Το ΠΑΣΟΚ, επιβεβαιώθηκε από τον πρώτο γύρο εσωκομματικών εκλογών, παραμένει κόμμα μηχανισμών και ο ΣΥΡΙΖΑ από «κόμμα εν κινήσει» φαίνεται να έχει μετατραπεί σε «βόμβα εν κινήσει». Για το ΠΑΣΟΚ ανοίγει μια μεγάλη ευκαιρία να διεκδικήσει την επανεδραίωσή του στο ρόλο του βασικού πόλου της αντιπολίτευσης και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει όλο και περισσότερο σημάδια συλλογικής αυτοχειρίας. Συζητούμε με τον διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης, Παναγιώτη Κουστένη την επιρροή των κύριων ανταγωνιστών της ΝΔ στο πεδίο του εκλογικού ανταγωνισμού (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ).

 

 

Την Κυριακή είναι ο δεύτερος γύρος των εσωκομματικών εκλογών στο ΠΑΣΟΚ, με τη συμμετοχή στο πρώτο να έχει υπερκαλύψει τον στόχο από τις αντίστοιχες εκλογές του 2021, αλλά να έχει καταγραφεί μια μεγάλη διασπορά μεταξύ των υποψηφίων. Πώς αποτιμάς τη διαδικασία;

Η συμμετοχή πράγματι ξεπέρασε το ψυχολογικό όριο των 300.000, παρόλα αυτά η αύξηση μόλις κατά 10% σε σύγκριση με την αντίστοιχη διαδικασία του 2021 δεν επιτρέπει θριαμβολογίες, ειδικά αν αναλογιστούμε τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί από το ντιμπέιτ και μετά και λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας που δημιουργεί η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και η φθορά της ΝΔ. Δεν είναι δηλαδή από μόνη της αρκετή για να επιβεβαιώσει μια δημοσκοπική περαιτέρω ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, που για πρώτη φορά (μετά τις δύο χαμένες ευκαιρίες, των αυτοδιοικητικών και των ευρωεκλογών) διεκδικεί με τόσες αξιώσεις την επανεδραίωσή του στο ρόλο του βασικού πόλου της αντιπολίτευσης. Βεβαίως, σε αυτό το σημείο πρέπει να συνυπολογιστεί ότι αυτή η γενικευμένη κρίση εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα ως κρίση αντιπροσώπευσης, με έντονα τα σημάδια αποστασιοποίησης των πολιτών, που εκλογικά εκφράζεται με τη δραματική μείωση της συμμετοχής και κορυφώθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Μόνο λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον παράγοντα, η συμμετοχή στις εκλογές του ΠΑΣΟΚ μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ικανοποιητική. Ωστόσο, κρίνοντας και από τη δομή του εκλογικού αποτελέσματος, δεν τεκμηριώνεται για την ώρα η προσέλκυση μεγάλων μαζών απογοητευμένων ψηφοφόρων από τα άλλα κόμματα.

 

Η επόμενη μέρα εμπνέει ένα αίσθημα ενότητας, με τις πολλές υποψηφιότητες και ενδεχομένως και την πόλωση που θα υπάρξει αυτή την Κυριακή;

Δεν νομίζω ότι η ενότητα στο ΠΑΣΟΚ είναι ιδιαίτερα επισφαλής, τουλάχιστον όχι σε αυτή τη φάση. Φυσικά, αυτό εξαρτάται και από τους χειρισμούς του νικητή την επόμενη μέρα. Ωστόσο, ο κατακερματισμός των επιμέρους δυνάμεων –που ήταν καταλυτικός για το αποτέλεσμα και κυρίως τις προοπτικές ενόψει του β’ γύρου (καθιστώντας τον Ν. Ανδρουλάκη φαβορί) – σηματοδοτεί την εσωτερική πολυμορφία των διαφόρων ρευμάτων, αμφισβητώντας εντέλει τη λειτουργία της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ ως ενιαίου εθνικού κορμού. Επιβεβαιώνοντας και κάποια βασικά χαρακτηριστικά που στην εκλογική του γεωγραφία επαναλαμβάνονται συστηματικά πλέον τα τελευταία 15 χρόνια, όπως για παράδειγμα την κρίσιμη αδυναμία του στα αστικά κέντρα και ειδικά στην πρωτεύουσα. Βεβαίως, στην Αττική αυτή τη φορά παρατηρήθηκε μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις της συμμετοχής, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί το 2021. Η αυξημένη όμως αυτή προσέλευση κατευθύνθηκε κυρίαρχα στις βασικές υποψηφιότητες που μείνανε εκτός β’ γύρου (Γερουλάνου και Διαμαντοπούλου).

 

Μια επανεκλογή του Ανδρουλάκη δεν θα σηματοδοτήσει επιστροφή στο σημείο μηδέν, από εκεί δηλαδή που ξεκίνησε η αμφισβήτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ;

Σε πρώτη φάση το αποτέλεσμα δικαιώνει τον σημερινό αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και μάλλον τον αναβαπτίζει στη θέση της ηγεσίας από πολλές απόψεις. Καταρχήν δικαιώνεται η επιλογή του να δείξει τα αντανακλαστικά να προκηρύξει την εσωκομματική εκλογή, πριν γενικευθεί η αμφισβήτηση που εκφράστηκε μετά τις ευρωεκλογές. Και παρά την μείωση της προσωπικής του επιρροής σε σχέση με το 2021, η διαφορά που εξασφαλίζει απέναντι στις άλλες τρεις -σχεδόν ισοδύναμες- υποψηφιότητες, του επιτρέπει να εξακολουθεί να ξεχωρίζει. Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι η γεωγραφία των ποσοστών του επαναλαμβάνει σε γενικές γραμμές την αντίστοιχη εικόνα των προηγούμενων εσωκομματικών εκλογών, αλλά ακόμα και την κατανομή της προσωπικής του σταυροδοσίας στις ευρωεκλογές του 2019. Αναδεικνύεται έτσι και πάλι στον πιο σταθερό πολιτικό παράγοντα του εσωκομματικού ανταγωνισμού και τον μόνο ίσως με μηχανισμό πανελλαδικής εμβέλειας. Παρόλα αυτά, ως κρίσιμες για τη διατήρηση της εσωκομματικής πολιτικής υπεροχής του πρέπει να αξιολογηθούν και κάποιες επιμέρους κατά τόπους επιδόσεις του, με κορυφαίο το παράδειγμα της κυριαρχίας του στην (βαρομετρική για το ΠΑΣΟΚ) περιφέρεια της Κρήτης. Τέλος, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η πιο επιθετική και καταγγελτική ανθυποψηφιότητα απέναντι στην ηγεσία του, αυτή της Ν. Γιαννακοπούλου, συγκέντρωσε με διαφορά τη χαμηλότερη αποδοχή στο εκλογικό σώμα.

 

Πιστεύεις ότι η λειτουργία των μηχανισμών παραμένει ακόμα τόσο ισχυρή;

Τα αποτελέσματα μαρτυρούν ότι το ΠΑΣΟΚ εν πολλοίς παραμένει κόμμα μηχανισμών, για αυτό και για μια ακόμη φορά, με βάση το δίδυμο του β’ γύρου, φάνηκε να επικρατεί το κριτήριο του «κομματικού πατριωτισμού», όπως είχε συμβεί και το 2017 και το 2021. Μηχανισμός φάνηκε να κινητοποιείται και στην περίπτωση της υποψηφιότητας του Χ. Δούκα, κάτι που μάλλον γίνεται πιο φανερό ενόψει του β’ γύρου. Μόνο που εν προκειμένω είχε περισσότερο χαρακτηριστικά ισχυρών τοπικών δικτύων και όχι την πανελλαδική εμβέλεια του Ν. Ανδρουλάκη, στοιχείο που ερμηνεύει και τις έντονες κατά τόπους διακυμάνσεις των ποσοστών του. Εν τούτοις, αυτό το στοιχείο από ένα σημείο και έπειτα περιόριζε ενδεχομένως την προσπάθειά του να εκφράσει κάτι «νέο» στην ηγεσία. Ταυτόχρονα, οι χαμηλές επιδόσεις του στην Αθήνα τον καθιστούν στην ουσία εκλογικά ανέστιο και στον βαθμό που εκφράζουν μια πρώτη αξιολόγηση του έργου του στη δημοτική αρχή, πλήττουν σημαντικά την υποψηφιότητά του και ως προς το κριτήριο της λεγόμενης «πρωθυπουργισιμότητας», το οποίο εμμέσως διεκδικεί υποσχόμενος την επικράτηση έναντι της ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, οι υποψηφιότητες του Π. Γερουλάνου και της Α. Διαμαντοπούλου ήταν οι λιγότερο συνδεδεμένες με οργανωμένα δίκτυα, ικανές μεν να απευθυνθούν πιο εύκολα σε ευρύτερα κοινά ειδικά των αστικών κέντρων, αλλά όχι αρκετές για να κερδίσουν την ηγεσία. Οι περιορισμοί της επιρροής τους έτσι συνδέονται απόλυτα με τη δυσκολία της ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ στα αστικά κέντρα, γεγονός που εξακολουθεί να εντοπίζεται ως το βασικό έλλειμα του κόμματος για να ξαναπαίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική πολιτική σκηνή. Η ταυτότητα ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνεται, μία ακόμα φορά, ότι έχει φθαρεί σημαντικά μετά την οικονομική κρίση στον αστικό χώρο και κυρίως στα λαϊκά στρώματα, που κάποτε αποτελούσαν ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία της εκλογικής του βάσης.

 

Ας έρθουμε έτσι και στις εσωκομματικές διεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, με τις πρακτικές και τις στρατηγικές να απέχουν πόρρω από τη θεωρία και όσα γνωρίζουμε για τη λειτουργία των κομμάτων. Τι πιστεύεις ότι αντανακλά;

Πρώτα από όλα δεν είναι ακόμα καθόλου ξεκάθαρο το πλαίσιο, ούτε ο ακριβής οδικός χάρτης για την εσωκομματική διαδικασία. Κάθε μέρα σχεδόν προκύπτει μια νέα εξέλιξη που διαταράσσει την πορεία, συχνά με περιστατικά πρωτοφανή για την πολιτική ιστορία. Δυστυχώς η σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν δικαιώνει τις ιστορικές τους προσλαμβάνουσες, αλλά είναι σαν να επιβεβαιώνει όλο και περισσότερο την θεώρηση πολλών ότι η άνοδός του τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν παρά το πρόσκαιρο αποτέλεσμα μιας έκτακτης αρνητικής συγκυρίας. Το κόμμα παρουσιάζει όλο και περισσότερο σημάδια συλλογικής αυτοχειρίας, με τα γεγονότα να προκαλούν όλο και περισσότερο απογοήτευση ή θλίψη – σε όσους κάποτε είχαν εμπλακεί οργανωτικά ή συναισθηματικά. Το χειρότερο είναι ότι αποκαλύπτονται πλέον παθογένειες που πιθανότατα ενυπήρχαν από καιρό, την εκδήλωση των οποίων η ηγεσία Κασσελάκη, με τις όποιες -πολλαπλές- αδυναμίες της, προφανώς πυροδότησε. Όμως η ρίζα τους βαραίνει και την προηγούμενη ηγεσία, ειδικά για την επιλογή προσώπων που τον τελευταίο χρόνο έχουν παίξει τον πιο αρνητικό ρόλο.

 

Όπως και να έχει, το πώς κλιμακώνονται και αποκλιμακώνονται οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις είναι σαν να μην ξέρεις απλώς πότε θα γίνει η έκρηξη, η οποία όμως θα σκάσει πάνω στο κομματικό σύστημα.

Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ από «κόμμα εν κινήσει» φαίνεται να έχει μετατραπεί σε «βόμβα εν κινήσει», με τη διαφορά ότι αυτή η μετατροπή αφορά όλο και λιγότερο την κοινωνία και όλο και περισσότερο ένα στενό πυρήνα κομματικών στελεχών. Σαφώς οι εξελίξεις έχουν αντίκτυπο και στο συνολικό κομματικό σύστημα, όμως αν η αρνητική εξέλιξη δεν αναστραφεί το συντομότερο, τη λύση θα δώσει από μόνη της η ιστορία. Εδώ εδράζεται η μεγάλη -διπλή αυτή τη φορά- ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο λόγω της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και λόγω της καταγεγραμμένης κυβερνητικής φθοράς της ΝΔ. Γεγονός, που μπορεί να του επιτρέψει όχι απλώς την ανάληψη του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και ενός ανταγωνιστικού διεκδικητή της εξουσίας, αναστηλώνοντας πιθανώς τον παραδοσιακό δικομματισμό. Φυσικά για όλα αυτά απαντήσεις νομίζω ότι θα έχουμε στις αρχές της επόμενης χρονιάς, όταν και οι διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν εν πολλοίς ολοκληρωθεί και οι νέες δημοσκοπικές προοπτικές του ΠΑΣΟΚ θα έχουν αρχίσει μάλλον να σταθεροποιούνται. Πάντως, δεν θα αποτελούσε έκπληξη μια τέτοια εξέλιξη και μια σημαντική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ να επανασυσπειρώσει και τη ΝΔ, ανακόπτοντας κυρίως τις απώλειες προς τα δεξιά της, που για την ώρα εμφανίζονται ανέξοδες και ανώδυνες. Διαφορετικά αναμένεται να παγιωθεί ο πλήρης κατακερματισμός που αποτυπώθηκε στις ευρωεκλογές και η μετάβαση σε ένα τριπολικό πολυκομματικό σύστημα ανάλογο (της φθαρμένης εκδοχής) του μακρονικού μοντέλου.

