Η μεγάλη άνοδος της εκλογικής δύναμης της Ακροδεξιάς σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, και μάλιστα σε περιοχές στις οποίες το εργατικό κίνημα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό τον 20ό αιώνα, έχει οδηγήσει τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους και τους πολιτικούς επιστήμονες στη διερεύνηση της σχέσης των εργατικών τάξεων της Ευρώπης με τα ακροδεξιά κόμματα, η οποία έχει βέβαια και άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον. Ο βέλγος ιστορικός Άντον Γιέγκερ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Jacobin, καταθέτει την δική του άποψη στο άρθρο του με τίτλο “Unpacking Working Class Reaction”, το οποίο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, στις 19 Σεπτεμβρίου 2024.
(www.rosalux.de/en/news/id/52531/unpacking-working-class-reaction).
Χ.Γο.
Η σχέση της εργατικής τάξης με την Ακροδεξιά
του Άντον Γιέγκερ
Η άνοδος της Ακροδεξιάς είναι κορυφαίο γεγονός της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Από το 1989 μέχρι σήμερα, τα ακροδεξιά κόμματα αύξησαν το μέσο εκλογικό ποσοστό τους κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την προηγούμενη δεκαετία αναδείχθηκαν σε υπολογίσιμους διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας σε διάφορες χώρες, από την Πολωνία ως τη Γαλλία. Η ανοδική τάση της Ακροδεξιάς άρχισε από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, με την εκλογή του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και του Αντρέι Ντούντα στην Πολωνία, και γρήγορα εξαπλώθηκε στη Δυτική Ευρώπη με τις μεγάλες εκλογικές επιτυχίες των ακροδεξιών κομμάτων σε διάφορες χώρες, μεταξύ άλλων στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Αν και η άνοδός τους δεν είναι η ίδια παντού, η εκλογική δυναμική, τουλάχιστον προς το παρόν, φαίνεται να είναι σταθερά με το μέρος τους.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων ακροδεξιών δυνάμεων, που ανήκουν σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα, είναι ότι εμφανίζονται ως ικανές να κερδίσουν την υποστήριξη της εργατικής τάξης, κάτι που δεν είχαν καταφέρει τα ιστορικά φασιστικά και αντιδραστικά κόμματα. Το γεγονός αυτό εγείρει δύσκολα αλλά ζωτικής σημασίας ερωτήματα για κάθε αριστερό σχέδιο στην Ευρώπη, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη νέα στροφή του προλεταριάτου προς τα δεξιά και, το σημαντικότερο, μπορεί αυτή να αναστραφεί;
Αυτό το θέμα δεν απασχολεί για πρώτη φορά τον μαρξισμό. Το 1941, ο γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος, Καρλ Κορς, πρότεινε μια μάλλον ακραία ταξική ερμηνεία της επιτυχίας που σημείωσε η χιτλερική αιφνιδιαστική πολεμική επιχείρηση (blitzkrieg, μτφρ: πόλεμος-αστραπή) στην Κρήτη. Η μαχητικότητα των γερμανών στρατιωτών, έγραφε σε μια επιστολή του προς τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, εκφράζει «τη ματαιωμένη αριστερή ορμή» και την απωθημένη επιθυμία τους για εργατικό έλεγχο.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, οι [γερμανοί συγγραφείς και φιλόσοφοι] Αλεξάντερ Κλούγκε και ο Όσκαρ Νεγκτ συνόψισαν τη θέση του Κορς αναφερόμενοι στο ιστορικό υπόβαθρο των γερμανικών ταγμάτων:
«…στην πολιτική τους ζωή, η πλειονότητα των πληρωμάτων των αρμάτων μάχης των γερμανικών μεραρχιών αποτελούνταν από μηχανικούς αυτοκινήτων ή μηχανολόγους (δηλαδή βιομηχανικούς εργάτες με πρακτική εμπειρία). Πολλοί από αυτούς προέρχονταν από τις γερμανικές επαρχίες που είχαν βιώσει αιματηρές σφαγές [από τον στρατό των φεουδαρχών] κατά τον Πόλεμο των Χωρικών (1524-1526). Σύμφωνα με τον Κορς, είχαν σοβαρούς λόγους να αποφεύγουν την άμεση επαφή με τους ανωτέρους τους. Επίσης, σχεδόν όλοι τους θυμούνταν έντονα τις μεγάλες απώλειες στις πολεμικές επιχειρήσεις (τον πόλεμο κινήσεων) του 1916, που ήταν αποτέλεσμα των χειρισμών των ανωτέρων τους, στους οποίους έκτοτε είχαν ελάχιστη εμπιστοσύνη... Ο Κορς υποστήριξε ότι οι ίδιοι οι στρατιώτες, στηριζόμενοι στις ιστορικές εμπειρίες τους, επινόησαν αυθόρμητα το blitzkrieg».
