Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τη Μεταπολίτευση, θα ήταν χρήσιμο να σκιαγραφήσουμε την πορεία της εγχώριας πολιτικής επικοινωνίας και να αναδείξουμε το ρόλο που διαδραμάτισαν ορισμένες κομβικές στιγμές στη διαμόρφωση του πολιτικού πολιτισμού της χώρας.
Είναι γεγονός πως το 1974 συντελείται μια πολιτική και κοινωνική μετάβαση (όχι απλά πολιτειακή), η οποία υποκινείται από πολλαπλές αιτίες και αντανακλά τη μεταβολή του πολιτικού συστήματος και της σχέσης του πολίτη με την πολιτική και το «πολιτικό». Ανάμεσα στις μεταβολές στις οποίες έχει σημασία να σταθεί κανείς είναι η μετάβαση από τις πλατείες και τις πολυπληθείς πολιτικές συγκεντρώσεις στα τηλεοπτικά στούντιο (που αποτέλεσαν για δεκαετίες την κύρια αρένα επικοινωνίας) και από εκεί στο πεδίο των νέων μέσων και των κοινωνικών δικτύων.
Μια ιστορική ανάλυση των κομβικών στιγμών αυτή της πορείας και των λόγων που αρθρώθηκαν αναγκαία ακουμπά διαφορετικές πτυχές της διαμεσολάβησης, της μεσοποίησης, καθώς και την έννοια της μεταδημοκρατίας.
Η ηγεμονία της λογικής των ΜΜΕ
Σε επίπεδο θεωρίας μπορεί κάποιος να αξιοποιήσει τις απόψεις του Strömbäck που καθορίζει τις φάσεις από τις οποίες διέρχεται η πολιτική επικοινωνία στο πλαίσιο των δυτικών δημοκρατικών πολιτειών. Ειδικότερα, σε πρώτη φάση τα ΜΜΕ αποτελούν θεμελιώδη πηγή ενημέρωσης και επικοινωνίας ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική. Σε αυτό το στάδιο, η επιρροή των μέσων αναγκάζει τους πολιτικούς δρώντες να τα λάβουν υπόψη τους. Παρότι η συγκεκριμένη αλληλεξάρτηση εξακολουθεί να υπάρχει και στη δεύτερη φάση, σε αυτή τα ΜΜΕ εμφανίζονται πιο αυτόνομα, με συνακόλουθη άνοδο του επαγγελματισμού του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, αλλά και αύξηση των πόρων που διατίθενται σε αυτά για να ασκήσουν επιρροή. Η αδιαπραγμάτευτη κυριαρχία των ΜΜΕ ως πηγή πληροφόρησης και επικοινωνίας εμπλουτίζεται στην επόμενη φάση με επιπλέον ανεξαρτησία των μέσων έναντι της πολιτικής και κυριαρχία της λογικής της πολιτικής επί αυτής των ΜΜΕ. Η τάση αυτή ερμηνεύεται στην πράξη με προσαρμογή των πρακτικών της πολιτικής στις κυρίαρχες τεχνικές αφήγησης των μέσων, με στόχο τη μεγιστοποίηση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Στην τέταρτη και τελευταία φάση, η πολιτική πλέον υποτάσσεται πλήρως στη λογική των ΜΜΕ, οι πόροι της πολιτικής στρέφονται σχεδόν συνολικά στα μέσα, οι πολιτικοί δρώντες βρίσκονται σε μια κατάσταση «μόνιμης εκστρατείας» πειθούς, ενώ η διαμεσολαβημένη πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Strömbäck, πλέον υπερβαίνει την αληθινή.
Είναι φανερό πως με την πάροδο των χρόνων η ελληνική πολιτική επικοινωνία επιβεβαιώνει τη σταδιακή ηγεμονία της λογικής των ΜΜΕ έναντι της λογικής της πολιτικής και άρα επιβεβαιώνει την θεωρία του Strömbäck.
