Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που η ομάδα της «Εποχής» στην Θεσσαλονίκη έγραφε την δική της ιστορία. Με πυρήνα την τοπική οργάνωση της ΑΚΟΑ και συνεχείς ανανεώσεις και διευρύνσεις, η ομάδα «Εποχής» έφτασε να φτιάχνει την δική της σελίδα στην εφημερίδα, με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο «Η Μητρόπολη των Βαλκανίων». Η επιτυχία της, όμως, οφείλεται κυρίως στο ότι έγινε πολύ γρήγορα μια δεμένη παρέα που συναντιόταν συχνά, όχι μόνο για τις ανάγκες της σαλονικιώτικης σελίδας αλλά με στόχο το κέφι και το γλέντι αλωνίζοντας τα στέκια της πόλης. Βασικό στέλεχος της ομάδας ήταν ο Γιάννης (Μαύρος Σκύλος) ο οποίος, ως μουσικός, είχε πάντα μαζί την κιθάρα του και καθοδηγούσε τις συχνές βραδινές μας ατασθαλίες μαζί με τον Μιχάλη, με το ακορντεόν του και τις εικονοκλαστικές τραγουδιστικές του επιλογές.
Πριν λίγες μέρες, βρεθήκαμε σε μια ταβέρνα για να ακούσουμε μια ρεμπέτικη κομπανία τριών δεκαεννιάχρονων παιδιών, με την πετυχημένη ονομασία «Συνεννόηση Μπουζούκι». Σπανίζει πλέον σ’ αυτές τις ηλικίες η επιλογή της ενασχόλησης με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, μιας και, παραδόξως, τα περισσότερα παιδιά έχουν κολλήσει με τα παραδοσιακά τα οποία εμείς στην ηλικία τους τα αποφεύγαμε γιατί μας θύμιζαν χούντα. Δύο από αυτά τα παιδιά έκαναν τα πρώτα τους μουσικά βήματα με την καθοδήγηση του Γιάννη, ο οποίος καθόταν σε μπροστινό τραπέζι, τα καμάρωνε και τραγουδούσε μαζί τους. Η τραγουδίστρια, μάλιστα, της κομπανίας, που μου θύμισε μια ηθοποιό του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος η οποία ήταν παλιότερα η ιέρεια στο πάλκο του ιστορικού ρεμπετάδικου «Όμορφη Νύχτα», είναι η κόρη του Δημήτρη, σταθερού μέλους της τότε ομάδας της «Εποχής» στην Θεσσαλονίκη και δραστήριου συντάκτη της εφημερίδας μέχρι και σήμερα. Επίσης, ο μπουζουκτσής της παρέας με το λεπτό μουστακάκι έμοιαζε, και στην μορφή και στην φωνή, τον Γιώργο Ξηντάρη στα νιάτα του ενώ η κοπέλα που έπαιζε κιθάρα κρατούσε σωστά και με χρώμα τον ρυθμό, κάτι που δεν συναντούμε συχνά κυρίως σε νεανικές μπάντες.
Αφού ξεπεράσαμε την επιφανειακά αταίριαστη εικόνα, τρία φρέσκα παιδιά να έχουν βουτήξει στον σκληρό, αντιφατικό και βαλαντωμένο κόσμο του ρεμπέτικου, διαπιστώσαμε ένα ξεχωριστό μεράκι, πολλή μελέτη, ιδιαίτερο αισθητήριο στις επιλογές και αποφυγή των ευκολιών και των τετριμμένων τραγουδιών του είδους. Δεν ακούσαμε «σούπες» αλλά αντίθετα χαρήκαμε σπάνια τραγούδια όπως το «Αχ έχω σουρώσει» του Μανώλη Χιώτη και το «Θα πάω με κουρσάρικα» του Λουκά Νταράλα. Επίσης, ενώ περιμέναμε μια απόλυτη προσκόλληση στο παλιό κι αμόλυντο ρεμπέτικο, διαπιστώσαμε στην πορεία σαφείς παρεκκλίσεις με τραγούδια όπως το «Εγώ είμαι το μπεγλέρι σου / Κι άλλος είναι ο ντερμπεντέρης σου» του Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και το θαυμάσιο σουίγκ του Μανώλη Χιώτη «Στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς». Άντε παιδιά, σιγά-σιγά θα φτάσουμε και στον Καφάση!
Κι ένα στιγμιότυπο με πολλά σημαινόμενα. Επειδή τα παιδιά παίζανε «σκέτα», χωρίς μικρόφωνα, λόγω πιθανών καταγγελιών των περιοίκων, ο θόρυβος από τους θαμώνες σε ένα γεμάτο μαγαζί δημιουργούσε πολλές φορές πρόβλημα. Έτσι, κάποια στιγμή, μια στιβαρή κυρία με επιβλητική παρουσία, πήγε κοντά στην ορχήστρα και με δυο λόγια επανέφερε στην τάξη το κοινό που ενοχλούσε. Τότε καταλάβαμε ότι η επιβλητική κυρία ήταν η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας και προσέξαμε ότι όλοι οι εργαζόμενοι, μέσα και έξω από την κουζίνα, ήταν, πλην ενός, γυναίκες και μάλιστα με το ίδιο αυστηρό και θλιμμένο βλέμμα σοβιετικής ιδιοσυγκρασίας και προελεύσεως.
Πάνος Δημητρούδης