Αν και παρατραβηγμένο από αναλυτική άποψη, είναι δελεαστικό-και μάλλον παρήγορο-να εξετάσουμε την άνοδο της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς από αυτήν την οπτική γωνία. Τόσο οι νέες όσο και οι παλιές περιοχές στις οποίες έχει επικρατήσει-η Θουριγγία, το Μπιγιανκούρ, η Ανατολική Φλάνδρα, ή τα προάστεια της Βιέννης-ήταν προπύργια του εργατικού κινήματος, τον 20ό αιώνα. Εκεί, το παλιό αίτημα για εργατικό έλεγχο φαίνεται να έχει μετατραπεί σε ξενοφοβικό πάθος, ενώ η λαχτάρα για την ανατροπή του αστικού καθεστώτος έχει αντικατασταθεί από την προσπάθεια συντριβής των πιο αδύναμων πολιτών. Πολύ θα θέλαμε να ελπίζουμε, όπως ο Κορς, ότι πίσω από τη μάσκα της αντίδρασης εξακολουθεί να υπάρχει κάποια εν δυνάμει χειραφετητική προοπτική, ότι πάνω στα ερείπια μπορεί να ξαναχτιστεί ένα αριστερό οικοδόμημα.
Μεταστροφή;
Από τις αρχές του 1990, όταν η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά άρχισε να σημειώνει τις πρώτες επιτυχίες της στη γηραιά ήπειρο, ένα σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών φαίνεται να υιοθετεί την επιχειρηματολογία του Κορς. Σε συνδυασμό με την αυξανόμενη βιβλιογραφία για τον λαϊκισμό, η «θέση της μεταστροφής» υπονοεί ότι, με την εμφάνιση της νέας, μεταβιομηχανικής κοινωνίας, οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τα κομμουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και να μεταναστεύουν στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος. Όπως θα έλεγε ο Κορς, εναπόθεσαν την «αριστερή ορμή» τους αλλού, στο πλαίσιο της σύγκλισης των άκρων, η οποία κατά τους φιλελεύθερους συγγραφείς χαρακτήριζαν τους ολοκληρωτισμούς του εικοστού αιώνα.
Αυτή η θέση συνέχισε να πλανιέται πάνω από τον πολιτικό διάλογο κατά τη διάρκεια της μακράς δεκαετίας του 1990, αποκτώντας μία δημοτικότητα πολύ πέρα από τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ορισμένοι, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να βαφτίσουν τα νέα ακροδεξιά σχήματα, από το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο μέχρι το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας του Γιοργκ Χάιντερ, εργατικά κόμματα, ή να τους προσδώσουν τον τίτλο «λαϊκιστικά» - άλλος ένας σχετικά νέος επιθετικός προσδιορισμός που προστέθηκε στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Τα όρια της συγκεκριμένης θέσης ήταν ευδιάκριτα. Ακόμα και αν αποτύπωνε κάποια από τα ρητορικά χαρακτηριστικά των κομμάτων της νέας Ακροδεξιάς, τα οποία είχαν αντικαταστήσει την έμφαση στη φυλετική ταυτότητα με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα, ο όρος «μεταστροφή» πολύ συχνά τους επέτρεπε να αποσιωπούν τους αμαρτωλούς δεσμούς τους με τη μεταφασιστική παράδοση και τα μετέτρεπε συχνά σε νεοδιορισμένους διαχειριστές μιας εργατικής τάξης, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι αριστεροί εκπρόσωποί της. Ταυτόχρονα, ο επιθετικός προσδιορισμός «λαϊκιστικά» οφείλει αναμφίβολα την απήχησή του στην πρωτοτυπία ορισμένων από αυτά τα κόμματα. Χωρίς να διαθέτουν εμφανείς στρατιωτικές πτέρυγες και χωρίς να στελεχώνονται από απογοητευμένους απόστρατους, δύσκολα μπορούσαν να συγκριθούν με τους φασίστες προγόνους τους. Η δημοτικότητά τους οφείλεται στη δομική παρακμή του κομματικού φαινομένου σε όλη την Ευρώπη, στο πλαίσιο της οποίας οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές κομματικές τους εξαρτήσεις και προσχώρησαν σε έναν νέο εικονικό και απροσδιόριστο «λαό», ο οποίος παρασύρεται εύκολα από δυνάμεις που βρίσκονται στο δεξιότερο τμήμα του πολιτικού φάσματος.