Σταθμοί
Πρώτος σημαντικός σταθμός της διαδρομής μας είναι οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, η αξία των οποίων έγκειται στην, για πρώτη φορά, εισαγωγή της τηλεόρασης στον (προ)εκλογικό ανταγωνισμό, με θεσμικό τρόπο.
Τη θεσμική εμπέδωση του μέσου της τηλεόρασης στην πολιτική επικοινωνία που συνέβη το 1974 ακολουθεί ο δεύτερος σταθμός που αφορά στην άρση του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου το 1987-1989. Τα πολιτικά γεγονότα και η συγκυρία που οδήγησαν σταδιακά στη λειτουργία πρώτα δημοτικών (Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πειραιάς) και μετά των ιδιωτικών μέσων θέτουν τους όρους μιας, άνευ επιστροφής, μεταβολής των κανόνων του πολιτικού ανταγωνισμού. Τα ιδεολογικά συμφραζόμενα γύρω από το δίπολο ιδιωτικά – δημόσια μέσα και κατ’ επέκταση εκσυγχρονισμός – παράδοση, καθώς και η ερμηνεία της ιδιωτικοποίησης των ΜΜΕ ως «απελευθέρωση», θέτουν τις βάσεις για τη μεταδημοκρατική αποκένωση του πολιτικού από το περιεχόμενό του που λαμβάνει χώρα από τότε και στο εξής.
Η τρίτη κομβική στιγμή αφορά την πολιτική επικοινωνία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Η κρίση των μέσων, τα οποία επλήγησαν οικονομικά από κοινού με την υπόλοιπη κοινωνία, τη στιγμή που έπρεπε να «καλύψουν» τα πολύπλοκα και ραγδαία γεγονότα που αφορούσαν στην κρίση, τα έκανε ευάλωτα, πολωμένα και πολωτικά.
Τα ΜΜΕ βιώνουν μια άνευ προηγουμένου κρίση που οδηγεί σε απόλυση εργαζομένων, δημοσιογράφων, τεχνικών, διοικητικών υπαλλήλων. Τα γεγονότα αυτά αφορούν σε μεγάλο βαθμό τοπικά ή θεματικά ΜΜΕ (μουσική-ραδιόφωνο, οικονομία, μόδα, ταξίδι, αθλητικά, showbiz κ.ά.) και επηρεάζουν το συνολικό ραδιοτηλεοπτικό και έντυπο τοπίο (ΕΡΤ, MEGA, ALTER, Ελεύθερος Τύπος, Ελευθεροτυπία, Αγγελιοφόρος)[1].
Η απόφαση για το κλείσιμο της ΕΡΤ που ήρθε τον Ιούνιο του 2013 μοιάζει ζήτημα πολιτικής τάξεως και προτεραιότητα ηθικής φύσεως για την κυβέρνηση Σαμαρά και επιβεβαιώνει την πεποίθηση πως η δημοσιονομική κρίση υπήρξε στην πραγματικότητα κρίση δημοκρατίας.
Οι σοβαρότερες επιπτώσεις που προέκυψαν από την πολύχρονη οικονομική κρίση στο πεδίο των ΜΜΕ στην Ελλάδα σχετίζονται με την εμπέδωση της μεροληψίας στον τομέα της ενημέρωσης και το συνακόλουθο μειωμένο αίσθημα εμπιστοσύνης του κοινού.
Τα πολιτικά γνωρίσματα της Μεταπολίτευσης, η διαρκής μάχη μεταξύ συντηρητισμού και εκσυγχρονισμού, η αντίθεση υψηλού και καθημερινού πολιτισμού, η νεοελληνική πολιτική κουλτούρα, η πολιτική επικοινωνία, η θέση της τηλεόρασης στην ελληνική κοινωνία συναρθρώνονται, μεταξύ άλλων, γύρω από μια κεντρική ιδέα που ορίζουμε ως «ελληνική τηλεοπτική δημοκρατία» και αφορά την ελληνική εκδοχή του τηλελαϊκισμού.