 

Το ενδεχόμενο αναβίωσης του παλιού δικομματισμού δεν ενδέχεται να βαθύνει την απομάκρυνση από την πολιτική;

Φυσικά και υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, όμως ο ακόμα μεγαλύτερος είναι να παγιωθεί συνολικά η φθορά των παραδοσιακών κομμάτων και η ενίσχυση των νέων διεκδικητών, ειδικά στον χώρο δεξιά της ΝΔ. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ίσως και η βασική πληγή από την μετάλλαξη και την εκλογική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος λόγω της αυξημένης επιρροής στα λαϊκά στρώματα (μετά την υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ σε αυτά) μπόρεσε μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης να παίξει και αυτόν τον ρόλο, του αντίβαρου σε μια ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση. Αυτός ο παράγοντας πλέον εκλείπει. Αλλά ούτως ή άλλως, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και ειδικά μετά το 2019 δεν μπορεί να παίξει πια τον ρόλο του υποδοχέα της κοινωνικής δυσαρέσκειας και αντιμετωπίζεται από το εκλογικό σώμα ως άλλο ένα παραδοσιακό κόμμα εξουσίας, όπως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Γεγονός που εν μέρει ερμηνεύει και την εκλογική του επίδοση το 2023.

 

Στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ξανά μια τάση ενίσχυσης της λεγόμενης «αντισυστημικής ψήφου». Όπως καταγράφεται, σε αυτή τη στάση ωθούνται όσοι βιώνουν χειροτέρευση της οικονομικής τους κατάστασης και της ποιότητας ζωής τους. Διαμορφώνεται ένα ακροδεξιό ρεύμα;

Καταρχήν η διείσδυση της ακροδεξιάς στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα δεν είναι αυτή τη στιγμή μόνο ελληνικό φαινόμενο, ούτε κάτι πρωτόγνωρο και στην Ελλάδα. Η ακροδεξιά επιρροή είχε έντονα κοινωνικά (και πολιτισμικά) χαρακτηριστικά από την αρχή της οικονομικής κρίσης αλλά και πριν από αυτή. Ας θυμηθούμε την άνοδο της Χρυσής Αυγής στις λαϊκές συνοικίες των μεγάλων πόλεων, όπου συγκριτικά ενισχυμένη εμφανιζόταν και η παλαιότερη επιρροή του ΛΑΟΣ. Ανάλογα στοιχεία εντοπίζονται αυτή τη στιγμή, κρίνοντας από τις επιδόσεις της πολύμορφης δεξιάς αντισυστημικής ψήφου, στα χαμηλότερα στρώματα κυρίως των μικρών πόλεων της Β. Ελλάδας, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στις αγροτικές περιοχές, γεγονός όπου καταγράφεται ως συγκριτικά νέο στοιχείο και συνδέεται και με συγκεκριμένες ευρωπαϊκές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής. Πράγματι δηλαδή επιβεβαιώνεται ότι το στοιχείο της υλικής αποστέρησης συνιστά έναν κρίσιμο παράγοντα για την άνοδο της ακροδεξιάς. Εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται στις έρευνες, δεν συνιστά ένδειξη ταξικής ψήφου με τον στενό επιστημονικό ορισμό. Περισσότερο, εμπίπτει στο μοντέλο της εκλογικής συμπεριφοράς που ονομάζεται «οικονομική ψήφος» και διακρίνει τα εκλογικά αποτελέσματα, ανάλογα με το πώς το εκλογικό σώμα αξιολογεί την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Το κριτήριο αυτό φαίνεται ότι αποκτά αυξημένη βαρύτητα στη σημερινή συγκυρία, όπου το κόστος ζωής θεωρείται με διαφορά το σημαντικότερο πρόβλημα για την κοινωνία. Και πραγματικά με βάση τον εν λόγω διαχωρισμό, οι επιδόσεις της κυβέρνησης εμφανίζονται βαθμηδόν να κατακρημνίζονται στους ψηφοφόρους που δηλώνουν περισσότερο οικονομικά ευάλωτοι, την ίδια στιγμή που τα κόμματα που θεωρούνται (ή εμφανίζονται ως) αντισυστηματικά καταγράφουν όλο και ισχυρότερα ποσοστά. Το βασικό όμως εύρημα είναι ότι σε αυτά τα κοινά δεν αυξάνονται σχεδόν καθόλου η επιρροή των κύριων ανταγωνιστών της ΝΔ στο πεδίο του εκλογικού ανταγωνισμού (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ). Επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη επισήμανση ότι αυτά τα κόμματα αδυνατούν να παίξουν ρόλο υποδοχέα της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet