Σκίτσο του Βαγγέλη Χερουβείμ
Οι εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ ολοκληρώθηκαν με την επανεκλογή του Ν. Ανδρουλάκη. Τι συμπεράσματα προκύπτουν από το πώς εξελίχθηκε η διαδικασία, κυρίως, αλλά και από τα αποτελέσματά της;
Παρόλο που τελικά η συμμετοχή δεν ήταν εντυπωσιακά μεγάλη, κατά 10% παραπάνω από τις εκλογές του 2022, δεν είναι και αμελητέα, καθώς επιτεύχθηκε σε ένα περιβάλλον αποστασιοποίησης του κόσμου από την πολιτική και εδραίωσης της αποχής από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Το πρώτο, επομένως, που συγκρατώ είναι ότι το ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκε κόμμα που προκαλεί το ενδιαφέρον σε ένα ακροατήριο σχετικά ευρύτερο από το στενά κομματικό του, και αυτό ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας. Το δεύτερο είναι ότι κατάφερε να εμφανιστεί με σοβαρότητα και συνοχή ως κόμμα σε μια συντεταγμένη διαδικασία. Οι εκλογές έγιναν σε ομαλό κλίμα, με κάποιες συγκρούσεις που είναι αναμενόμενες σε μία κομματική διαδικασία. Το τρίτο είναι ότι παρουσίασε μια εικόνα πολυσυλλεκτικότητας διά των υποψηφίων. Είχε κάτι για όλα τα ακροατήρια, το δυνάμει φάσμα που κάλυπτε ήταν πολύ ευρύ. Αυτός ο πλουραλισμός υποδεικνύει ένα εύρος, το οποίο ταιριάζει και με τις έρευνες που έχουμε και λένε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα με τη μεγαλύτερη δυνητική επιρροή. Βέβαια, η πολλαπλότητα δεν σημαίνει αυτόματα και ενότητα, αυτό είναι προς απόδειξη. Επομένως, το στοίχημα της επόμενης μέρας είναι η συνοχή, με όρους κόμματος, προγράμματος και ατζέντας. Και κυρίως το ερώτημα εάν το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει να περιγράψει έναν άλλο δρόμο για τη χώρα, ώστε να πείσει ότι θέλει και μπορεί να κυβερνήσει.
Όπως επισήμανες, αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο απόσυρσης από το κομματικό σύστημα και την πολιτική. Πώς εξηγείται αυτό; Παρατηρείται μια στροφή ή πρόκειται για ένα συγκυριακό ενδιαφέρον;
Είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για στροφή. Η πολύ χαμηλή συμμετοχή στις ευρωεκλογές είναι ο πιο πρόσφατος σταθμός μιας μακράς περιόδου στην οποία διαρκώς μειώνεται η συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Είναι μια μακρά και εδραιωμένη τάση. Από την άλλη, αν υποθέσουμε ότι αυτή η απόσυρση ψηφοφόρων του εκλογικού κοινού οφείλεται είτε στη διαμαρτυρία ενάντια στο πολιτικό σύστημα είτε στην αδιαφορία για την πολιτική ή και στα δύο, και επομένως είναι μια ένδειξη χαμηλής εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, το ότι μια διαδικασία -έστω εσωκομματική- καταφέρνει να αυξήσει τη συμμετοχή σε σχέση με δυο χρόνια πριν και να κινητοποιήσει 300.000 ανθρώπους ώστε να πάνε σε μια κάλπη, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες είδαν κάτι εκεί. Θεώρησαν ότι αυτή η διαδικασία κάτι μπορεί να σημαίνει και για τη δική τους ζωή. Πράγμα που σε ένα βαθμό συνεπάγεται έναν δεσμό εμπιστοσύνης σε ένα τμήμα, έστω, του πολιτικού συστήματος. Και επειδή η διαδικασία ήταν συντεταγμένη, οργανωμένη, με πολιτική αντιπαράθεση αλλά χωρίς εχθροπάθεια, μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά αποτελούν προϋποθέσεις αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των ανθρώπων αν μη τι άλλο στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Γιατί ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα για το πολιτικό μας σύστημα και για το προοδευτικό τμήμα του. Ένα μεγάλο κομμάτι της αποχής, στις εθνικές και στις ευρωεκλογές, που δικαιολογεί εν μέρει και την ηγεμονία της ΝΔ, οφείλεται στο ότι σε μεγάλο βαθμό απέχουν οι κεντροαριστεροί άνθρωποι, επειδή η πολιτική τους εκπροσώπηση είναι ανεπαρκής και δεν δημιουργεί πολιτική εμπιστοσύνη. Αν έχουμε κάποιες ενδείξεις αναστροφής αυτής της τάσης, θα φανεί στο μέλλον.
Πώς αντιπαραβάλλεται σε όσα περιέγραψες η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται πολύ κοντά σε μία ακόμα διάσπαση και μοιάζει να φυλλοροεί;
Είναι εντυπωσιακό το πώς αυτοί οι δύο χώροι έχουν τελείως αποκλίνουσες πορείες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Όσα λέμε τόση ώρα για το ΠΑΣΟΚ πρέπει να τα δούμε όχι μεμονωμένα, αλλά σε συνάρτηση με όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον από τις ευρωεκλογές μέχρι τώρα. Και τα δύο κόμματα είχαν ένα αποτέλεσμα μη ικανοποιητικό· και στα δύο κόμματα υπήρξε μια εσωτερική αντίδραση. Και είναι πολύ ενδεικτικό το πώς διαχειρίστηκε το καθένα τη δική του διαδικασία αναστοχασμού και ανανέωσης. Το ένα προχώρησε συντεταγμένα, το άλλο διαλυτικά. Η ανάκτηση εμπιστοσύνης στο ΠΑΣΟΚ έχει το κατοπτρικό της είδωλο στην απόσυρση της εμπιστοσύνης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, και όχι άδικα.
Όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αφετηρία πολύ πιο πίσω, ήδη από όταν ως κυβέρνηση προσπάθησε να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας και να πάρει αποστάσεις, οργανωτικά, καταστατικά, λειτουργικά, από όσα το συγκρότησαν ως κόμμα της αριστεράς. Για παράδειγμα, υιοθέτησε καταστατικά την εκλογή από τη βάση, όπως έχει και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, και τώρα ενεργοποιεί το καταστατικό για να αποκλείσει τον Στ. Κασσελάκη από μια νέα υποψηφιότητα, χωρίς όμως να αμφισβητεί καταστατικά τη διαδικασία αυτή.
Πράγματι, πληρώνει μια διαδικασία εκλογής από τη βάση ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία έγινε χωρίς καμία ασφαλιστική δικλείδα, που δεν θα είχε στοιχειώδη εχέγγυα πολιτικής συνοχής του χώρου. Δεν φταίει όμως μόνο αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα της Αριστεράς που βρέθηκε να κυβερνά, με μια κοινωνική και εκλογική βάση πολύ ευρύτερη από αυτή που είχε όταν ήταν ένα μικρό αριστερό κόμμα πολιτικής ατζέντας, και αναγκαστικά μπήκε σε μια διαδικασία να αλλάξει τη φυσιογνωμία του. Από εκεί ξεκινάει αυτό που πληρώνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, ως προγραμματική ατζέντα, ως ιδεολογική τοποθέτηση, δεν εναρμονίστηκε με τους ανθρώπους που τον ψήφιζαν. Ποτέ δεν συντονίστηκε ο κομματικός-πολιτικός ΣΥΡΙΖΑ με τον κοινωνικό, και στο τέλος η απόσταση έγινε χάσμα. Και από την άλλη, αυτό δεν έγινε με έναν τρόπο που να υπηρετεί τη λειτουργία του κόμματος ως οργανικού διανοούμενου, που έλεγε ο Γκράμσι. Όταν γίνεσαι κόμμα διακυβέρνησης, όταν αλλάζεις δηλαδή ριζικά ρόλο μέσα στο κομματικό σύστημα, είσαι υποχρεωμένος να μετασχηματίσεις τον χαρακτήρα σου, την κουλτούρα σου, την πολιτική σου οπτική και τη σχέση σου με το ακροατήριό σου. Τίποτα από αυτά δεν έγινε…
Η πολιτική κουλτούρα που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι θελκτική, και αυτό ξεκίνησε ήδη από το ιδρυτικό του συνέδριο, κατά τη γνώμη μου, απλά τώρα έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
