«Καμία άλλη γη»
Το καλοκαίρι του 2019, στην περιοχή Μασάφερ Γιάτα στη Δυτική Όχθη, ο ισραηλινός στρατός αποφασίζει να δημιουργήσει μια στρατιωτική ζώνη. Εντελώς αυθαίρετα και χωρίς καμία ενημέρωση ξεκινά η επιχείρηση εκδίωξης των Παλαιστινίων που κατοικούν στα χωριά της Μασάφερ Γιάτα. Ο παλαιστίνιος ακτιβιστής Μπάζελ Άντρα, επί πέντε χρόνια χρησιμοποιώντας μια μικρή φορητή κάμερα ή κινητό τηλέφωνο αρχίζει να κινηματογραφεί την επιχείρηση του στρατού και τις δυναμικές αλλά ειρηνικές αντιδράσεις των κατοίκων. Αρωγός στην προσπάθεια του Μπάζελ γίνεται ένας ισραηλινός δημοσιογράφος και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο Γιουβάλ Άμπραχαμ. Οι δυο τους προσπαθούν να αναδείξουν τα γεγονότα και να ενημερώσουν την κοινή γνώμη για το έγκλημα που συντελείται. Γκρεμίζονται σπίτια και σχολεία, τσιμεντώνονται πηγάδια, πυροβολούνται άνθρωποι. Τα όσα συνέβησαν μέσα στην πενταετία κινηματογραφήθηκαν από τον Μπάζελ και τον Γιουβάλ μέσα από την καθημερινότητα της οικογένειας και των κοντινών ανθρώπων του νεαρού παλαιστίνιου ακτιβιστή. Μια καθημερινότητα που ισορροπεί επάνω σε τεντωμένο σχοινί καθώς δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο κάτι που απαγορεύει να κάνεις σχέδια, να κάνεις όνειρα.
«Καμία άλλη γη» (No other land) είναι η ταινία που προέκυψε από τα γυρίσματα και που το υπογράφουν εκτός από τους Μπάζελ Άντρα και Γιουβάλ Άμπραχαμ, οι Χαμντάμ Μπαλάλ και Ρέιτσελ Σορ. Ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που ξεπερνά τα όρια της κριτικής. Γιατί αν πω ότι τα γυρίσματα είναι ερασιτεχνικά, τα πλάνα είναι κουνημένα και άτεχνα θα είμαι αμετροεπής, προσβλητικός και απάνθρωπος. Γιατί εδώ η πραγματικότητα κονιορτοποιεί την έννοια της κριτικής, την ξεπερνά. Το ντοκουμέντο που βλέπουμε είναι η ίδια η ζωή, ο καθημερινός πόνος, η βία κι ο θάνατος. Εν προκειμένω δεν δικαιούμαι να κρίνω το έργο κάποιων βάζοντας «καλλιτεχνικά» κριτήρια. Κάποιων που αγωνίζονται για το δικαίωμα να έχουν πατρίδα, όχι με την έννοια των εθνικών συνόρων, αλλά με την έννοια του χώρου που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Στην περίπτωση, λοιπόν, του ντοκιμαντέρ «Καμία άλλη γη» οφείλουμε να το δούμε και να διδαχτούμε. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα άμεσου πολιτικού ακτιβισμού, για μια κραυγή συμπυκνωμένη σε μιάμιση ώρα. Για ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο που αναδεικνύει την αγριότητα του ισραηλινού κράτους, το έγκλημα διαρκείας απέναντι στον παλαιστινιακό λαό.
Οι σκηνοθέτες τελειώνουν με την αρχή του πολέμου, με την ανόητη και εγκληματική επίθεση της Χαμάς, που έδωσε αφορμή στον Μπέντζαμιν Νεντανιάχου να κηρύξει τον πόλεμο που μέχρι στιγμής έχει αφήσει πίσω του περίπου 43.000 νεκρούς και 98.000 τραυματίες άμαχους Παλαιστίνιους.
Ιρλανδέζικη ψυχή
«Kneecap: Ράπερ αγωνιστές»
«Κάθε λέξη που λέγεται στα ιρλανδικά είναι μια σφαίρα υπέρ της ιρλανδικής ελευθερίας». Αυτά τα λόγια που ξεστομίζει ένας αγωνιστής της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν το απόσταγμα της ταινίας «Kneecap: Ράπερ αγωνιστές» (Kneecap) του Ριτς Πέπιατ που κέρδισε το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Σάντανς.
Το Μπέλφαστ, πρωτεύουσα της Βόρειας Ιρλανδίας, επί πολλά χρόνια υπήρξε πεδίο σκληρής και αιματηρής αντιπαράθεσης μεταξύ των Ιρλανδών και των Βρετανών. Για 30 περίπου χρόνια -από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως το 1998 που υπογράφτηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής- διήρκησε η εποχή των Ταραχών (troubles) όπως ονομάστηκε. Όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και μέχρι το 2022 (!) τα ιρλανδικά δεν ήταν αναγνωρισμένη γλώσσα στη Βόρεια Ιρλανδία, κάτι που επιτεύχθηκε μετά από δεκαετίες αγώνων.
Δυο νεαροί κολλητοί φίλοι που μεγάλωσαν μαζί, ζουν μέσα σε ένα παρακμιακό κοινωνικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν τα ναρκωτικά. Μισούν το βρετανικό κράτος και ό,τι το εκφράζει και αναζητούν διέξοδο μέσα από τη μουσική ραπ για να εξωτερικεύσουν τις ανησυχίες τους. Όταν συναντούν έναν καθηγητή που τους καταλαβαίνει, «σκαρώνουν» ένα γκρουπάκι και αρχίζουν να τραγουδούν ραπ με ιρλανδικό στίχο. Κι όλα αυτά μέσα στο ταραγμένο κλίμα εκείνης της εποχής. Σύντομα οι Επιγονατίδες (Kneecap) θα γίνουν σύμβολο του αγώνα για δικαιώματα, ελευθερία και εναντίον του κατεστημένου.
Ο Ριτς Πέπιατ σκηνοθετεί με στιβαρότητα και μπρίο μια δυνατή πολιτική ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και διαθέτει πολλά στοιχεία δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Άλλωστε πρωταγωνιστούν τα ίδια τα μέλη του γκρουπ που δεν είχαν καμία εμπειρία ως ηθοποιοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μπάντα αρνήθηκε να διανεμηθεί η ταινία στο Ισραήλ, εξαιτίας της πολιτικής που ασκεί η χώρα εις βάρος των Παλαιστινίων.
Οι λ… λ… λέξεις
Ο Τακούνια είναι ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο αγόρι που ζει σε μια μικρή πόλη στην Ιαπωνία. Η συστολή του, σε ένα βαθμό, οφείλεται και στη δυσκολία που έχει στην ομιλία καθώς τραυλίζει. Παρόλα αυτά συμμετέχει στις σχολικές ομάδες μπέιζμπολ και χόκεϊ στον πάγο. Μια μέρα καθώς έχει τελειώσει την προπόνησή του παρακολουθεί γοητευμένος την Σακούρα, ένα κορίτσι που προπονείται στο καλλιτεχνικό πατινάζ. Αποφασίζει, λοιπόν, να αλλάξει άθλημα και προσπαθεί μόνος του να μιμηθεί τις φιγούρες του πατινάζ. Όμως τον βλέπει ο προπονητής κι αποφασίζει να τον βάλει να προπονηθεί μαζί με την Σακούρα και να πάρουν μέρος σε αγώνες ως ζευγάρι. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, όταν το κορίτσι αντιλαμβάνεται ότι ο προπονητής τους είναι διαφορετικός. Από εκείνη τη στιγμή όλα θα αλλάξουν.
Ο 28χρονος Χιρόσι Οκουγιάμα σκηνοθετεί την ταινία «Η ηλιαχτίδα μου» (Boku no ohisama), μια χαμηλών τόνων τρυφερή ταινία που έχει ως θέμα την αποδοχή και την ένταξη. Η μινιμαλιστική σκηνοθεσία και η χρήση του λόγου στο ελάχιστο δυνατό δίνουν τη δυνατότητα στην εικόνα να μιλήσει. Και ιδίως στα πρόσωπα, τα σώματα και τις κινήσεις των χαρακτήρων που εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους. Συναισθήματα απόρριψης και μοναξιάς που προκύπτουν είτε εξαιτίας μιας μικρής αναπηρίας είτε εξαιτίας μια διαφορετικής ερωτικής επιλογής. Εν προκειμένω η απόρριψη έρχεται με μια υπόκωφη, υπόγεια, υποδόρια βία.
Η ταινία τελειώνει με τον Τακούνια να συναντά την Σακούρα, να προσπαθεί να της μιλήσει αλλά τα λόγια να μη βγαίνουν από το στόμα του. Κι ακολουθεί το τραγούδι των τίτλων του τέλους που κάπου λέει:
«Κάθε φορά που προσπαθώ να πω κάτι σημαντικό οι λ… λ… λέξεις, μου κολλάνε στο λαιμό».