Συζήτηση με την πολιτική επιστήμονα, Κατερίνα Λαμπρινού,
και τον δημοσιογράφο στην Αυγή/Κόκκινο, Άγγελο Τσέκερη
Μορφή χιονοστιβάδας έχουν λάβει οι εξελίξεις της διαμάχης που έχει ξεσπάσει στον ΣΥΡΙΖΑ, με τα πυρά να εντείνονται πριν το μεγάλο φινάλε. Το περασμένο Σάββατο η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, μετά και το πρωτοφανές εξώδικο του Σ. Κασσελάκη, παρά την ανάκλησή του, αποφάσισε τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του. Η πλευρά Κασσελάκη κάνει λόγο για αντιδημοκρατικές διαδικασίες και αποφάσεις που δεν προβλέπονται βάσει του καταστατικού, δίνοντας ραντεβού για ανατροπή τους στο συνέδριο. Αν, πότε και πώς θα γίνει αυτό, όμως, παραμένει με ερωτηματικό, με την Πολιτική Γραμματεία της Πέμπτης να αναφέρει στην απόφασή της μόνο πως όσον αφορά «στην πορεία του κόμματος προς το Συνέδριο: Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα προχωρήσει συντεταγμένα, με συλλογικότητα, πιστή τήρηση του Καταστατικού και των αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων». Στο στόχαστρο έχει μπει και η δημιουργία ψηφιακής πλατφόρμας από τον Σ. Κασσελάκη, κατηγορώντας τον για παραποίηση του λογότυπου του κόμματος και δημιουργία κόμματος μέσα στο κόμμα. Η πλευρά Πολάκη, από την άλλη, έριξε τα πυρά της και προς τη μεριά των «87» και προς του Σ. Κασσελάκη, καταλογίζοντας στους μεν πως με τους τακτικισμούς τους τον εμφανίζουν σαν «πληγωμένο πρίγκιπα» αντί να τον νικήσουν στην κάλπη, στον δε, μεταξύ άλλων, «αδολφοχιλτερισμό» για την αναφορά του σε αμεσοδημοκρατική συμμετοχή. Την ίδια ώρα, οι βουλευτές Α. Αυλωνίτης και Π. Παππάς προανήγγειλαν αποχωρήσεις βουλευτών αν αποκλειστεί ο Κασσελάκης από τις εσωκομματικές εκλογές, ενώ στην ΟΜ Καλλιθέας σημειώθηκαν προπηλακισμοί μεταξύ μελών των αντίπαλων πλευρών, προϊδεάζοντας για το τι μπορεί να επικρατήσει το επόμενο διάστημα. Για όλα αυτά συζητούν η Κατερίνα Λαμπρινού, πολιτική επιστήμονας, και ο Άγγελος Τσέκερης, δημοσιογράφος στην Αυγή/Κόκκινο −και οι δύο μελετητές και συγγραφείς βιβλίων της ιστορίας της Αριστεράς− ανοίγοντας το κάδρο και αναλύοντας, μεταξύ άλλων, πώς έφτασε εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ, τη σημασία του οργανωτικού μοντέλου των κομμάτων και τα κοινωνικά αιτήματα στα οποία δεν μπόρεσε να απαντήσει το κόμμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εδώ και ένα χρόνο σε μια εκρηκτική κατάσταση, με τη σύγκρουση τώρα να μεταφέρεται μεταξύ του Σ. Κασσελάκη και στελεχών που το προηγούμενο διάστημα, λίγο-πολύ, τον είχαν υποστηρίξει. Γιατί συμβαίνει αυτό, κατά τη γνώμη σας;
Άγγελος Τσέκερης: Ο Κασσελάκης και η εκλογή του είναι το φαινόμενο, δεν είναι το αίτιο της κρίσης. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μίας κατάστασης που είχε δύο συντελεστές: Πρώτον, την ιστορία της ανοιχτής εκλογής προέδρου, με όποιον γράφεται πάνω από την κάλπη, να έχει δικαίωμα να ψηφίσει για πρόεδρο. Δεύτερον, το κλίμα διάσπασης που υπήρχε άτυπα από το 2019, όπου απ’ τη μία πλευρά ήταν οι αριστεροί που «υπονομεύαν τον πρόεδρο, την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα μεγάλο κόμμα» κτλ κτλ, και από την άλλη οι «διώξτε τα βαρίδια», που ήρθαν στις εκλογές να τιμωρήσουν όσους είχαν «στεναχωρήσει τον Τσίπρα». Το αποτέλεσμα ήταν η εκλογή ενός ανθρώπου που ούτε μέλος του κόμματος ήταν, ούτε κάποιος τυχαίος όμως, καθώς φάνηκε ότι είχε δική του ατζέντα να πάρει το κόμμα, βασιζόμενος στο αίσθημα μίσους και εχθροπάθειας που προϋπήρχε. Όταν, λοιπόν, έφτασε στο σημείο να πει πως θα πάει σε καταστατικό συνέδριο, όπου θα συντελούνταν μη αναστρέψιμες διαδικασίες, θα διόριζε όργανα, θα καταργούσε τις οργανώσεις κτλ, τότε κάποιοι υποστηρικτές του αποφάσισαν να του κόψουν τον δρόμο, καθώς μετά θα ήταν αμετακίνητος ηγεμόνας.
Κατερίνα Λαμπρινού: Ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι βρίσκεται έναν χρόνο τώρα σε μόνιμη κρίση. Γιατί όμως; Υπάρχει κάποια ιδεολογικής φύσης σύγκρουση; Δεν έχει φανεί κάτι τέτοιο. Καμία υποψηφιότητα για την προεδρία, για παράδειγμα, δεν αμφισβητεί τη βασική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να κοιτάζει στο Κέντρο. Συμφωνώ ότι το πρόβλημα οξύνθηκε όταν ο Κασσελάκης παρουσίασε ένα οργανόγραμμα κόμματος που ουσιαστικά αλλάζει τους όρους του δημοκρατικού παιχνιδιού. Πώς αντιδράς απέναντι σε κάποιον που αλλάζει τους όρους; Ενδεχομένως με το να οχυρωθείς πίσω από άρθρα καταστατικού, όπως κάνει τώρα η πλευρά των «87». Έχουμε εδώ, όμως, μια τυπική περίπτωση ετερογονίας σκοπών και μέσων. Υπάρχουν, δηλαδή, άνθρωποι στον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι υπερασπίζονται τη δημοκρατία στο κόμμα τους, αλλά δεν πείθουν κανένα ότι αυτό κάνουν, ίσα-ίσα υπάρχει μια γενικευμένη αίσθηση ότι κάνουν ακριβώς το αντίθετο.
Ο Κασσελάκης, όμως, είχε δώσει από την πρώτη μέρα δείγματα γραφής για το τι σκόπευε να κάνει, γιατί επιλέχθηκε αυτή η στάση τώρα και όχι εξαρχής; Αν ήταν άλλο το εκλογικό αποτέλεσμα, θα είχε έρθει και πάλι αυτή η σύγκρουση;
Α. Τσ.: Νομίζω κάποιοι στην αρχή επένδυσαν πολύ στον Κασσελάκη, πιστεύοντας πως θα έφερνε μια άνοδο του κόμματος και άρα θα δημιουργούταν και καινούργιος χώρος για ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών (περισσότερες θέσεις βουλευτών, ευρωβουλευτών κτλ). Με τις ευρωεκλογές και την πτώση των ποσοστών κάποιοι εξ αυτών μεταφέρθηκαν στο πεδίο της γκρίνιας. Συνέβαλε, βέβαια, και η σύγκρουση του Κασσελάκη με τον Τσίπρα, όπως και το μέτωπο που άνοιξε με τον ταμία του κόμματος, μιλώντας για μαύρα ταμεία και προσβάλλοντας πολλούς ανθρώπους. Υπάρχει και ο παράγοντας του Πολάκη, στον οποίο στηριζόταν εν πολλοίς ο Κασσελάκης και όταν έχασε αυτή την υποστήριξη, το κλίμα και ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε. Βασικό στοιχείο, όμως, στο γιατί τώρα, επιμένω ότι είναι το ζήτημα του καταστατικού συνεδρίου. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά δείχνουν πως ο Κασσελάκης ήταν πολιτικά άσχετος με τη διαχείριση ενός κόμματος. Υποτίμησε πολύ το κόμμα ως λειτουργία και υπερτίμησε τον φανατισμό και την εχθροπάθεια από κάτω, με αποτέλεσμα να στρέψει το κόμμα εναντίον του. Βέβαια, ο αποκλεισμός τώρα του Κασσελάκη γίνεται, γιατί γνωρίζουν ότι αν κατέβει, θα βγει.
