Στις 24 Οκτωβρίου του 1944, δώδεκα μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας και μόλις έξι από την επιστροφή στην Αθήνα του πρωθυπουργού της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, Γεωργίου Παπανδρέου, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης το διάταγμα «Περί εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου». Στο πρώτο άρθρο του ανέφερε ότι:

«Η εικοστή ογδόη Οκτωβρίου, επέτειος της Αντιστάσεως του Έθνους εις την Ιταλικήν Επίθεσιν και της συμμετοχής του εις το Συμμαχικός μέτωπον της Ελευθερίας, ορίζεται ως ημέρα Εθνικού Εορτασμού.»

Έτσι μέσα στις έκτακτες συνθήκες των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης, όταν επιτακτικά πολιτικά προβλήματα έπρεπε να λυθούν και κρίσιμα ζητήματα επιβίωσης του πληθυσμού έπρεπε να αντιμετωπιστούν, καθιερώθηκε η δεύτερη πανελλήνια εθνική γιορτή περίπου εκατό χρόνια μετά την καθιέρωση της πρώτης εθνικής γιορτής, της 25ης Μαρτίου. Το ελληνικό κράτος μετά τον διαμελισμό του και την απώλεια της κυριαρχίας του έπρεπε να ανασυγκροτηθεί και κυρίως να αποκτήσει ξανά το κύρος του. Η θεσμική κατοχύρωση του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου προφανώς ήταν μία από τις κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση -συμβολική, αλλά ιδιαίτερα σημαντική.

Η 28η Οκτωβρίου απέκτησε τον ισχυρό συμβολισμό της ήδη από τις πρώτες της ώρες. Η ίδια η μέρα με τις αυτοσχέδιες διαδηλώσεις πολιτών που βγήκαν στους δρόμους μόλις έμαθαν ότι η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο σφραγίστηκαν στη μνήμη των ανθρώπων που έζησαν αυτή τη μέρα. Το μεταξικό καθεστώς κατάλαβε γρήγορα τη βαθιά συμβολική σημασία της ημερομηνίας και ήδη από τις αρχές του 1941 έκανε σχέδια για την ανέγερση μνημείων αφιερωμένων στην «Ημερά του ΟΧΙ». Ωστόσο, στις 27 Απριλίου 1941, η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς έβαλε τέρμα στα κρατικά σχέδια. Εξάλλου, το ίδιο το ελληνικό κράτος παρά τη δημιουργία της δοσίλογης κυβέρνησης της Ελληνικής Πολιτείας είχε σταματήσει να υπάρχει. Ο στρατός είχε διαλυθεί. Η χώρα είχε διαμελιστεί σε τρεις ζώνες κατοχής.

Και όμως, λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1941, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο θα διεκδικούσε τη μνημόνευση της 28ης Οκτωβρίου μέσα από τους αντιστασιακούς, παράνομους εορτασμούς της, η Αντίσταση. Όλα τα χρόνια της Κατοχής η μέρα θα εορταζόταν από ένα πλήθος οργανώσεων, εαμικές και μη. Όλες ήθελαν να συνδέσουν τη δράση τους και τους στόχους τους με αυτήν. Οι παράνομοι εορτασμοί ήταν ταυτόχρονα χειρονομίες αντίστασης, αλλά και διακήρυξης για το τι μέλλον ονειρεύονταν οι αντιστασιακές οργανώσεις, όταν ο πόλεμος θα τελείωνε και η Ελλάδα θα ελευθερωνόταν.

Έχοντας υπόψη την εμπέδωση του εορτασμού αρχικά ως αντιστασιακής πράξης, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί η επιστρέφουσα από την εξορία κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έσπευσε να καθιερώσει τον εορτασμό. Με τη θεσμοποίηση του εορτασμού, η τάξη του κράτους επανερχόταν. Η κυβέρνηση επανακτούσε τα τελετουργικά της δικαιώματα και ταυτόχρονα προέβαινε σε αυτή την ισχυρή χειρονομία προς την Αντίσταση -ότι κατανοούσε τους κώδικές της, ότι τους σεβόταν, ακόμη περισσότερο ότι οι κώδικες της Αντίστασης ήταν και δικοί της κώδικες. Προσέξτε τη δεξιοτεχνική διατύπωση του διατάγματος, τη χρήση του νεολογισμού Αντίσταση που μόλις είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα -μέχρι τότε άλλοι πιο παραδοσιακοί όροι, όπως απελευθερωτικός αγώνας χρησιμοποιούνταν. Μπορούμε να πούμε ότι το διάταγμα όχι μόνο χρησιμοποιεί τον όρο Αντίσταση, αλλά ότι τον νοηματοδοτεί κιόλας: η Αντίσταση είναι ένα συνεχές από την αντίσταση του έθνους στην ιταλική επίθεση στη συμμετοχή του στο συμμαχικό μέτωπο της Ελευθερίας. Έτσι, η Αντίσταση αξιωνόταν ως τμήμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής αντίστασης και των μαχών που ακόμη μαίνονταν εναντίον του Άξονα τον Οκτώβριο του 1944.

Ο πρώτος εορτασμός του 1944 δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο. Το ΕΑΜ ήταν τμήμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας -ακόμη έμοιαζε δυνατή η προοπτική μιας ειρηνικής μετάβασης από τον πόλεμο στην ειρήνη. Εκείνη τη μέρα τιμητικό άγημα του ΕΛΑΣ παρέλασε στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας μαζί με ένα δεύτερο άγημα του Ιερού Λόχου. Ήδη από τον επόμενο χρόνο, το 1945, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Το ΕΑΜ σταδιακά θα αποκλειόταν από τους εορτασμούς, ενώ νέοι διεκδικητές του εορτασμού θα εμφανίζονταν, ανάμεσά τους και οι παλιοί μεταξικοί που προσπαθούσαν να βρουν το νέο τους ρόλο στο μεταπολεμικό κράτος. Στον εμφύλιο πόλεμο, η πτυχή εκείνη του εορτασμού που αφορούσε την κατοχική αντίσταση θα εξοβελιζόταν. Στο εξής η 28η Οκτωβρίου θα ήταν μια γιορτή για το μεγαλείο του ελληνικού στρατού. Τέλος, στη δεκαετία του 1950 με την απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή να μεταφερθεί το πιο κεντρικό κομμάτι των εκδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη, ο εορτασμός θα συνδεόταν περισσότερο με τη βασιλική οικογένεια και θα διευρυνόταν νοηματικά για να συμπεριλάβει τις θριαμβικές αναμνήσεις του πρώτου βαλκανικού πολέμου και της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912.

Η βαθιά και οργανική σχέση του εορτασμού με την Αντίσταση θα ξεχνιόταν τόσο απόλυτα μέσα στις δεκαετίες, ώστε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο Πέτρος Τατσόπουλος θα έγραφε με ιερή αγανάκτηση εναντίον του δημάρχου Χαλανδρίου Σίμου Ρούσσου ο οποίος είχε «τολμήσει» να συμπεριλάβει και δύο εμβατήρια του ΕΛΑΣ στους εορταστικό μουσικό πρόγραμμα. Τι σχέση είχε ο ΕΛΑΣ με την 28η Οκτωβρίου; αναρωτιόταν ο Τατσόπουλος. Ίσως αν μπορούσε να βρει κάποιους από τους αντάρτες που έλαβαν μέρος στο πρώτο άγημα του πρώτου εορτασμού του 1944 να του εξηγούσαν…

 

Ελένη Κούκη Η Ελένη Κούκη είναι ιστορικός και μέλος των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet