Μια σύντομη επισκόπηση του κοινοβουλευτικού προσωπικού 1989-2019[1]
Στο πλαίσιο της συζήτησης για τα 50 χρόνια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, εξετάζονται μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την ποιότητα της δημοκρατίας και το κομματικό φαινόμενο. Τα κόμματα στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι η βασικότερη δομή για τη συνοχή του πολιτικού συστήματος, καθώς αποτελούν το βασικό παράγοντα της κρατικής διαμόρφωσης, χαρακτηρίζοντας με τον τρόπο αυτό τη γέννηση και την ανάπτυξη των σύγχρονων δημοκρατιών (Offe, 1980, σ. 5-16). Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία είναι μια σύγχρονη δημοκρατία και συνεπώς κομματική δημοκρατία, με κύριο χαρακτηριστικό την αντιπροσώπευση (Sartori, 1987).
Η μελέτη του κοινοβουλευτικού προσωπικού, λοιπόν, μας αφορά διότι αποτελεί αντανάκλαση, από τη μια, του πολιτικού συστήματος και, από την άλλη, της ποιότητας της δημοκρατίας. Αυτή η αντανάκλαση συνεπάγεται ότι το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης καθορίζεται από το εκάστοτε πολιτικό σύστημα. Όταν, λοιπόν, διαπιστώνεται κρίση του πολιτικού συστήματος παρατηρείται παράλληλα και κρίση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας των κομμάτων. Η κρίση του πολιτικού συστήματος αποτυπώνει τους μετασχηματισμούς του κομματικού συστήματος σε μια διαδικασία περαιτέρω πρόσδεσης στους πόρους του κράτους. Αυτό συνεπάγεται ότι οι σχέσεις αντιπροσώπευσης μπορούν να φωτίσουν αυτές τις τεκτονικές αλλαγές, καθώς αποτελούν υλικές συμπυκνώσεις του κράτους.
Εν προκειμένω, εξετάζονται οι συνέχειες και οι ασυνέχειες του κοινοβουλευτικού προσωπικού των κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά του άξονα Αριστεράς – Δεξιάς από το 1989 ως το 2019 (ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ). Το ερώτημα των (α)συνεχειών θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των μετασχηματισμών του κομματικού συστήματος· ένα κομματικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τα κόμματα του καρτέλ, με κύρια στοιχεία την αποξένωση από την κοινωνία και την ένταση της ειδημοσύνης.
Μελετώντας το εκπαιδευτικό επίπεδο[2], εξετάζεται 1) ο βαθμός εξειδίκευσης όπως αντανακλάται στο διδακτορικό τίτλο σπουδών και 2) η ταξική θέση των βουλευτών/τριων που σχετίζεται με την ολοκλήρωση ή μη πανεπιστημιακών σπουδών. Στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, οι μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για μια εικοσαετία (1989-2009) κυμαίνονται στο 7%, ωστόσο στην κρίση το ποσοστό αυτό υπο-διπλασιάζεται. Για τους βουλευτές και τις βουλεύτριες του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση παρατηρείται μία «ασυνέχεια»: το 1996-2004[3] οι μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι το 5%, το 2004-2009 φτάνουν το 18% και στην οικονομική κρίση πέφτουν κοντά στο 8%. Τέλος, στο ΚΚΕ η ταξική σύνθεση της ΚΟ όπως αυτή αντανακλάται από το εκπαιδευτικό επίπεδο έχει μια συνέχεια μέσα στο χρόνο, ωστόσο κι εδώ εντοπίζεται μια μείωση στην παρουσία βουλευτών/τριών μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κατά την περίοδο της κρίσης.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις αναφορικά με τους τίτλους διδακτορικών σπουδών. Πρώτον, παρατηρείται αύξηση και στα τρία κόμματα των κατόχων διδακτορικού από το 1989 ως το 2009. Αυτό συνεπάγεται αφενός την αντανάκλαση της έντασης της εξειδίκευσης στην αγορά εργασίας και αφετέρου είναι μια αποτύπωση της ειδημοσύνης που εποικίζει το πολιτικό. Δεύτερον, όσοι/ες βουλευτές/ριες γίνανε υπουργοί, κατά τη διάρκεια αυτών των τριάντα χρόνων, κατείχαν διδακτορικό σε ποσοστό άνω του 50%, το οποίο καταδεικνύει τη σχέση εξειδικευμένης γνώσης και εκτελεστικής εξουσίας.
Η επαγγελματική ιδιότητα των βουλευτών/τριών μελετήθηκε υπό το πρίσμα 1) των «ειδικών» (νομικοί, οικονομολόγοι, καθηγητές παν/μίου) και 2) της διάκρισης χειρωνακτικής εργασίας και διευθυντικών θέσεων/επιχειρηματιών. Μέχρι το 2000, και τα τρία κόμματα έχουν υψηλά ποσοστά στα επαγγέλματα των «ειδικών» (30%-40%). Σχετικά με τις δύο επαγγελματικές κατηγορίες, των χειρωνάκτων/αγροτών/τεχνικών και των επιχειρηματιών/διευθυντικών στελεχών, το ΠΑΣΟΚ και στις δύο κυμαίνεται μεταξύ του 2%-4%, ωστόσο στην κρίση δεν εκλέγεται κανένας/καμία από τον χώρο των επιχειρήσεων. Το ΚΚΕ στην κατηγορία χειρωνάκτων/αγροτών/τεχνικών υποδιπλασιάζει τα ποσοστά του μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια, φτάνοντας το 2019 στο 12%. Τέλος, για το ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά ποτέ τα μέλη της ΚΟ δεν συνδέονται ταξικά με την εν λόγω επαγγελματική κατηγορία.
Κάποια πρώτα συμπεράσματα αφορούν την ένταση της ειδημοσύνης στα κόμματα στα αριστερά του άξονα Αριστερά – Δεξιά, με βάση είτε την κατοχή διδακτορικού είτε την επαγγελματική ιδιότητα. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια φθίνουσα πορεία σε σχέση με την ταξική προέλευση των βουλευτών/τριών αυτών των κομμάτων, καθώς σταδιακά μειώνεται το ποσοστό όσων ανήκουν στην επαγγελματική κατηγορία των χειρωνάκτων/αγροτών/τεχνικών. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την επαγγελματική κατηγορία των χειρωνάκτων/αγροτών/τεχνικών, όσο και όσους/ες δεν έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δεν είχε ουσιαστικά μια ΚΟ με ισχυρές αναφορές σε και σχέσεις με τα ταξικά πληττόμενα στρώματα, με εξαίρεση μια συγκεκριμένη περίοδο που συμπίπτει με τις αλλαγές του 4ου Συνεδρίου του ΣΥΝ. Εν κατακλείδι, μπορεί να ειπωθεί ότι παρατηρούνται κάποιες συνέχειες στην πορεία των κομμάτων στα αριστερά του άξονα, ακολουθώντας τις μεταβολές που σχετίζονται με την καρτελοποίηση των κομμάτων.
Σημειώσεις:
1. Το εν λόγω άρθρο είναι τμήμα της ανακοίνωσης στο συνέδριο «Μισός Αιώνας Δημοκρατίας: Κρίσεις, Συνέχειες, Προκλήσεις» (Πάντειο Πανεπιστήμιο, 16-19.10.2024).
2. Τα δεδομένα προέρχονται από την έρευνα «Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου (1989-2019)» (ΕΚΚΕ – Socioscope).
3. Η περιοδολόγηση της Μεταπολίτευσης έγινε με βάση τον Παπαβλασόπουλο (2015, Κεφάλαιο 5, σ. 146-149).