Κ. Λ.: Το μόνο που θέλω να προσθέσω είναι ότι υπάρχει μια βασική παράμετρος στην εκλογή Κασσελάκη. Ένα κριτήριο που ο ίδιος έθεσε για τον εαυτό του: ότι αυτός μόνο μπορεί να αναστρέψει τα πτωτικά ποσοστά και να νικήσει τον Μητσοτάκη. Σε αυτό κρίθηκε εκ των πραγμάτων και απέτυχε. Έχασε, έτσι, τη νομιμοποίηση που διέθετε από όσους τον ψήφισαν.
Όπως είπατε πριν, η σύγκρουση δεν φαίνεται να έχει πολιτικά επίδικα. Υπάρχουν οργανωτικά, ένας ευρύτερος αναστοχασμός για τη λειτουργία του κόμματος πέραν του προσώπου Κασσελάκη; Η ερώτηση γίνεται, γιατί δεν φαίνεται να έχει αμφισβητηθεί μέχρι τώρα η διαδικασία που τον ανέδειξε, ενώ και η υποψηφιότητα του Γκλέτσου, για παράδειγμα, που παρουσιάζει κάποια κοινά στοιχεία με αυτή του Κασσελάκη, δεν τυγχάνει των ίδιων αντανακλαστικών.
Κ. Λ.: Το ζήτημα της διαδικασίας εκλογής το βλέπω κάπως διαφορετικά από τον Άγγελο. Δεν θεωρώ πως το πρόβλημα είναι η ανοιχτή διαδικασία εκλογής προέδρου και ας μην συνάδει με την παράδοση των αριστερών κομμάτων, που έχουν συνηθίσει μια δομή δημοκρατικού συγκεντρωτισμού σε διάφορες παραλλαγές. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι από το 2012, που ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε ανοδική πορεία, υπήρχε ένα αίτημα επαφής με την κοινωνία, ένταξης και μαζικοποίησης, που δεν καλύφθηκε ποτέ. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα κλειστό κόμμα. Αυτό δεν είναι επιλογή της ηγεσίας και των ανώτερων στελεχών, αλλά αφορά κυρίως τα μεσαία στελέχη και τις ίδιες τις οργανώσεις, ίσως και τοπικούς πολιτευτές. Έτσι, φτιάχτηκε ένα αντανακλαστικό που εκδηλώθηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στην εκλογή προέδρου, μια μνησίκακη αίσθηση πως «μας θέλετε για τα κουκιά, αλλά δεν μας αφήνετε να συνδιαμορφώσουμε τις αποφάσεις». Η αποτυχία, δηλαδή, του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα πραγματικά ανοιχτό-συμμετοχικό κόμμα είναι αυτή που έφερε τη νίκη του Κασσελάκη, όχι ο τρόπος εκλογής.
Α. Τσ.: Συμφωνώ πως μπορείς να έχεις εκλογή από τη βάση και να μην γίνει αυτός ο σκοτωμός που είδαμε, όπως συμβαίνει και σε άλλα κόμματα που έχουν αυτή τη διαδικασία, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν και κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, πχ στη ΝΔ ο υποψήφιος πρόεδρος πρέπει να έχει 2 θητείες ως βουλευτής. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει καμία. Το πρόβλημα με την ανοιχτή εκλογή είναι ότι δημιουργεί έναν άνθρωπο με απόλυτες εξουσίες, που μιλά δήθεν «εκ μέρους» της βάσης, διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία και την ισηγορία μέσα στα όργανα. Αυτή η διαδικασία συσπειρώνει μια βάση γύρω από τον εκάστοτε πρόεδρο σε μεσαιωνικού τύπου σχέση: ο βασιλιάς και οι χωρικοί εναντίον των φεουδαρχών που έβαζαν τους φόρους. Μου κάνει εντύπωση γιατί επιμένουν σ’ αυτή τη διαδικασία. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι αδυνατεί να αξιολογήσει τον εαυτό του και να αλλάξει, προσπαθεί με τα ίδια εργαλεία να βγάλει άλλο αποτέλεσμα. Έτσι μπορεί να αποκλείσει τώρα τον Κασσελάκη, αλλά κινδυνεύει σε άλλα μέτωπα. Ο Γκλέτσος πιθανά δεν μπορεί να κάνει τους ελιγμούς του Κασσελάκη, αλλά το κόμμα παραμένει και πάλι ευάλωτο να αλωθεί από οποιοδήποτε αουτσάιντερ μπορέσει να κινητοποιήσει κόσμο από οπουδήποτε για τις εκλογές.