Το κόμμα προσέλαβε σταδιακά έναν αμιγώς αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα, κι έτσι η εσωκομματική κριτική, που είναι αναγκαία και ζωτική, σίγησε. Ένα κόμμα διακυβέρνησης πρέπει να εμπεριέχει τη δυνατότητα της ίδιας του της κριτικής, να είναι και συμπολίτευση και αντιπολίτευση στον εαυτό του. Αυτό δεν συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, ο κόσμος που τον προσέγγισε και που τον ψήφισε παρέμεινε στον προθάλαμο του κόμματος, δεν ενσωματώθηκε οργανικά, δεν απέκτησε μέσα από μια συντεταγμένη διαδικασία λόγο και άποψη. Οι πόρτες έμειναν κλειστές, και οργανωτικά και ουσιαστικά. Όλο αυτό εκπυρσοκρότησε τη στιγμή που έφυγε από την εικόνα ο Αλέξης Τσίπρας. Από τη μία μέρα στην άλλη χάθηκε η συγκολλητική του ουσία, ένας αναμφίβολα χαρισματικός ηγέτης με όλη την κριτική που μπορεί να του κάνει κανείς, και ταυτόχρονα ξέσπασε με τους χειρότερους όρους η οργή που είχε συσσωρευθεί στον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον κομματικό μηχανισμό. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που ψηφίστηκε ο Στέφανος Κασσελάκης και έχασε η Έφη Αχτσιόγλου: δεν ήταν ψήφος θετική, ψήφος θέσεων και προοπτικής, αλλά ήταν μια ψήφος ματαίωσης από την περίοδο της διακυβέρνησης, οργής και αντίδρασης προς τον κομματικό μηχανισμό.
Το πλήγμα που έχει υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ επεκτείνεται σε όλο το χώρο της αριστεράς, με εξαίρεση το ΚΚΕ που εμφανίζεται δημοσκοπικά ενισχυμένο αλλά και που έχει επιλέξει την απομόνωσή του από το χώρο αυτό. Φαίνεται η υπόλοιπη αριστερά να μην μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον. Βάλλεται γενικότερα η αξιοπιστία της αριστεράς;
Αν οριοθετήσουμε τον χώρο αυτόν ανάμεσα στο ΚΚΕ από τη μία, που αυτο-εξαιρείται από κάθε συζήτηση, και στο ΠΑΣΟΚ από την άλλη, που επιχειρεί να εδραιωθεί ως αυτόνομος και ισχυρός πόλος, τι μας μένει; Μια σειρά κομματικών σχημάτων τα οποία έχουν προκύψει από τον πάλαι ποτέ ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ. Σε περίπτωση που συμβεί, όπως ίσως διαφαίνεται, μία ακόμα διάσπαση, θα μετράμε έξι κόμματα εντός και εκτός κοινοβουλίου (ας πούμε ΣΥΡΙΖΑ 1 και 2, Νέα Αριστερά, ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας, ΛΑΕ) τα οποία θα έχουν προκύψει από αυτό που πριν από λιγότερο από δέκα χρόνια ήταν ένα ενιαίο αριστερό κόμμα διακυβέρνησης, και όλα ή σχεδόν όλα θα έχουν επικεφαλής ανθρώπους που υπήρξαν στελέχη πρώτης γραμμής, ακόμη και μέλη του ίδιου υπουργικού συμβουλίου. Δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί με ποιες προϋποθέσεις αυτά τα διαφορετικά κόμματα, μικρομεσαίου μεγέθους, θα μπορούσαν να συνεννοηθούν σε μια στοιχειώδη πολιτική γραμμή συνεργασίας. Υπό αυτή την έννοια, ο χώρος αντιμετωπίζει εν σύνολω πρόβλημα, ακόμα και αν υπάρχουν επιμέρους παίκτες που φαίνεται να επιδιώκουν τον αναστοχασμό και την ανανέωση, όπως η Νέα Αριστερά, την ώρα που άλλοι επιστρέφουν στην αντιμνημονιακή μήτρα του 2010. Έλειψε όμως την καθοριστική στιγμή μια συνεκτική στρατηγική, που θα επέτρεπε στον χώρο αυτόν να μετασχηματιστεί χωρίς να χάσει την ταυτότητά του, έτσι ώστε να διατηρήσει τη δυνατότητά του να εκφράζει ευρύτερα ακροατήρια.
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, η ΝΔ είναι το κυρίαρχο κόμμα, αλλά φαίνεται να μην μπορεί να διαχειριστεί τη φθορά της και να παρασύρεται και αυτή σε ένα σπιράλ αποσύνθεσης. Είναι έτσι;
Η σημαντική κάμψη που κατέγραψε στις ευρωεκλογές είναι χαρακτηριστική. Έως τότε κατάφερνε κάθε φορά να ανακάμπτει από τις κρίσεις. Τώρα φαίνεται ότι η τάση της κάμψης είναι πιο ισχυρή από την τάση της ανάκαμψης. Σήμερα παρατηρούμε αυτό ακριβώς που συζητάγαμε προηγουμένως: η ΝΔ κάνει συμπολίτευση και ταυτόχρονα αντιπολίτευση στον εαυτό της. Αυτό μπορεί να υποδεικνύει μια στρατηγική ενσωμάτωσης της κοινωνικής δυσφορίας ή να είναι μια ένδειξη φυγόκεντρων τάσεων επειδή η πολιτική κάμψη δεν μπορεί να αντισταθμιστεί. Όσο όμως δεν εμφανίζεται κάποιο αντίπαλο δέος, η ΝΔ θα μπορεί, έστω και σε χαμηλότερα επίπεδα, να διατηρήσει μια σχετική κυριαρχία στο κομματικό σύστημα, έναν αν μη τι άλλο κεντρικό ρόλο.
Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι τα ακροδεξιά κόμματα, με όλη την πολυδιάσπασή τους, συγκεντρώνουν την κοινωνική δυσφορία. Τι κίνδυνοι δημιουργούνται από αυτή την τάση;
Και ο χώρος της άκρας Δεξιάς έχει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο χώρος της Αριστεράς: δεν διαθέτει συνοχή. Εάν προοπτικά την αποκτήσει, ο κίνδυνος είναι να ευθυγραμμιστούμε, και εμείς εδώ στην Ελλάδα με την τάση που επικρατεί στην Ευρώπη, και να προκύψει ένας ενιαίος πόλος της άκρας Δεξιάς, ο οποίος θα είναι ανταγωνιστικός προς τη συντηρητική Δεξιά και τη Νέα Δημοκρατία. Το είδαμε να συμβαίνει στην Ιταλία, στη Γαλλία, τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν μπορεί να συμβεί και εδώ.
Ίσως για αυτό η ατζέντα που υιοθετεί η ΝΔ είναι όλο και πιο δεξιά.
Αν και στο βαθμό που το κάνει αυτό, είναι μια επιλογή που έχει αποδειχθεί λανθασμένη. Την ίδια στρατηγική ακολούθησαν και άλλα κόμματα στην Ευρώπη, το κόμμα του Σαρκοζί στην Γαλλία ή του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, οικειοποιούμενα ουσιώδη τμήματα της ακροδεξιάς ατζέντας προκειμένου να την εξουδετερώσουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτο-εξουδετερώθηκαν, προς όφελος της Λεπέν και της Μελόνι. Η ορίτζιναλ ατζέντα κέρδισε κατά κράτος.
Υπάρχει εκτιμάς υποβόσκουσα κοινωνική αντίδραση ή πρόκειται για αποσπασματικές αντιδράσεις που εκτονώνονται; Σε ρωτώ με αφορμή τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο.
Υπάρχει ένα υπέδαφος έντονης κοινωνικής δυσφορίας, αλλά αυτό δεν βρίσκει προς το παρόν ισχυρές πολιτικές εκπροσωπήσεις, ούτε στα αριστερά ούτε στα δεξιά. Για αυτό η έκφραση της δυσφορίας μοιάζει να είναι σπασμωδική ή συγκυριακή. Όσο δεν εκπροσωπείται πολιτικά, τόσο επιτείνεται η αίσθηση που λέγαμε, της μη εμπιστοσύνης στο κομματικό σύστημα, και τόσο περισσότερος κόσμος αποσύρεται στην ιδιωτική σφαίρα ή σε συγκυριακές, συλλογικές σφαίρες, όπως μια συναυλία, μια διαδήλωση ή ένα κινηματικό γεγονός. Χωρίς πειστική πολιτική εκπροσώπηση, τα κοινωνικά συναισθήματα παραμένουν μετέωρα.
*Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας