Santiago Gamboa «Colombian Psycho», μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου, εκδόσεις Διόπτρα, 2024
«Αυτό που χαρακτηρίζει καλύτερα
τούτη τη βίαιη και ελεεινή δημοκρατία
είναι η ορφάνια.»
Σε ένα από τα πιο πλούσια και καλύτερα φυλασσόμενα προάστια της Μπογκοτά, στη διάρκεια μιας γαμήλιας δεξίωσης, δύο πλούσιοι και ανέμελοι νεαροί εραστές ανακαλύπτουν τυχαία σ’ ένα χωράφι ένα κομμένο ανθρώπινο άκρο και σε κατάσταση σοκ ειδοποιούν την αστυνομία. Στο ίδιο χωράφι ανευρίσκονται και άλλα ανθρώπινα μέλη, χέρια και πόδια, κομμένα με χειρουργική ακρίβεια, τα οποία σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος δεν είναι νεκρός. Πρόκειται για τον παραστρατιωτικό Μάρλον Χάιρο Μοντίγια, εκτελεστή των Ενωμένων Δυνάμεων Αυτοάμυνας του προέδρου Άλβαρο Ουρίμπε, έναν γυναικοκτόνο ο οποίος εκτίει ποινή κάθειρξης σε φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Λίγο μετά, κομμένα ανθρώπινα μέλη ανακαλύπτονται σε Airbnb της κολομβιανής πρωτεύουσας. Ταυτοποιούνται. Ανήκουν στον μυστηριώδη Αργεντίνο Κάρλος Μέλινγκερ, ο οποίος μπαινοβγαίνει τακτικά στην Κολομβία, χρησιμοποιώντας διαφορετικά διαβατήρια, με άγνωστους σκοπούς και σχετίζεται με νέο-σαμανιστικές ομάδες που τα μέλη τους πειραματίζονται με ψυχότροπα. Ο ίδιος μαθαίνουμε ότι έχει ζήσει και στο Παρίσι, όπου έχει συνδεθεί φιλικά με τον κολομβιανό συγγραφέα… Σαντιάγο Γκαμπόα – ο οποίος προτιμά την cool jazz του Τσετ Μπέικερ και του Τζέρι Μάλιγκαν. Ο συγγραφέας, σαν να λέμε, καθρεφτίζεται στο κείμενό του, ενώ ένα μυθιστόρημά του, ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, φαίνεται να προοικονομεί τις άγριες δολοφονίες. Πρόκειται δηλαδή για ένα νουάρ με στοιχεία αυτομυθοπλασίας. Όμως και ο Γκαμπόα θα βρεθεί κατακρεουργημένος στο μπαρόκ σπίτι του, σε παρόμοια κατάσταση με τα προηγούμενα θύματα.
«Πώς μπορεί κάποιος να διαμελίσει έναν άλλον άνθρωπο; Η τεχνική των εγκλημάτων εξελίσσεται, αλλά υπάρχουν ακόμα δολοφόνοι που σκοτώνουν σαν να ζουν στη Λίθινη Εποχή. Η βία είναι πολιτισμική και δεν εξελίσσεται, μένει στατική. Εξελίσσονται οι ιδέες γύρω της, και γι’ αυτό μας εντυπωσιάζει το έγκλημα», σημειώνει ο Γκαμπόα. «Ο καπιταλισμός ριζοσπαστικοποιεί το έγκλημα», έγραφε ο Μαρξ.
Οι υποθέσεις είναι φως φανάρι ότι συνδέονται, σύμφωνα με την εκτίμηση του εισαγγελέα ειδικών ερευνών Έντιλσον Χουτσινιαμούι – ο οποίος είναι Ίντιο στην καταγωγή. Τον συνδράμουν ο ικανός αλλά φαινομενικά νωθρός αστυνόμος Λαϊσέκα (που παρακολουθεί ανελλιπώς τους αγώνες των εγχώριων πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου και μπέιζμπολ) και η δυναμική και καπάτσα δημοσιογράφος Χουλιέτα Λεζάμα μαζί με τη συνεργάτιδά της, την επίσης ιθαγενή Χουάνα, πρώην μέλους του μαρξιστικού-λενινιστικού FARC (Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia). Πρόκειται για τους χαρακτήρες που γνωρίσαμε στο μυθιστόρημα «Η νύχτα θα είναι μεγάλη» του Σαντιάγο Γκαμπόα, που επίσης κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη Διόπτρα.
Η πιο βαθιά πληγή
Το μυθιστόρημα του Γκαμπόα περιγράφει με έντονο και σχολαστικό τρόπο μια αλυσίδα δολοφονιών τόσο φρικιαστικών, που μπορούν να είναι αξιόπιστες μόνο σε μια χώρα με το ιστορικό βίας της Κολομβίας. Στην περίπτωσή του δεν πρόκειται για μαγικό ρεαλισμό, παρά τη μνημόνευση ηρώων από τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες. Η βία που μαστίζει τη ζωή της χώρας έχει συσσωρεύσει σε λιγότερο από έναν αιώνα έναν κατάλογο κτηνωδιών που κυμαίνονται από μεμονωμένες δολοφονίες με αποτρόπαιους συμβολισμούς μέχρι μαζικές σφαγές αθώων και εξαναγκαστικές εξαφανίσεις. Αυτοί που έχουν υποστηρίξει, χρηματοδοτήσει και προστατεύσει τους εγκληματίες -άλλοι ένστολοι και άλλοι με έδρες στο κολομβιανό Καπιτώλιο- μετέτρεψαν τη χώρα σε μια απέραντη σκηνή μίσους και αιματηρής εκδίκησης, όπου όλα υπακούν στην αχαλίνωτη φιλοδοξία της εξουσίας και του χρήματος.
Λέει σε κάποιο σημείο ο αδέκαστος εισαγγελέας Χουτσινιαμούι – που κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπεί το πνεύμα του Διαφωτισμού στα βιβλία του Γκαμπόα: «Σχεδόν όλα τα εγκλήματα σε αυτή τη χώρα είναι της υψηλής κοινωνίας, μόνο που τα μέλη της δεν πυροβολούν. Η κοινωνική τάξη είναι η απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνον που διατάζει το έγκλημα και σε αυτόν που πατάει τη σκανδάλη».
Ο Γκαμπόα στέκεται για άλλη μια φορά στην πιο βαθιά πληγή -που θα έλεγε και ο Εδουάρδο Γκαλεάνο- της ιστορίας της Κολομβίας, η οποία δεν έκλεισε ποτέ: το αίμα του μακρόχρονου εμφυλίου καθώς και την αχαλίνωτη, αιματοβαμμένη δράση των ναρκέμπορων και των παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Καθώς υπήρχε «μπόνους» για όσους σκότωναν, οι παραστρατιωτικοί συχνά απήγαγαν άσχετους ανθρώπους, τους εκτελούσαν και «σκηνοθετούσαν» μάχες. Αυτοί οι άμαχοι χαρακτηρίζονταν ως «ψευδώς θετικοί». Πολλά μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων, υπεύθυνα για τέτοιες εκτελέσεις, ελευθερώθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων ειρήνευσης στη χώρα. Με το ίδιο ζήτημα έχει καταπιαστεί και ο Γάλλος Καρίλ Φερέ στο μυθιστόρημά του ΠΑΣ -Ειρήνη.
Εξετάζοντας την πραγματικότητα μιας κοινωνίας
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ο Δρόμος της Αριστεράς, ο Σαντιάγο Γκαμπόα έχει υπογραμμίσει την πολιτικοκοινωνική διάσταση του νουάρ: «Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μια από τις πιο βαθιές φόρμες, όταν πρόκειται να εξετάσουμε το παρόν και την πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Για να γνωρίσουμε τη σημερινή Κούβα είναι απαραίτητο να διαβάσουμε τον Λεονάρδο Παδούρα, το ίδιο και τον Πέτρο Μάρκαρη για να μάθουμε για την Ελλάδα ή τον Βάθκεθ Μονταλμπάν για την Ισπανία την εποχή της πολιτικής μετάβασης…»
Το σασπένς της εγκληματικής πλοκής αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα. Το νουάρ του Σαντιάγο Γκαμπόα παραπέμπει στον Ρομπέρτο Μπολάνιο στον αριστοτεχνικό χειρισμό της ίντριγκας και στην πληθώρα διακειμενικών αναφορών – Κάρλος Φουέντες, Χούλιο Κορτάσαρ, Μάριο Μπενεντέτι, Ερνέστο Σάμπατο, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Λούι Φερντινάν Σελίν, Μάλκολμ Λόουρι κ.ά. Εκλεκτικές συγγένειες με το enfant terrible της χιλιανής λογοτεχνίας εντοπίζονται και στη βιαιότητα των εικόνων του, που εμπεριέχουν αίμα, ακομπλεξάριστο σεξ, μπόλικο αγουαρδιέντε και ναρκωτικά.
Ο Σαντιάγο Γκαμπόα γεννήθηκε στην Μπογκοτά το 1965. Σπούδασε φιλολογία στο Χαβεριανό Πανεπιστήμιο στην Μπογκοτά, ισπανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Complutense στη Μαδρίτη και κουβανική λογοτεχνία στη Σορβόνη. Το 1995 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Paginas de vuelta». Στα έργα του συγκαταλέγονται τα «Necrόpolis» (βραβείο La Otra Orilla), «Το να χάνεις είναι ζήτημα μεθόδου», που έγινε ταινία από τον σκηνοθέτη Σέρχιο Καμπρέρα, «Νυχτερινές ικεσίες», «Επιστροφή στη σκοτεινή κοιλάδα» και «Η νύχτα θα είναι μεγάλη». Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες.