογενειακή ιστορία αλλά και για την κοινωνία και την αγορά, τα μαγαζιά και την αρχιτεκτονική, τις συνήθειες και την κοινωνική ζωή της Δίβρης, ακόμα και για την τουριστική κίνηση, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον υβριδικό κείμενο από προσωπικές αναμνήσεις και στοιχεία για την ιστορία της Δίβρης, σε ένα κεφάλαιο που κλείνει ένα Σάββατο του 1981, όταν ο συγγραφέας παίρνει το λεωφορείο για την Αθήνα, αφήνοντας πίσω το χωριό του.
Και από εκεί, στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες και περιδιαβαίνοντας δίκτυα», γίνεται μια τεράστια γέφυρα με το σήμερα, «την εποχή της παγκοσμιοποίησης, των οπτικών ινών και των δορυφόρων». Εδώ ο συγγραφέας μιλάει για τα οδικά δίκτυα και για τους δρόμους που «υπάρχουν γιατί ενώνουν», γιατί εξασφαλίζουν τη μετακίνηση (υπενθυμίζοντας ότι «ο σύγχρονος μέσος Δυτικός άνθρωπος σε έναν χρόνο διανύει περισσότερα χιλιόμετρα από όσα διένυε στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του ο άνθρωπος των αρχών του 20ού αιώνα»), μιλάει για μικρές και μεγάλες κλίμακες και για τις σχέσεις που ορίζουν, μιλάει για τον σύγχρονο κόσμο των δικτύων, οικονομικών αλλά και ιδεολογικών ή και δικτύων αλληλεγγύης, αποτυπώνοντας, ως παράδειγμα, τη μεταφορά και τη διακίνηση, μέσα από συνεταιρισμούς εναλλακτικού και αλληλέγγυου εμπορίου, του καφέ που προέρχεται από τις εξεγερμένες κοινότητες των Ζαπατίστας στο Μεξικό.