Κ. Λ.: Κατανοώ ότι το οργανωτικό είναι σημαντικό και ιδεολογικός τόπος για την Αριστερά, αλλά θα πρέπει να δούμε και το αίτημα που διατυπώνεται. Η βασική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν ότι απουσίαζε από τα κινήματα, τις εργατικές ή φοιτητικές διεργασίες. Είναι λογικό, όμως, ο κόσμος να θέλει κάπως να επηρεάσει ένα κόμμα εξουσίας, να έρθει σε επαφή μαζί του. Αυτός ο δεσμός κοινωνίας-κόμματος δεν καλλιεργήθηκε ποτέ, αλλά αντίθετα επιχειρήθηκε να αντισταθμιστεί με ένα «άνοιγμα» από τα πάνω σε επίπεδο μόνο στελεχών. Προφανώς και θα πρέπει να υπάρχουν προϋποθέσεις για την εκλογή από τη βάση, αλλά παραμένει μια θεμιτή απάντηση στο πραγματικό αίτημα για άνοιγμα ενός κόμματος στην κοινωνία.
Στη συζήτηση για τις διαδικασίες και την εσωκομματική οργάνωση, φωτίζεται συνεχώς το ζητούμενο της δημοκρατίας, είτε αφορά στον τρόπο εκλογής και δικαιώματος συμμετοχής, είτε στην τήρηση του καταστατικού, στη λογοδοσία και τη λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτή τη στιγμή και οι δύο πλευρές στον ΣΥΡΙΖΑ αλληλοκατηγορούνται για αντιδημοκρατικότητα. Πώς κρίνετε ό,τι διαδραματίζεται;
Α. Τσ.: Δεν νομίζω ότι το πρόβλημα είναι κατά πόσο είναι δημοκρατικός ή όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ότι εδώ και καιρό δυσκολεύεται να είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των προσωπικών στρατηγικών. Δεν υπάρχει ούτως ή άλλως μια ώριμη δημοκρατική διαδικασία στο κόμμα για να την πάρουν κάποιοι πάνω τους και να την ακολουθήσουν. Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα παρελθόν παραγοντισμού από την εποχή του Συνασπισμού, είτε ατομικού είτε συλλογικού με τη μορφή των τάσεων, που μπορεί να είχαν ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλά υπήρχαν και φιλοδοξίες της εκάστοτε ηγεσίας τους. Η δομή αυτή οδηγούσε σε συνεχείς διακανονισμούς μεταξύ τους σε βάρος του κόμματος (πχ μεγέθυνση αριθμού μελών στα όργανα, αύξηση των υπαλλήλων κτλ), υποβαθμίζοντας στο τέλος τις πολιτικές διεργασίες εν γένει. Ήταν μια «φιλελευθεροποίηση» του κόμματος με την αρνητική έννοια, που έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν τον Τσίπρα και απλά σήμερα έφθασε σε εκρηκτικό σημείο, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύνδεση μεταξύ των διαφορετικών μερών. Άλλωστε, όταν η σύγκρουση δεν έχει πολιτικά χαρακτηριστικά και το επίδικο είναι το «μαγαζί», πόση ωριμότητα και πόση δημοκρατία να υπάρξει στις διαδικασίες;