Δεν πρόκειται για μαζικά φαινόμενα, αλλά μάλλον για ασκήσεις οργανωμένης παθητικότητας που δύσκολα επιδέχονται συγκρίσεις με τα μαζικά κόμματα του εικοστού αιώνα.
Ωστόσο, η θέση της μεταστροφής αποτελούσε πάντοτε κάτι περισσότερο από ένα αναλυτικό εργαλείο. Σταδιακά, μεταλλάχθηκε σε ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου τα αριστερά κόμματα κλήθηκαν είτε να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να αντλήσουν διδάγματα από τα ακροδεξιά κόμματα, είτε να αναζητήσουν μια νέα εκλογική βάση, η οποία θα ανήκε στη νέα μεσαία τάξη ή στο ολοένα και πιο ποικιλόμορφο προλεταριάτο του τομέα των υπηρεσιών. Εφόσον το παλιό τους εκλογικό σώμα τα είχε εγκαταλείψει, έπρεπε να βρουν ένα νέο. Έτσι, με όρους όπως «αριστερολεπενισμός» ή «ερυθροφαιά » πολιτική, η συγκεκριμένη βιβλιογραφία όχι μόνο στήριζε την άποψη ότι η νέα Ακροδεξιά ήταν λαϊκιστική, αλλά επιπλέον καλούσε την Αριστερά να κινηθεί προς τα δεξιά, ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώην ψηφοφόρων της.
Σήμερα, η συνέπεια αυτής της πολιτικής μεταστροφής είναι ακόμα πιο σαφής επειδή οι συντηρητικοί φορείς του κατεστημένου χρησιμοποιούν την εν λόγω έννοια ως άλλοθι για να μετακινηθούν ακόμα δεξιότερα, ενώ ορισμένα τμήματα της Αριστεράς είτε προσπαθούν να ανακτήσουν το χαμένο εκλογικό σώμα της εργατικής τάξης αντιγράφοντας δεξιές τακτικές, είτε απομακρύνονται εντελώς από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους.
Πάντως, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν έλειψαν οι επικριτές της θέσης περί μεταστροφής της εργατικής τάξης. Αυτοί επισήμαναν ότι σε πολλές περιοχές που πλέον θεωρούνταν προπύργια της νέας Δεξιάς τα ποσοστά αποχής ήταν υψηλότερα από άλλες. Υποστήριζαν, επίσης, ότι οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τα εργατικά κόμματα εξαιτίας της απογοήτευσής τους από την υποταγή στις δυνάμεις της αγοράς κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 και όχι εξαιτίας κάποιου αδυσώπητου μίσους για τους ξένους. Επιπλέον, οι επικριτές επέμεναν ότι οι δεσμοί αυτών των νέων ψηφοφόρων με την Ακροδεξιά ήταν ελάχιστα συγκρίσιμοι με τους ενιαίους κοινωνικούς κόσμους που τους παρείχαν στο παρελθόν τα κόμματα της Αριστεράς. Η διαδικτυακή ομάδα συνομιλίας (on line chat group) δεν ήταν το σπίτι του λαού (casa del popolo) και, κυρίως, το κοινωνικό πρόγραμμα της Ακροδεξιάς δεν είχε καμία φιλοδοξία να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη ισχύ του κεφαλαίου.
Το αποτέλεσμα ήταν μια εκδοχή της «οικολογικής πλάνης[1]» στη μελέτη του φασισμού του εικοστού πρώτου αιώνα: η άποψη ότι στις εργατικές περιοχές επικράτησαν οι φασίστες συγκάλυπτε, στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι στις περιοχές αυτές τους φασίστες ψήφισαν οι μεσαίες τάξεις, όχι οι εργατικές τάξεις. Αντί για τη μετατόπιση της εργατικής τάξης προς τα δεξιά, πολλοί εργάτες απλώς έχασαν εντελώς το ενδιαφέρον τους για την πολιτική. Αν και είναι αλήθεια ότι τμήματα της εργατικής τάξης, καθώς και η νέα μικροαστική τάξη, μετακινήθηκαν προς την Ακροδεξιά - εν μέρει από τον φόβο της αύξησης του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας και εν μέρει από ξενοφοβία - δεν το έκαναν αυτό ως μια συλλογική, ταξικά συνειδητοποιημένη οντότητα.