Η ηγεμονία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Η μετακρισιακή κομβική στιγμή τοποθετείται στη διάρκεια της πανδημίας και τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, καθώς και το μειωμένο αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα παραδοσιακά ΜΜΕ που γεννά η εν λόγω περίοδος. Αυτή είναι η κομβική στιγμή που μαζί με τις τεχνολογικές εξελίξεις προετοίμασε το έδαφος για την επικοινωνιακή ηγεμονία των νέων μέσων και των κοινωνικών δικτύων, κάτι που γίνεται εμφανές στην περίπτωση των εθνικών εκλογών του 2023.
Εν έτει 2024 είναι εμφανής πλέον στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο η κατασκευή της πραγματικότητας ως κρισιακής αλληλουχίας με το νόημα του κοινωνικού να εδράζεται ιδίως στις μεσοποιημένες κοινωνικοπολιτικές κρίσεις και τις αφηγήσεις τους από τα ΜΜΕ. Σε ένα περιβάλλον κρίσης (κάθε) εξουσία και ΜΜΕ συμπλέκονται στενά αλλά με διαφορετικό τρόπο κατά περίπτωση.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα ΜΜΕ με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να αφεθούν αβοήθητα (όπως στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης) δέχθηκαν ισχυρή οικονομική ενίσχυση. Η λεγόμενη «λίστα Πέτσα», η πρωτοβουλία δηλαδή της κυβέρνησης να επιβραβεύσει προκαταβολικά τα ΜΜΕ για το έργο που επιτελούν στην πορεία «κρισιακού τούνελ», καθόρισε περαιτέρω το μιντιακό περιβάλλον.
Στις παραπάνω κομβικές στιγμές ανιχνεύονται οι βάσεις για τη μεταδημοκρατική διολίσθηση, όπως την περιγράφει ο Colin Crouch. Πιο συγκεκριμένα, η δημοκρατία μετατρέπεται σε ένα πολιτικό και κοινωνικό μόρφωμα το οποίο, παρότι διατηρεί δομικά στοιχεία της δημοκρατικής πολιτικής, διολισθαίνει σε προδημοκρατικές μορφές κυριαρχίας της οικονομικής εξουσίας από ηγεμονικές ομάδες που έχουν ενσωματώσει τα ΜΜΕ στον κύκλο των συμφερόντων τους.
Ως εκ τούτου, παράγεται μια ισχυρή εμφανώς αντιπολιτική συνθήκη δημοκρατικής αποκένωσης. Η δημοκρατία, με άλλα λόγια, καθίσταται νοητικό και πολιτικό κουφάρι το οποίο αδυνατεί να λειτουργήσει ορθολογικά, παραδίδει την κοινωνία στην αβεβαιότητα, καθιστά την πολιτική πηγή δεινών, αναξιοπιστίας και πεδίο άσκησης ανορθολογικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνική εμπιστοσύνη απέναντι στην πληροφορία που μεταδίδουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ αμβλύνεται, δίνοντας έδαφος σε ανορθολογικές λύσεις ενημέρωσης. Το εν λόγω έλλειμα εμπιστοσύνης, όμως, αποτελεί αναντίρρητα σημαντικό πλήγμα για την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου διαλόγου.
1. Σε επιτελεστικό επίπεδο, η κρίση στα ΜΜΕ απεικονίζεται με τη μεταφορά του «τέλους», την επιστράτευση οριακών σχημάτων λόγου, του εκτοπισμού των εργαζομένων, της θυματοποίησης, του οριστικού αποκλεισμού και της κυριαρχίας των αριθμών. Επιπλέον, αναφορικά με το κλείσιμο της ΕΡΤ ιδίως, συχνοί είναι οι χαρακτηρισμοί «πραξικόπημα», αλλά και «ξαφνικός θάνατος». Εντούτοις, όποιον από τους δύο χαρακτηρισμούς και να επιλέξει κανείς, κινδυνεύει να αδικήσει την πολυπλοκότητα της απόφασης και την πολυσημία της.