«Δαχομέη»
Το Μπενίν είναι χώρα της Δυτικής Αφρικής που μέχρι το 1975 ονομαζόταν Δαχομέη. Το 1671, η Γαλλία δημιούργησε ένα οχυρό στην περιοχή και το 1890 κατάφερε να ελέγξει ολόκληρη τη χώρα κάνοντας έτσι το Βασίλειο της Δαχομέης, γαλλικό προτεκτοράτο. Το 1991-92 οι γάλλοι αποικιοκράτες επιδόθηκαν στο προσφιλές για όλους τους ομοίους τους σπορ, που ήταν η αρπαγή πολιτιστικών θησαυρών και η μεταφορά τους στη Γαλλία. Αφού επί 130 χρόνια τα αντικείμενα αυτά εκτέθηκαν στη Γαλλία, στις 9 Νοεμβρίου 2021 μετά από συμφωνία των δύο κυβερνήσεων, 26 αντικείμενα από το βασιλικό θησαυρό της Δαχομέης επαναπατρίστηκαν.
Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Ματί Ντιόπ γύρισε το ντοκιμαντέρ «Δαχομέη» (Dahomey), που είναι κάτι περισσότερο από ένα ντοκιμαντέρ. Με ένα έξυπνο εύρημα, ο σκηνοθέτης βάζει στη θέση του αφηγητή ένα άγαλμα το οποίο αναρωτιέται διάφορα πράγματα. Η κάμερα του Ντιόπ χρονικογραφεί τη μεταφορά από το μουσείο Ζακ Σιράκ του Παρισιού, το προσεκτικό πακετάρισμά τους, την άφιξη στο Μπενίν, την τοποθέτησή τους στην πτέρυγα του μουσείου που έχει κατασκευαστεί ειδικά γι’ αυτά. Έτσι ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει και να γνωρίσει κάποια από αυτά καθώς γίνεται η περιγραφή τους. Τέλος, φτάνουμε στην επίσημη τελετή εγκαινίων που γίνεται για την υποδοχή και την τοποθέτησή τους στο μουσείο με έναν αφηγηματικό ρυθμό που όσο περνά η ώρα εντείνεται. Και γίνεται ακόμη πιο έντονος καθώς η ιστορία των θησαυρών της Δαχομέης συνδέεται με την αποικιοκρατία και την κλοπή τους.
Με αφορμή την επιστροφή των αρχαιοτήτων στον τόπο τους πυροδοτείται μια συζήτηση στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας του Μπενίν σχετικά με την ιστορία, τον πολιτισμό, τη δημοκρατία, τα εγκλήματα των αποικιοκρατών. Έτσι μαθαίνουμε ότι τα 26 αντικείμενα από το βασιλικό θησαυρό της Δαχομέης που επεστράφησαν στον τόπο τους, δεν είναι παρά η σταγόνα στον ωκεανό καθώς έχουν κλαπεί συνολικά πάνω από 7.000 παρόμοια αντικείμενα. Στη συζήτηση μπαίνουν κι άλλα θέματα όπως η εκπαίδευση και η γαλλική γλώσσα που επιβλήθηκε παραμερίζοντας τις τοπικές γλώσσες.
Η «Δαχομέη» είναι ένα δυναμικό πολιτικό ντοκιμαντέρ που καταγγέλλει ανοιχτά την αποικιοκρατία και τα εγκλήματά της. Όχι μόνον εναντίον των ίδιων των ανθρώπων ως φυσικών προσώπων αλλά και εναντίον του πολιτισμού, υποθηκεύοντας έτσι την ίδια την ύπαρξη ενός λαού.
Ζωντανό, ρέον, τολμηρό, ειλικρινές και πάνω απ’ όλα χρήσιμο, το ντοκιμαντέρ του Ματί Ντιόπ υπενθυμίζει παρόμοιες ληστείες πολιτιστικών θησαυρών που έχουν συμβεί και σε άλλες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Η ταινία κέρδισε τη Χρυσή Αρκούδα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
«Σαμσάρα»
Το ταξίδι της ψυχής
Σαμσάρα, σύμφωνα με τον Βουδισμό, είναι η ανάκληση των ψυχών, δηλαδή εκείνη η ιδιότητα της ψυχής να επιβιώνει μετά τον θάνατο και να μεταφέρεται σε κάποιο άλλο έμβιο ον. Ο ισπανός σκηνοθέτης Λόις Πατίνιο με τη «Σαμσάρα» (Samsara) επιχειρεί ένα ποιητικό, σχεδόν ονειρικό ταξίδι σε δύο μακρινές, η μία από την άλλη, περιοχές της Γης, και δύο διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης.
Ο νεαρός Αμίντ, μαθητεύει μαζί με άλλους νέους σε ένα βουδιστικό ναό στο Λάος. Καθημερινά κάνει μια διαδρομή για να βρεθεί κοντά στην Μον, μία ηλικιωμένη γυναίκα-ψυχοπομπό και να της διαβάσει κάποιο κείμενο. Όταν η γυναίκα πεθάνει, ο Αμίντ θα βρεθεί εκεί, την ώρα που το πνεύμα της εγκαταλείπει το σώμα της για να περάσει σε κάποιο άλλο ον. Μέσα από την υποτυπώδη δράση φτάνουμε στο μεταίχμιο που οδηγεί από τη ζωή στον θάνατο, μέσα από μια μυστικιστική κινηματογραφική διαδικασία. Ακολουθεί ένα 15λεπτο που στην οθόνη βλέπουμε χρώματα να εναλλάσσονται συνοδευόμενα από ήχους και μουσική, Είναι ο ηχο-εικονοποιημένος τρόπος που ο σκηνοθέτης επέλεξε για να περιγράψει το ταξίδι της ψυχής μεταξύ των σωμάτων. Κι ύστερα από αυτό το γοητευτικό ντελίριο βρισκόμαστε στη Ζανζιβάρη, στην Ανατολική Αφρική στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Εκεί η μικρή Ζουαϊρίγια υιοθετεί ένα νεογέννητο κατσικάκι που το ονόμασε Νέεμα. Η σύνδεση έρχεται αυτομάτως, ότι δηλαδή η ψυχή της Μον έχει περάσει στο σώμα της Νέεμα. Άλλοι άνθρωποι στην Αφρική, διαφορετικές συνθήκες ζωής αλλά και διαφορετική θρησκεία. Εδώ δεν υπάρχουν Βουδιστές αλλά Μουσουλμάνοι. Βέβαια ο Λοΐς Πατίνιο δεν ασχολείται με τις θρησκείες ούτε παίρνει θέση. Απλώς παρακολουθεί την καθημερινότητα των ανθρώπων, κυρίως των γυναικών της περιοχής, οι οποίες ζουν μαζεύοντας φύκια που στη συνέχεια τα πουλάνε. Γυναίκες που ζουν φτωχικά και που έχουν να αντιμετωπίσουν τη μόλυνση που καταστρέφει τα φύκια.
Η ζωή κι ο θάνατος σε δύο τόπους, η μετεμψύχωση, η άμεση σχέση με τη φύση, ο κύκλος της ζωής. Όλα ιδωμένα με απλότητα και καθαρό βλέμμα. Δεν είναι ευκολόπεπτη ταινία η «Σαμσάρα». Απαιτεί από το θεατή να αφεθεί και να προσηλωθεί. Μόνον έτσι θα μπορέσει να απολαύσει την αισθητική της εικόνας και ίσως να υπερβεί τον εαυτό του. Όλοι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν είναι ερασιτέχνες.
Η ταινία πήρε το πρώτο βραβείο στο τμήμα Film Forward του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ανθρώπινο κλουβί
Η Τζιν-α, μια νεαρή γυναίκα, καταφθάνει σε μια μικρή παραλιακή πόλη και εγκαθίσταται σε ένα πανδοχείο/οίκο ανοχής, όπου προσφέρει τις υπηρεσίες της στους πελάτες. Ιδιοκτήτες του πανδοχείου είναι έναν ανδρόγυνο που έχει δύο μεγάλα παιδιά, έναν αγόρι και ένα κορίτσι. Η κόρη της οικογένειας, η Χιε-Μι, που ετοιμάζεται να συστήσει στους γονείς της τον μέλλοντα μνηστήρα της, δεν βλέπει με καλό μάτι την άφιξη της Τζιν-α, θεωρώντας της ως απειλή. Μετά όμως από διάφορα γεγονότα που θα συμβούν οι δύο κοπέλες θα καταλάβουν η μία την άλλη και θα έρθουν κοντά.
Μπορεί το «Cagebird Inn» (Palandaemun) του Κιμ Κι Ντουκ να γυρίστηκε το 1998 αλλά μόλις τώρα προβάλλεται στην Ελλάδα. Και ενώ τότε πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στη Νότια Κορέα, ήταν η ταινία η οποία άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα στον σκηνοθέτη που σύντομα έγινε ο αγαπημένος των σινεφίλ.
Εδώ σκηνοθετεί μια σκληρή ταινία με τους ήρωές του να μοιάζουν εντελώς απογυμνωμένοι από συναισθήματα. Ψήγματα μόνο βρίσκονται εδώ κι εκεί αλλά δύσκολα μπορούν να συνθέσουν κάτι χειροπιαστό. Το περιβάλλον παρακμιακό, μια κακόμοιρη μικρή πόλη κοντά στη θάλασσα, μια εικόνα που μας δείχνει τη σκοτεινή όψη του νοτιοκορεάτικου οικονομικού θαύματος.
Ο Κιμ Κι Ντουκ δεν χαρίζεται, δεν έχει καμία διάθεση να δει τη ζωή μελοδραματικά, δεν θέλει να συγκινήσει. Αντίθετα αποκαλύπτει την κυνική της πλευρά, τη σκληρότητα, μέσα από την οποία προσπαθεί να αναβλύσει μια στάλα τρυφερότητας. Προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές είδα τους χαρακτήρες της ταινίας, όχι να γελούν αλλά να χαμογελούν. Μόνον κάποια πικρά μειδιάματα θυμάμαι να σπάνε κάποιες φορές τη θλίψη, την απόγνωση και την αδιαφορία των προσώπων. Και στο φινάλε; Αφήνει μια μικρή χαραμάδα για να μπει κάποιο φως καθώς οι ήρωές μας συνειδητοποιούν το κλουβί μέσα στο οποίο ζουν κλεισμένοι. Κι αυτό χάρη σε μία πόρνη!