Εκφασισμός χωρίς ενεργοποίηση
Τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η δημοτικότητα της θέσης της μεταστροφής. Στην πρώην Ανατολική Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Κάτω Χώρες, είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός ότι στις εκλογές ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης δεν επιλέγει αποκλειστικά την αποχή, αλλά την ψήφο στην Ακροδεξιά. Ο πόλεμος ερμηνειών γι’ αυτήν την ψήφο των εργατών είναι έντονος. Πολλοί επιμένουν ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια κακώς υποτιμημένη αριστερή λίμπιντο, όπως υποστήριζε ο Κορς, αλλά ως έκφραση της σήψης του ύστερου καπιταλισμού- όχι ως εξέγερση που πρέπει να βρει το σωστό δρόμο της, αλλά ως παρόρμηση που πρέπει να κατασταλεί.
Τα βασικά στοιχεία αυτής της διάγνωσης είναι συνήθως αδιαμφισβήτητα: ότι η ταξική σύνθεση των νέων ακροδεξιών ψηφοφόρων δεν είναι αμιγώς προλεταριακή, ότι αυτοί συνήθως δεν αντιδρούν σε γεγονότα που συνιστούν μια συγκεκριμένη «μεταναστευτική απειλή», ότι οι ενέργειές τους υποκινούνται τόσο από την κεντρική πολιτική σκηνή όσο και από έναν αυξανόμενο αριθμό ακροδεξιών επιχειρηματιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ότι η δεξιά πορεία της Ευρώπης οφείλεται περισσότερο στην εμπρηστική υποκρισία των μέσων ενημέρωσης παρά στα αυθεντικά παράπονα των κατατρεγμένων. Σύμφωνα μ’ αυτήν την κριτική, η βάση της νέας Ακροδεξιάς δεν αποτελείται από «ανησυχούντες πολίτες» αλλά από λούμπεν ρεβανσιστές και από μέλη των μεσαίων τάξεων, που δεν μπορούν να διαχειριστούν το φαινόμενο των κοινωνικών αλλαγών του 21ου αιώνα. Το έργο για τον «νεοφασισμό» ή τον «ύστερο φασισμό» ορισμένων συγγραφέων, όπως ο Αλμπέρτο Τοσκάνο και ο Έντσο Τραβέρσο, προσπάθησε να τοποθετήσει τις εκδικητικές φαντασιώσεις της σύγχρονης Ακροδεξιάς σ’ αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες του παρόντος ανακαλούν τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Όμως, ενώ η λέξη «λαϊκιστική» αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπαρκής για την κατανόηση της νέας Δεξιάς, εξίσου περιοριστική είναι και η λέξη «φασιστική». Όσον αφορά τα προσφιλή ιδεολογήματα - από τη Μεγάλη Αντικατάσταση[2] μέχρι άλλα εθνοεθνικιστικά φαντάσματα - η συνέχεια με τον εικοστό αιώνα είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. Στην πολιτική, όπως και στη βιολογία, το περιβάλλον αποδεικνύεται συχνά εξίσου σημαντικό με την κληρονομικότητα, όπως επισήμανε κάποτε ο ιστορικός Κρίστοφερ Χιλ, και οι σύγχρονοι φασίστες καλούνται να αναμετρηθούν με παραμέτρους που δεν συγκρίνονται με εκείνες των προγόνων τους. Αυτές περιλαμβάνουν την αποστρατιωτικοποίηση και την απουσία προεπαναστατικής απειλής από την Αριστερά. Όπως έχει υποστηρίξει ο [καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ], Ντίλαν Ράιλι, η ιδιαιτερότητα και η ιδιοτυπία της σύγχρονης Ακροδεξιάς γίνονται σαφείς όταν αντιπαραβάλλονται με το γεγονός ότι, παραδοσιακά, οι φασίστες δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν την σταθερή υποστήριξη της εργατικής τάξης -ένα γεγονός αδιάκοπης απογοήτευσης για πολλά στελέχη της Ακροδεξιάς.
Οι φασίστες της Ευρώπης, για παράδειγμα, ήρθαν στην εξουσία σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής αντιπαράθεσης. Τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι επικράτησαν μετά από απόπειρες των εργατικών κινημάτων να υποκινήσουν επαναστάσεις, γεγονός που θεωρήθηκε από τις ελίτ ως η καλύτερη ευκαιρία για να επαναφέρουν την [διασαλευθείσα] κοινωνική τάξη πραγμάτων και να αποκαταστήσουν την εργασιακή πειθαρχία. Σήμερα, από την ευρωπαϊκή σκηνή είναι φανερό ότι απουσιάζει ένα ισχυρό προλεταριάτο, το οποίο έχει υποστεί μια τεράστια αποδυνάμωση λόγω της αποβιομηχάνισης και των ελαστικών αγορών εργασίας.
Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1930, όταν στους δρόμους ανθούσε η φασιστική βία, η σύγχρονη Ακροδεξιά θρέφεται από την αποστράτευση, τόσο σε εκλογικό όσο και σε μη εκλογικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το κόμμα της Μελόνι επικράτησε σε μια εκλογική αναμέτρηση κατά την οποία σχεδόν τέσσερις στους δέκα Ιταλούς έμειναν στο σπίτι τους την ημέρα της ψηφοφορίας, με τη συμμετοχή να μειώνεται σχεδόν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Στη Γαλλία, ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν σημειώνει εδώ και καιρό τα καλύτερα ποσοστά του σε περιοχές της χώρας με τα υψηλότερα ποσοστά αποχής. Στην Πολωνία, η οικογένεια Καζίνσκι που βρίσκεται πίσω από το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη κυβέρνησε μια χώρα στην οποία λιγότερο από το 1% των πολιτών είναι μέλη κάποιου πολιτικού κόμματος.
Αναφερόμενος στην περίπτωση της Ιταλίας, ο Ντέιβιντ Μπρόντερ υποστηρίζει ότι «η πρόσφατη προέλαση ενός ακροδεξιού κόμματος στη χώρα που γεννήθηκε ο φασισμός ευνοεί βεβαίως τις συμβολικές αντιστοιχίσεις», αλλά αυτό «δεν σημαίνει ότι οι επίγονοι του Μουσολίνι απλώς αναβιώνουν το παρελθόν στη σημερινή εποχή, ούτε επίσης ότι τα φασιστικά στοιχεία της κουλτούρας τους προέρχονται αποκλειστικά από την Ιταλία του μεσοπολέμου».
Τα στοιχεία δείχνουν τον απολύτως σύγχρονο χαρακτήρα του ακροδεξιού κύματος στην Ευρώπη - απότοκο ενός νέου δικτυωμένου ριζοσπαστισμού, και όχι την επιστροφή στη στρατευμένη μαχητικότητα των Φράικορπς[3] ή στον μιλιταρισμό των μπουλανζιστών[4]. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι υποσχέθηκαν να δημιουργήσουν αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως αυτές που είχαν από καιρό αποκτήσει οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ανταγωνιστές τους. Η φιλοδοξία τους ήταν να γκρεμίσουν τα σύνορα, όχι να τα ενισχύσουν. Αντίθετα, η σημερινή Ακροδεξιά επιδιώκει να θωρακίσει τον Παλιό Κόσμο από τον υπόλοιπο πλανήτη, αποδεχόμενη το γεγονός ότι στον 21ο αιώνα η Γηραιά Ήπειρος δεν θα έχει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο, και πως το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει είναι να προστατευτεί από τις μετα-αποικιακές ορδές.
Πώς μας βοηθούν όλα αυτά στην ανατομία του φαινομένου της πιθανής μεταστροφής της εργατικής τάξης; Τόσο οι μιμητές όσο και οι αρνητές του αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα - οι πρώτοι επιδιώκουν να μιμηθούν την επιτυχία της Ακροδεξιάς σε τμήματα της εργατικής τάξης, ενώ οι δεύτεροι παύουν να ασχολούνται με το θέμα. Η θέση της μεταστροφής έχει κάποια εμπειρική βάση, αλλά είναι περισσότερο μια κανονιστική δέσμευση παρά μια νηφάλια επιστημονική ανάλυση. Σε σχέση με την υποστήριξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), και γενικότερα της Ακροδεξιάς στον δυτικό κόσμο, αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι βασίζεται στην αποστράτευση και όχι στην επαναδραστηριοποίηση: οι περισσότεροι ψηφοφόροι που ανήκουν στην εργατική τάξη απομακρύνονται από την πολιτική, με μόνο κάποιους από αυτούς να μετακινούνται στην Ακροδεξιά, αλλά παρ’ όλα αυτά, η εν λόγω δεύτερη μικρή ομάδα των αποστατών θεωρείται ότι εκπροσωπεί το σύνολο της αποστρατευμένης τάξης.
Είναι λάθος η αποστράτευση να συγχέεται με την εκ νέου στράτευση. Είναι αλήθεια ότι οι ψηφοφόροι που ανήκουν στην εργατική τάξη πειραματίζονται με νέα κόμματα, αλλά η βασική τους αντίδραση στη νέα κατάσταση είναι ένα μείγμα απάθειας και απόσυρσης, όχι εξεγερτικής αποστασίας. Ακόμη και οι ψηφοφόροι που μετακινούνται προς τα δεξιά, δίνοντας έτσι τροφή στην ψευδαίσθηση μιας γενικής μεταστροφής, έχουν συνήθως πολύ ασθενέστερους δεσμούς με αυτά τα νέα ακροδεξιά κόμματα από εκείνους που είχαν με τα προηγούμενα αριστερά σχήματα. Ακόμη και οι ψηφοφόροι που μετακινούνται προς τα δεξιά, δίνοντας έτσι τροφή στην οπτική ψευδαίσθηση μιας γενικής αλλαγής, έχουν συνήθως πολύ ασθενέστερους δεσμούς με αυτά τα νέα ακροδεξιά κόμματα από εκείνους που είχαν με τα προηγούμενα αριστερά σχήματα (ένα μοτίβο σαφώς ορατό στη Βόρεια Γαλλία, όπου η Λεπέν έχει καταλάβει πρώην κομμουνιστικά προπύργια, καθώς και στην Ανατολική Γερμανία). Σήμερα, η ψήφος στην Ακροδεξιά είναι μια κρυφή, ιδιωτική, ατομική υπόθεση, όχι μια ρητή δέσμευση, μια στάση περισσότερο παθητικο-επιθετική παρά ενεργητική, περισσότερο άτυπη παρά τυπική.
Ο Ντιντιέ Εριμπόν αναφέρει στις αναμνήσεις του για τους πρώην κομμουνιστές γονείς του ότι η μετατόπιση του πατέρα του στην Ακροδεξιά χρειάστηκε να εκφραστεί με ένα διαφορετικό τρόπο από τον κομμουνιστικό τρόπο ζωής του στο παρελθόν. «Σε αντίθεση με την κομμουνιστική ψήφο, μια ψήφο που μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ανοιχτά και να διατρανώσει δημόσια», η νέα ψήφος του πατέρα του «φαίνεται ότι ήταν κάτι που έπρεπε να κρατήσει μυστικό, ακόμη και να το αρνηθεί στο ενδεχόμενο κριτικής από κάποιον τρίτο». Σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, «ψηφίζοντας το Εθνικό Μέτωπο, τα άτομα παραμένουν άτομα και η άποψη που διατυπώνουν είναι απλώς το άθροισμα των αυθόρμητων προκαταλήψεών τους», μια πράξη που πραγματοποιείται στο άβατο της κάλπης.
Διαστάσεις της αντίδρασης
Συνεπώς, μπορούμε να αμφισβητήσουμε τους δύο πυλώνες στους οποίους βασίζεται η θέση της μεταστροφής: τόσο την παρουσίαση της νέας Ακροδεξιάς ως δήθεν αυθεντικής έκφρασης των συμφερόντων της εργατικής τάξης, την οποία εγκατέλειψε μια υπερπροοδευτική Αριστερά, όσο και την απεικόνισή της ως ένα αποκλειστικά μεσοαστικό και ελιτίστικο μόρφωμα που απλώς προσομοιώνει την προλεταριακή της βάση. Παρομοίως, ένας μέσος δρόμος μεταξύ οικονομισμού και κουλτουραλισμού εμποδίζει την αναγωγή του ακροδεξιού κύματος σε προλεταριακή εξέγερση ή τον ισχυρισμό ότι οι ψηφοφόροι της έχουν κατά κάποιον τρόπο ψευδαισθήσεις για το γεγονός της κοινωνικοοικονομικής παρακμής.
Άρα, η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν είναι μια διαστρεβλωμένη έκφραση «υλικών συμφερόντων». Όμως, αυτό το συμπέρασμα δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μια μορφή υπερδομισμού που αποκρύπτει τις οικονομικές αιτίες της σημερινής κρίσης. Ενώ η οπτική του Κορς μπορεί να διολισθήσει σε έναν οκνηρό απολογητισμό, υπάρχει επίσης ένα είδος αντι-οικονομισμού που κινδυνεύει να συσκοτίσει το κοινωνικό πεδίο και ως εκ τούτου να οδηγήσει σε παραίτηση από την προοπτική αλλαγής του. Για να κατανοήσουμε το εύφλεκτο περιβάλλον στο οποίο έχει στοχεύσει η πυρομανής Ακροδεξιά της Ευρώπης, χρειαζόμαστε λιγότερη ψυχολογία των μαζών και περισσότερη πολιτική οικονομία. Εν προκειμένω, η νέα Δεξιά είναι, στον πυρήνα της, μια προσπάθεια ρητορικής διαχείρισης και περιορισμού της αντίφασης που βρίσκεται στην καρδιά της ευρωπαϊκής χρηματιστικοποίησης: μια οικονομία που εξαρτάται από τη φτηνή εργασία για τους πενιχρούς ρυθμούς ανάπτυξής της, ανίκανη να επιτύχει μια αξιόλογη παραγωγικότητα, με έναν πληθυσμό που απαιτεί όλο και περισσότερο από το κράτος να ασκήσει κάποιου είδους συστημική παρέμβαση.
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που παραγνωρίζεται είναι ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικοί παράγοντες στηρίζουν το ιδιαίτερα σχιζοειδές καθεστώς των μεταναστών στην ευρωπαϊκή δημόσια ζωή. Κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 1980, στον απόηχο της μερικής αποβιομηχάνισης, η προσφορά φτηνού ξένου εργατικού δυναμικού ήταν απαραίτητη, προκειμένου η ευρωπαϊκή βιομηχανία να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της σε μια όλο και πιο εχθρική παγκόσμια αγορά. Παρ' όλο τον ρητορικό τους στόμφο, τα συντηρητικά κόμματα έκαναν ελάχιστα πράγματα για να αλλάξουν αυτό το εύθραυστο μοντέλο ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών. Για παράδειγμα, τα τελευταία δέκα χρόνια το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα δεν μείωσε τα ποσοστά μετανάστευσης, ούτε διατύπωσε έστω και ένα πιο ήπιο ισοδύναμο της επαναφοράς της παραγωγής και της μεταποίησης στην ίδια τη χώρα (reshoring) του Μπάιντεν, με αποτέλεσμα η οργή να σαρώνει όλο και περισσότερο την εκλογική βάση του.
Εν τω μεταξύ, η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξάνεται τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, με μια υφέρπουσα αίσθηση στα κατώτερα στρώματα της αγοράς εργασίας ότι μετανάστευση, ακόμη κι αν δεν είναι η αιτία των χαμηλών μισθών, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος χαμηλών μισθών στο οποίο είναι προσηλωμένη η βρετανική πολιτική ελίτ. Αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι η έκρηξη αυτής της δυσαρέσκειας, στη Βρετανία και αλλού, με την «υπερπολιτική» της μορφή η οποία κυριαρχεί στη δεκαετία του 2020: κινητοποιήσεις χωρίς την ύπαρξη μιας σταθερής οργανωτικής δομής, βραχύβιος αυθορμητισμός χωρίς την οικοδόμηση ισχυρών θεσμών αντίστασης. Με τη νέα στρατιά των επιδραστικών παραγόντων (influencers) της Ακροδεξιάς, αυτά τα «σημεία πυροδότησης» (“trigger points”), όπως τα αποκαλούν ο Στέφεν Μάου και η ερευνητική του ομάδα, μπορούν εύκολα να ενεργοποιηθούν.
Είναι προφανές ότι η άνοδος της εγχώριας ξενοφοβίας έχει και μια διεθνή διάσταση. Προκαλεί, αλήθεια, έκπληξη ότι τα κράτη που αυτοσυστήνονται ως τα μαντρόσκυλα ενός παρακμάζοντος αυτοκρατορικού ηγεμόνα και υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Μέση Ανατολή, θα έβλεπαν αυτή την επιθετικότητα να επαναλαμβάνεται στο εσωτερικό τους; Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Γερμανία, με την κανονικοποίηση και την σταθερή υπεράσπιση των συνεχιζόμενων εγκλημάτων πολέμου στην Παλαιστίνη, έχουν ενισχύσει σημαντικά όσους θέλουν να ασκήσουν βία κατά των μουσουλμάνων στις χώρες τους.
Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες εκδοχές του αντισημιτισμού, το αντι-ισλαμικό συναίσθημα δεν έχει συνήθως ως στόχο κάποια υποτιθέμενη ισλαμική πρόθεση παγκόσμιας παντοδυναμίας. Παρουσιάζει τους μουσουλμάνου ως εξαιρετικά διφορούμενες φιγούρες. Στον κόσμο μηδενικού αθροίσματος του ύστερου καπιταλισμού η ικανότητά τους να διατηρούν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινοτικής συνοχής θεωρείται ότι τους προετοιμάζει καλύτερα για τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Το αντι-ισλαμικό συναίσθημα είναι φόβος για κάποιον που εξαρτάται και αυτός από την αγορά, ο οποίος όμως θεωρείται πιο αποτελεσματικός στη θωράκιση απέναντι στην επέλασή της. Ταυτόχρονα, υπάρχει η άποψη ότι οι μουσουλμάνοι, παρ’ ό,τι ανήκουν στις υποτελείς τάξεις, ευθύνονται για την αποστέρηση που έχει επιφέρει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στον κόσμο της μεταπολεμικής σταθερότητας: ως κάποιοι που δεν μένουν στον τόπο τους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Σέιμουρ, προκαλούν «τη διάβρωση των συνόρων και των ορίων».
Πίσω από την άνοδο της ευρωπαϊκής Δεξιάς εξακολουθεί να κρύβεται ένα σύμπαν δυστυχίας, το οποίο η Αριστερά έχει ιστορικό καθήκον να ανατρέψει.
Να ξεπεράσουμε τα εμπόδια
Το 1913, ο Λένιν διατύπωσε την αμφιλεγόμενη θέση ότι πίσω από τις Μαύρες Εκατονταρχίες, την αντιδραστική μοναρχική δύναμη που κληροδότησε στον κόσμο την έννοια του «πογκρόμ», θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια «ανίδεη αγροτική δημοκρατία, μια δημοκρατία του πιο άξεστου τύπου, αλλά ταυτόχρονα πολύ βαθιά ριζωμένη». Κατά την άποψή του, οι ρώσοι γαιοκτήμονες επιχείρησαν να «απευθυνθούν στις πιο βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις του πιο καθυστερημένου αγρότη» και να « εκμεταλλευτούν την άγνοιά του». Διευκρίνισε, όμως, ότι «αυτό το παιχνίδι ενέχει κινδύνους για όσους το επιλέγουν», και « κατά καιρούς, το φρόνημα των αγροτών που βασίζεται στην πραγματικότητα της ζωής τους, η αγροτική δημοκρατία, ξεπερνάει τα εμπόδια που θέτουν η σαπίλα και τα κλισέ των Μαύρων Εκατονταρχιών»[5].
Δεν υπάρχει κανένας απωθημένος χειραφετητικός πυρήνας στο ακροδεξιό κύμα της Ευρώπης, καμιά «ορμή» που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί. Με αυτή την έννοια, το είδος της απεγνωσμένης ελπίδας που ο Κορς έβλεπε στο blitzkrieg πρέπει να απορριφθεί. Όμως, πίσω από την άνοδο της ευρωπαϊκής Δεξιάς εξακολουθεί να κρύβεται ένα σύμπαν δυστυχίας, η εξαφάνιση του οποίου είναι ιστορικό καθήκον της Αριστεράς - και μερικές φορές, όπως επισήμανε ο Λένιν, το φρόνημα του μεταβιομηχανικού αγρότη ξεπερνάει τα εμπόδια που θέτουν η «σαπίλα και τα κλισέ».
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι αξιόπιστες στρατηγικές για να συμβεί αυτό είναι ελάχιστες και συχνά περισσότερο παρηγορητικές παρά εναντιωματικές. Οι μαχητικές πορείες κατά της Ακροδεξιάς που πραγματοποιούνται, κάθε μήνα, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, μπορούν να συμβάλλουν θετικά στη διαμόρφωση μιας πολιτικής γραμμή, και αποτελούν το ελάχιστο προαπαιτούμενο οποιασδήποτε πολιτικής που θα μπορούσε να σταματήσει την Ακροδεξιά. Είναι, όμως, ανεπαρκείς για να καλύψουν το βαθύ κοινωνικό κενό που εκμεταλλεύεται η νέα Ακροδεξιά της Ευρώπης.
Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. ΣτΕ: Η οικολογική πλάνη είναι ένα τυπικό σφάλμα στην ερμηνεία των στατιστικών δεδομένων, το οποίο συμβαίνει όταν συμπεράσματα για τη φύση των ατόμων προκύπτουν από συμπεράσματα για την ομάδα στην οποία ανήκουν τα εν λόγω άτομα.
2. ΣτΕ: Η Μεγάλη Αντικατάσταση είναι μια ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας των λευκών εθνικιστών, την οποία υποστήριζε ο γάλλος συγγραφέας Ρενό Καμύ. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι λευκοί πληθυσμοί της Γαλλίας και όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με τη συνενοχή ή τη συνεργασία των ελίτ, αντικαθίστανται δημογραφικά και πολιτισμικά από μη λευκούς μετανάστες που έρχονται από χώρες με μουσουλμανικό θρήσκευμα, οι οποίοι σε αντίθεση με τους λευκούς έχουν υψηλό δείκτη γεννητικότητας. Παρόμοια επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί και σε άλλες χώρες, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
3. ΣτΕ: Τα Φράικορπς (Freikorps) ήταν παραστρατιωτικές οργανώσεις που, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, είχαν στόχο την καταπολέμηση της Αριστεράς, με τη διάπραξη επιθέσεων και δολοφονιών.
4. ΣτΕ: Οι μπουλανζιστές ήταν οπαδοί των επιθετικών, εθνικιστικών και αντιγερμανικών θέσεων του γάλλου στρατηγού Ζωρζ Μπουλανζέ, ο οποίος ανήκε στους στρατιωτικούς ηγέτες που κατέστειλαν την Παρισινή Κομμούνα.
5. ΣτΕ: βλ. V.I. Lenin, “The Black Hundreds” [www.marxists.org/archive/lenin/works/1913/sep/26.htm]