Κ. Λ.: Δεν θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο κόμμα όλα αυτά τα χρόνια –άλλα ζητήματα δημοκρατίας είχε ο ΣΥΝ των τάσεων, άλλα η περίοδος που γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ ενιαίο κόμμα, άλλα ο αρχηγοκεντρικός ΣΥΡΙΖΑ. Για το σήμερα θα ήθελα να κάνω δύο σχόλια. Πρώτον, πέραν της τήρησης ή όχι του καταστατικού, το κάθε κόμμα κρίνεται πάντα και βάσει των απόψεων και των θέσεων που διατυπώνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον από το 2011 και μετά, είναι ένα κόμμα που ομνύει στην άμεση δημοκρατία, κριτικάρει τα προβλήματα της αντιπροσώπευσης, δουλεύει με το concept των ελίτ που δεν σέβονται τη δημοκρατία: αυτό είναι το αξιακό πλαίσιο με βάση το οποίο κρίνεται και ο ίδιος για το κατά πόσο το εφαρμόζει στην πράξη. Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με την πολιτική κουλτούρα. Είναι τελευταία της μόδας η έννοια της affective polarization. Η τάση, δηλαδή, να αντιπαθεί ή να μισεί κανείς τον πολιτικό αντίπαλο. Σε αυτό το πλαίσιο, η πόλωση δεν έχει μόνο τη διάσταση της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αλλά εμπεριέχει και την ψυχική απέχθεια. Αυτού του είδους τη σύγκρουση που κανονικά διαμείβεται μεταξύ πχ. Δεξιάς – Αριστεράς ή Ρεπουμπλικάνων – Δημοκρατικών, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πια να την εμπεριέχει στο εσωτερικό του. Μπορώ να σκεφτώ συγκρούσεις τάσεων παλαιότερα, αλλά η ένταση και το εύρος της απέχθειας μεταξύ ομάδων στη φάση αυτή είναι σίγουρα πρωτόγνωρα.
Η ΝΔ, και όχι μόνο, εργαλειοποίησε κατευθείαν τις κατηγορίες αντιδημοκρατικότητας στον ΣΥΡΙΖΑ, αποδίδοντάς τη σαν ίδιον γνώρισμα εν γένει της Αριστεράς. Υπάρχει κίνδυνος το λεγόμενο αντι-σύριζα αίσθημα να γίνει προσπάθεια να μετουσιωθεί τώρα σε ευρύτερα αντι-αριστερό; Πώς πρέπει να απαντήσουν σ’ αυτό τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς και πώς θα επηρεάσουν όλες αυτές οι εξελίξεις το γενικότερο έλλειμα εμπιστοσύνης στα κόμματα και αντι-πολιτικό κλίμα που παρατηρείται;
Α. Τσ.: Είναι αναμενόμενη στάση από τους πολιτικούς αντιπάλους προς ένα χώρο που βρίσκεται σε συρρίκνωση. Δεν είναι κάτι καινούργιο, και το ΠΑΣΟΚ το έχει πάθει και η Δεξιά ανά καιρούς. Σε ένα βαθμό ίσως ενέχει και κάποια αλήθεια ότι η Αριστερά έχει μια έφεση στις συγκρούσεις, αλλά δεν παύει να είναι ένα ευκαιριακό επιχείρημα, και πολιτική αλητεία, που εξυπηρετεί την επικοινωνιακή στρατηγική της ΝΔ. Αυτό που μπορεί να σώσει την Αριστερά, κατά τη γνώμη μου, είναι να υπάρξει μια Αριστερά με πολιτική σοβαρότητα, που θα εξετάζει αντικειμενικά τις καταστάσεις, θα κάνει τις ανάλογες διορθώσεις και αξιολογήσεις (διαδικασιών και στελεχών), δεν θα είναι οι φιλοδοξίες όλων στην ίδια ευθεία και που θα υπάρχει ένα φίλτρο, δημοκρατικό, για το ποιος είναι κατάλληλος και μη για μια θέση. Δεν διαφωνώ a priori σε ένα κόμμα που θα αποφασίζει η βάση, αλλά θεωρώ ότι αυτό το κόμμα είναι πολύ πιο απαιτητικό, γιατί σημαίνει πως θα είναι μια βάση ενημερωμένη, που θα επιτελεί τον ρόλο της, θα διαβουλεύεται κτλ. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά την υπόλοιπη Αριστερά, η λογική που υπάρχει στην αγορά είναι ότι από την κρίση του άλλου δεν πρόκειται να ωφεληθείς, αν αυτό που προσφέρεις εσύ δεν είναι καλό ούτως ή άλλως. Εκεί θα πρέπει να εστιάσει.
Κ. Λ.: Να θυμήσω κάτι που ίσως μας λέει κάτι. Ποια ήταν αρχικά η συζήτηση για τη διάσπαση του ’68; Υπήρχε για πολύ καιρό μια σύγκρουση για το κατά πόσο η 12η ολομέλεια, η ολομέλεια της διάσπασης, πληρούσε τους όρους του καταστατικού και κατά πόσο συμμετείχε εκεί ο απαιτούμενος αριθμός μελών της κεντρικής επιτροπής. Μια βαθιά πολιτική διαφωνία πολλών χρόνων, δηλαδή, εμφανιζόταν ως μια αντιπαράθεση επί των διαδικασιών. Δεν ήταν όμως αυτό. Για να επανέλθω στα σημερινά. Δίνουμε, νομίζω, πολύ βάρος στο μοντέλο κόμματος. Δεν υπάρχει ιδανικό κόμμα και ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Το κόμμα «δομών» που συχνά προτάσσεται, απαιτεί πολύ διαθέσιμο χρόνο από τα μέλη του για να λειτουργήσει σωστά. Τόσο χρόνο διαθέτουν μόνο τα κομματικά στελέχη εκ των πραγμάτων, οι συνταξιούχοι και οι εμμονικοί. Αυτό δεν είναι ένα πολύ ελκυστικό κομματικό σώμα. Πρέπει να βγούμε, λοιπόν, από αυτή τη λογική. Το κόμμα φτιάχνεται όταν συζητάς και διαφωνείς για τις πολιτικές, για τον ρόλο στο πολιτικό σύστημα, για την κοινωνική χρησιμότητα, όχι για τις δομές και τις διαδικασίες, και αυτό λείπει τώρα στην Αριστερά.
Θα ρισκάρετε μια πρόβλεψη για το τι μέλλει γενέσθαι στον ΣΥΡΙΖΑ ενόψει και του συνεδρίου, εφόσον γίνει; Το διαζύγιο φαίνεται δεδομένο, αλλά με τι όρους θα γίνει αυτή τη φορά; Υπάρχει πιθανότητα να μην δούμε απλά αποχωρήσεις, αλλά διάσπαση διεκδίκησης συμβόλων, ταμείου κτλ;
Α. Τσ.: Αν καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να χάσει και το σήμα του, τα γραφεία του κτλ, τι να πω πια; Παρότι ακούγεται ότι γράφονται κατά χιλιάδες στο δείνα site, κόμμα έτσι δεν φτιάχνεται, γιατί αυτό χρειάζεται ανθρώπους να τρέξουν πραγματικά για τη λειτουργία του και αυτή τη στιγμή μιλάμε απλά για ψηφιακές υπογραφές από την πλευρά του Κασσελάκη. Σίγουρα, όμως, θα υπάρξει διαλυτική κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα δεν αρκεί να βγάλει καινούργιο πρόεδρο, για να ξεφύγει από την ολισθηρή κατηφόρα. Θα πρέπει να ξανασυστήσει τον εαυτό του, να κερδίσει σε αξιοπιστία, να βρει αξιόλογα στελέχη που θα βγουν μπροστά. Δύσκολο να μπορέσουν να το καταφέρουν και να ανασυγκροτηθούν με όρους που θα τους επιτρέπουν να παίξουν ρόλο.
Κ. Λ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι πολλά κόμματα, όχι ένα. Όσο η πιθανότητα της εξουσίας, η οποία ήταν η μεταξύ τους συγκολλητική ουσία, απομακρύνεται, τόσο εντείνεται το χάσμα. Χωρίς τον ορίζοντα εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ που ξέραμε δεν πρόκειται να ανασυγκροτηθεί, ούτε γρήγορα να ανακάμψει. Φάνηκε και στην περίτπωση του ΠΑΟΣΚ ότι ο κόσμος δεν ξανασυσπειρώνεται απλώς γύρω από μια ταμπέλα, αλλά πρέπει να πειστεί εκ νέου.