Το πρωί της Δευτέρας 14 Οκτωβρίου, γίναμε μάρτυρες μιας ακόμα επίθεσης στο άσυλο του δημοσίου Πανεπιστημίου, αυτή τη φορά με την πρώτη επιχείρηση τοποθέτησης συστημάτων παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, στις κλινικές της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε η εγκατάσταση συστήματος ασφαλείας, με 60 κάμερες, σε εσωτερικούς χώρους του κτιρίου, με την αιτιολόγηση του ελέγχου για την ασφάλεια του κτιρίου και του εξοπλισμού. Αυτή η απόφαση για «ανακαίνιση» συνοδεύτηκε από ένα πολύ μεγάλο κονδύλι, το οποίο εγκρίθηκε από την ίδια την Πρυτανεία.
Προφανώς, η κίνηση αυτή μας δημιούργησε το ερώτημα αν η απόφαση εγκρίθηκε και από τη συνέλευση των καθηγητών του Τμήματος, όπως και ορίζει ο νόμος 4757/2022 του τότε υπουργείου Παιδείας, ο οποίος και εισήγαγε για πρώτη φορά τα ψηφιακά συστήματα παρακολούθησης και ελέγχου για τα ΑΕΙ. Έχει γίνει γνωστό ότι ο διευθυντής των κλινικών, καθώς και η συνέλευση των καθηγητών του Τμήματος, είχαν πλήρη άγνοια για αυτή την κίνηση, και συνεπώς δεν είχαν δώσει καμία έγκριση.
Ταυτόχρονα ακούγονται δηλώσεις του ίδιου του πρύτανη ότι σκοπεύει να ακολουθήσει την ίδια τακτική και στις υπόλοιπες Σχολές του ΑΠΘ. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο από την Πρυτανεία του ΑΠΘ ότι, με πρόφαση μια υποτιθέμενη ανάγκη για «ασφάλεια» και χωρίς καν να τηρεί τους νόμους της κυβέρνησης της οποίας τις πολιτικές τόσο στηρίζει, επιχειρεί να περάσει από το παράθυρο αυταρχικά μέτρα, τα οποία η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει απορρίψει ήδη μια φορά. Και μιλάμε για αυταρχισμό καθώς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κύρια στόχευση του νόμου που θεσμοθέτησε για πρώτη φορά την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, τα πειθαρχικά και τις διαγραφές φοιτητών/-τριών, καθώς και ολόκληρης της πολιτικής της ΝΔ που αφορά τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν είναι παρά να καταστέλλει με κάθε μέσο την πολιτική πολιτιστική και συλλογική δράση της πανεπιστημιακής κοινότητας. Διότι απέναντι στον νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό που θέλει την υποβάθμιση των δημόσιων δομών εκπαίδευσης έναντι των ιδιωτικών και βλέπει το δημόσιο Πανεπιστήμιο μονάχα ως πεδίο κερδοφορίας και αρωγό της αγοράς εργασίας, βρίσκονται χιλιάδες φοιτητές/-τριες/-τα και καθηγητές/-τριες/-τα που αντιστέκονται.
Είμαστε σήμερα αντιμέτωποι/ες/α με την απόλυτη καταπάτηση των ακαδημαϊκών ελευθεριών μας. Οι επιθέσεις της Αστυνομίας -την οποία ο Πρύτανης του ΑΠΘ έχει βάλει στα αγαπημένα στις κλήσεις του- σε φοιτητές/-τριες/-τα, οι ρίψεις χημικών σε χώρους μαθημάτων, η ρητή απαγόρευση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μέσα στο campus, είναι ένα μικρό δείγμα της καθημερινότητας της φοιτητικής κοινότητας. Μιλώντας για τα Πανεπιστήμια πλέον θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι μιλάμε για χώρους όπου οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα που ξεφεύγει από το ακαδημαϊκό περιεχόμενο, απαγορεύεται. Όπου έχει ποινικοποιηθεί μέχρι και η ψυχαγωγία και ο πολιτισμός. Για μια δυστοπία όπου οι προβολές ταινιών, οι συναυλίες και τα πάρτι είναι εγκλήματα και οι δυνάμεις καταστολής μπαινοβγαίνουν οπλισμένες και έτοιμες να σταματήσουν τους εγκληματίες φοιτητές/-τριες/-τα. Για να μην τολμήσουμε να διεκδικήσουμε τίποτα, όπως δωρεάν φοιτητική μέριμνα και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στο πανεπιστήμιο ή καλύτερους όρους σπουδών. Τότε πάμε απευθείας φυλακή.
Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται ως αποκορύφωμα η επιχείρηση εγκατάστασης των συστημάτων παρακολούθησης εντός των Σχολών. Η παρακολούθηση της κάθε μας κίνησης εντός και εκτός μαθήματος, σε συνδυασμό με την υπόνοια ότι κάποια μας συμπεριφορά μπορεί εύκολα πλέον εξαιτίας των πειθαρχικών να ποινικοποιηθεί, οδηγεί ντε φάκτο στην αυτολογοκρισία. Και άρα επεμβαίνει καθοριστικά στην ακαδημαϊκή ελευθερία των συμμετέχοντων/-ουσων να εκφράζονται στο μάθημα. Και επιπλέον, στοχεύει δεδομένα να στοχοποιήσει τη συνδικαλιστική και πολιτική δράση εντός των Φοιτητικών Συλλόγων, καθώς και να εκφοβίσει τον φοιτητικό κόσμο από την ενεργή συμμετοχή στις διαδικασίες αυτές.
Εκτός των άλλων, η κυβέρνηση της ΝΔ και η Πρυτανεία επιδεικνύουν με αυτή τους την κίνηση για ακόμα μια φορά τις πραγματικές πολιτικές στοχεύσεις τους. Την ίδια στιγμή που υπέρογκα ποσά δαπανούνται σε κάμερες, τα ασανσέρ στις εστίες καταρρέουν και θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές φοιτητών/-τριών. Την ίδια στιγμή που υπάρχουν κονδύλια για συστήματα ασφάλειας, η χρηματοδότηση «δεν φτάνει» για να σιτίζονται και να στεγάζονται οι φοιτητές/-τριες δωρεάν ούτε για να τους παρέχεται δωρεάν ο απαραίτητος εξοπλισμός για το μάθημά τους ή για να προσλαμβάνεται το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα σε αυτό το σχέδιο υποβάθμισης της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μετατροπής του Πανεπιστημίου σε «φυλακή» ιδεών και συμπεριφορών, τάσσεται ενάντια. Οι φοιτητές/-τριες/-τα, οι καθηγητές/-τριες/-τα και το προσωπικό, εμείς που κινούμαστε, ζούμε, και δημιουργούμε εντός των δημόσιων πανεπιστημίων, δεν επιτρέπουμε σε κανένα νεοφιλελεύθερο υπουργείο και καμία πρυτανεία να θεωρεί ότι το Πανεπιστήμιο της ανήκει για να το κάνει ό,τι θέλει. Έχουμε ανάγκη ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο ελεύθερο, δημοκρατικό, έναν χώρο πολιτικής και πολιτισμού. Ένα Πανεπιστήμιο που θα βλέπει προς το όφελος της κοινωνίας και προς την άρση των ταξικών, κοινωνικών, εργασιακών ανισοτήτων. Ένα Πανεπιστήμιο που θα τροφοδοτεί την κοινωνική εξέλιξη και την αμφισβήτηση των κατεστημένων. Αυτός οφείλει να είναι ο ρόλος του. Μέσα από τους Φοιτητικούς Συλλόγους, τους συλλογικούς φορείς των καθηγητών και των εργαζομένων θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι την ανατροπή αυτού και όλων των υπόλοιπων αντιεκπαιδευτικών μέτρων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και δεν θα συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από το Πανεπιστήμιο των αναγκών μας.
Συνδικαλίστριες του Δικτύου Προοδευτικών και Αριστερών Φοιτητών Θεσσαλονίκης