Μάκης Μαλαφέκας «Deepfake», εκδόσεις Αντίποδες, 2024
Το «Deepfake» είναι το τρίτο βιβλίο του Μάκη Μαλαφέκα με κεντρικό ήρωα τον συγγραφέα (με στιλ ντετέκτιβ) Μιχάλη Κρόκο∙ έχουν προηγηθεί το «Δε λες κουβέντα» (Μελάνι 2018) και η «Μεσακτή» (Μελάνι 2020).
Μια ζεστή μέρα στις αρχές του καλοκαιριού, ο Κρόκος, που σουλατσάρει στα Εξάρχεια, μεταξύ Καλλιδρομίου, Ιπποκράτους, Δερβενίων, Κομνηνών και Ερεσσού, δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της εισαγγελέως Σοφίας Χαρίτση. Η τελευταία ζητά τη βοήθειά του, προκειμένου να σώσει μια παλιά γνώριμή του, την τρανς Ρεβέκκα Δάνου, την οποία ο Κρόκος γνώρισε κάποτε στο Lefty’s, ένα κωλόμπαρο στη Φυλής∙ η Ρεβέκκα τον είχε βοηθήσει «όταν είχε χρειαστεί να φύγει τρέχοντας από κει μέσα». Τώρα η Ρεβέκκα κινδυνεύει γιατί είδε κάτι που δεν έπρεπε, κάτι που αφορά έναν επώνυμο και ισχυρό παράγοντα.
Ο Κρόκος καλείται να παρεισφρήσει ως κειμενογράφος σε μια ακροδεξιά οργάνωση, την Ομάδα Νέας Ελληνικής Ταυτότητας (ΟΝΕΤ). Οι διασυνδέσεις της τελευταίας διακλαδώνονται ως τα πιο ψηλά κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας και βαθιά στον υπόκοσμο. Εκβιασμοί, προστασία, νύχτα, σεκιούριτι, γήπεδα, ειδικές δυνάμεις… Φέρεται επίσης να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με alt-right οργανώσεις και hate groups στην Ολλανδία και στις ΗΠΑ, καθώς και με παραστρατιωτικούς και με τους Γκρίζους Λύκους στην Τουρκία. Η ΟΝΕΤ παρουσιάζεται να ελέγχει τις διαδρομές της μετανάστευσης. Δουλειά του Κρόκου θα είναι απόσπαση στοιχείων που θα βοηθήσουν την εισαγγελέα να εξουδετερώσει την οργάνωση.
Η Αθήνα του gentrification
Σε σχέση με τις δύο προηγούμενες περιπέτειές του, ο Κρόκος εδώ σκόπιμα εμφανίζεται ελαφρώς γερασμένος. Καταρχάς τον κατατρέχει το λεγόμενο συγγραφικό μπλοκάρισμα - έχει να γράψει βιβλίο τέσσερα χρόνια. Πέρα από το να περιφέρεται μονάχος στα πέριξ των Εξαρχείων, το μόνο που κάνει όλη μέρα, είναι να παρακολουθεί μανιωδώς στο λάπτοπ τη δικαστική διαμάχη του Τζόνι Ντεπ και της Άμπερ Χερντ.
Ο Κρόκος δέχεται -αρχικά κάπως ανόρεχτα- την πρόταση της εισαγγελέα. Η αναζήτηση των στοιχείων που ψάχνει θα διεξαχθεί τόσο στο κλεινόν άστυ (Καλλιθέα, Ελληνικό, Κηφισιά, Αλεξάνδρας, Αμπελόκηποι, στον Πύργο των Αθηνών), όσο και στην περιφέρεια (η λύση της υπόθεσης θα λάβει χώρα στα Φιλιατρά). Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, περιγράφεται διεξοδικά η τουριστικοποίηση του κέντρου της πόλης και ο ψευδεπίγραφος εξευγενισμός (gentrification). Ο Κρόκος, που στο προηγούμενο βιβλίο του είχε φτάσει από το Παρίσι στην Αθήνα, «με ένα βιβλίο για τον Τζον Κολτρέιν στις αποσκευές του» (ο ίδιος ο Μαλαφέκας, λάτρης της τζαζ έχει γράψει μια σύντομη μονογραφία του Μάιλς Ντέιβις), συνειδητοποιεί ότι η πόλη του έχει γίνει σχεδόν αγνώριστη και, προπάντων, ψεύτικη, εχθρική για όσους δεν είναι τουρίστες∙ ακόμα και τα Εξάρχεια – με τους όποιους θύλακες αντίστασης στον γενικευμένο κομφορμισμό.
«Εντός του αντεστραμμένου κόσμου, η αλήθεια είναι μια στιγμή του ψεύδους» σημειώνει ο Γκι Ντεμπόρ, μια φράση που ο Μαλαφέκας χρησιμοποιεί ως μότο στο μυθιστόρημα. Πόσω μάλλον σε συνθήκες ολοκληρωτικής αποικιοποίησης, τόσο του χώρου όσο και της ελεύθερης σκέψης, που βομβαρδίζεται από fake news και προπαγάνδα. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας από τα (social) media, ο Μαλαφέκας κλείνει το μάτι στον πρωτοπόρο Νόρμαν Σπίνραντ («Ο Τζακ Μπάρον και η αιωνιότητα», «Τα χρόνια της αρρώστιας», κ.λπ.), ο οποίος αναφέρεται προς το τέλος του βιβλίου.
Σπουδή στο νουάρ
Οι εναρκτήριες σελίδες του βιβλίου συνιστούν φόρο τιμής στον Ρέιμοντ Τσάντλερ του Μεγάλου ύπνου και του Μεγάλου Αποχαιρετισμού. Μια γοητευτική γυναίκα επιζητά τη βοήθεια του ήρωα και τον βγάζει από τη μοναχική απραξία του. Όπως και ο Φίλιπ Μάρλοου, έτσι και ο Κρόκος είναι δεινός ατακαδόρος. Με δεδομένη τη γαλλική κουλτούρα του συγγραφέα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι επιρροές από τον Τσάντλερ διαμεσολαβούνται από το νουάρ του Πατρικ Ρεινάλ και του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ. Από τον τελευταίο ο Μαλαφέκας υιοθετεί την αριστερή, αλλά κάπως κυνική οπτική και την εν γένει underground στάση. Το μοτίβο, εξάλλου, της διείσδυσης ενός συγγραφέα που αναζητά στοιχεία σε μια εξτρεμιστική οργάνωση, παραπέμπει κάπως στον Χάντερ Σ. Τόμπσον και στα νταραβέρια του με τους διαβόητους Hell’s Angels.
Όπως και οι περισσότεροι ήρωες του νουάρ, ο Κρόκος είναι κατά βάθος ρομαντικός. Διακατέχεται από νοσταλγία για κάποια, απροσδιόριστα, προηγούμενη, καλύτερη εποχή. Νοσταλγεί τα φοιτητικά του χρόνια στο Φυσικό, στα ΕΑΑΚ. Αυτό τονίζεται όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον ηγέτη των ακροδεξιών της ΟΝΕΤ, τον Αλέξανδρο Τσεχλεντίδη.
Αντεστραμμένο είδωλο
Ο Τσεχλεντίδης θα μπορούσε να ιδωθεί ως το αντεστραμμένο είδωλο του Κρόκου. Και οι δύο ανήκουν στην ίδια γενιά, ακολούθησαν όμως αντιθετικούς δρόμους. Από εδώ πηγάζει το δεύτερο μότο του βιβλίου: «Τρόμος είναι να ξυπνήσεις μια μέρα και να δεις ότι οι παλιοί σου συμμαθητές κυβερνάνε τη χώρα» (Κουρτ Βόνεγκατ).
«Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου. Άτομα που έζησαν στην τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο παρά πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερο σοβαρά απ’ όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε».
Το φινάλε αυτής της άτυπης τριλογίας είναι γλυκόπικρο. «Κάθε σκέψη πρέπει να φέρνει στο νου τ’ απομεινάρια ενός χαμόγελου», μια ατάκα που επικαλείται ο συγγραφέας από την Ελεγεία του Έρωτα του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Το βιβλίο τελειώνει με τον Κρόκο, εμφανώς κουρασμένο, έχοντας φέρει σε πέρας την αποστολή του (με τις όποιες αντιξοότητες), να χαμογελά σε μια γειτόνισσα, που ανεβαίνει την Καλλιδρομίου…
Ο Μάκης Μαλαφέκας γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και κοινωνική ανθρωπολογία. Παρουσίασε σεμινάρια στη Σορβόνη για την ιστορία του ευρωπαϊκού κόμικς, και εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Έχει αρθρογραφήσει στο «9» της Ελευθεροτυπίας, στη Libération, στη Lifo και σε άλλα έντυπα. Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα.