Γιώργος Ευαγγελόπουλος «Παναγιώτης Κονδύλης και Alexandre Kojève. Όταν η πολιτική φιλοσοφία συναντά τη διεθνή πολιτική», εκδόσεις Ευρασία, 2023
Ένα από τα μείζονα διακυβεύματα στη διαμάχη της μοντέρνας φιλοσοφίας με τη μεγάλη παράδοση του κλασικισμού υπήρξε η άρση της διάκρισης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, η οποία κυριάρχησε στη δυτική σκέψη από την εποχή ακόμη που ο Πλάτωνας στην αλληγορία του σπηλαίου διαχώρισε τον «μιαρό» κόσμο της ανθρώπινης κατάστασης από τον έναστρο ουρανό των «καθαρών» Ιδεών, και ο Σταγειρίτης μαθητής του επισφράγισε με τη διάκριση του θεωρητικού βίου από τον πολιτικό, της vita activa από τη vita contemplativa. Η νεοτερική εξέγερση ήρθε να αμφισβητήσει αυτό το δίπολο ήδη από τον καιρό του Μακιαβέλι και του Χομπς, αντιτάσσοντας πως οι υψηλές ιδέες, η ίδια η φιλοσοφία, μπορούν να βρουν την ολοκλήρωσή τους μόνο διά μέσου του πράττειν, δηλαδή στην ίδια τη ζώσα ιστορία του ανθρώπου. Το έσχατο όριο αυτής της μοντερνιστικής ανατροπής βρήκε την έκφρασή του στις φιλοσοφικές διδασκαλίες του Χέγκελ και την ερμηνεία του κόσμου στη συνάφεια της ιστορικής κίνησης. Πλέον η φιλοσοφία δεν αρκούνταν μόνο στο να κατανοήσει τον κόσμο, αλλά θα έφτανε στο σημείο να τολμήσει να τον αλλάξει.
Αυτή η διαλεκτική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης αποτελεί το γονιμοποιό σπέρμα για το τελευταίο βιβλίο του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Γιώργου Ευαγγελόπουλου. Στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ο Ευαγγελόπουλος θέτει το ερώτημα τού πώς αλληλεπιδρά ο φιλοσοφικός στοχασμός με τη διεθνολογική θεωρία και τη χάραξη της πλανητικής πολιτικής. Κα για να το επιτύχει αυτό, φέρνει στο ερευνητικό του μικροσκόπιο τα παραδείγματα δύο πολύ σημαντικών μορφών της ευρωπαϊκής σκέψης του 20ού αιώνα: τον «δικό μας» Παναγιώτη Κονδύλη και τον ρωσικής καταγωγής Γάλλο Αλεξάντερ Κοζέβ. Βασικός στόχος του συγγραφέα είναι να αποκαλύψει τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ της πολιτικής φιλοσοφίας και της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, και εν προκειμένω με ποιον τρόπο οι θεωρητικές επεξεργασίες του Κονδύλη και του Κοζέβ συντελούν στη διαμόρφωση των αναλύσεών τους για τις διεθνείς εξελίξεις και τη γεωπολιτική αρχιτεκτονική του κόσμου. Άλλωστε, μόνο τυχαία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί η επιλογή των εν λόγω στοχαστών από τον συγγραφέα, μιας και αμφότεροι, εκτός από κοφτερά φιλοσοφικά μυαλά εγελιανής κοπής, υπήρξαν προσεκτικότατοι παρατηρητές των ανθρώπινων πεπραγμένων και μας παρέδωσαν μια σειρά οξυδερκέστατων αναλύσεων για τη διεθνή πολιτική και τον τρόπο λειτουργίας εκείνων των κινητήριων δυνάμεων που αποτελούν τους επιταχυντές των παγκόσμιων εξελίξεων.
Μαζικοδημοκρατική εποχή
Η συντριβή του κομμουνισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και η σταδιακή ηγεμόνευση του κόσμου από τις Ηνωμένες Πολιτείες διατάραξαν το παγκόσμιο σύστημα ισορροπιών και ανέδειξαν καινούργιες αξιώσεις ισχύος. Αυτή η νέα ιστορική πραγματικότητα απεδείχθη άκρως ερεθιστική για ένα φιλοσοφικό μυαλό όπως αυτό του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος στράφηκε στον διεθνολογικό στοχασμό αντλώντας ερμηνευτικά εργαλεία από τον πυρήνα του θεωρητικού του έργου. Ο Κονδύλης είδε στον 20ό αιώνα το τέλος του αστικού πολιτισμού και των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων −της ίδιας της νεοτερικότητας− καθώς και την κατάρρευση των νοηματικών κατηγοριών που συγκροτούσαν τα άτομα και τις κοινωνίες (η συνθετική σκέψη, η κοσμοεικόνα της αυτοϋπέρβασης του υποκειμένου, το πολιτικό ως έκφραση του κοινού συμφέροντος). Μαζί τους παρήκμασαν και τα τρία μεγάλα πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα που χαρακτήρισαν αυτή την ιστορική εποχή: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Στη θέση του παλαιού κόσμου αναδύθηκε αυτό που ονόμασε μαζικοδημοκρατική εποχή (με τον συνδυαστικό τρόπο σκέψης και την αυτοπραγμάτωση του ατόμου μέσω της αρχής της ηδονής), η οποία αντικατέστησε το αστικό ολιγαρχικό μοντέλο με την εμφάνιση των μαζικών πολιτικών κομμάτων και εγκαινίασε την πλανητική διάσταση της πολιτικής – ό,τι συμβαίνει σε ένα απομακρυσμένο μέρος του κόσμου επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τις ζωές όλων μας.
Για να τονίσει τον διεθνολογικό στοχασμό του Κονδύλη, ο Ευαγγελόπουλος χρησιμοποιεί ως συγκριτικό εργαλείο την εγελιανής εμπνεύσεως θεωρία περί του «τέλους της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα, που τρεις δεκαετίες πριν, μαζί με μια σειρά όμορων στοχαστών, πίστεψε πως η Pax Americana και η πολιτική θεολογία της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης θα έφερναν το τέλος των παγκόσμιων συγκρούσεων. Στην κονδύλεια ανθρωπολογία, η φιλία και η εχθρότητα, ο πόλεμος και η ειρήνη, αποτελούν δομικά στοιχεία του ιάνειου προσώπου της ανθρώπινης φύσης. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, μας λέει ο Κονδύλης, οι αυξημένες μαζικοδημοκρατικές προσδοκίες σε παγκόσμια κλίμακα για ισότιμη συμμετοχή όλων στην κατανάλωση προϊόντων και στη χρήση πρώτων υλών, σε συνδυασμό με την τεράστια δημογραφική έκρηξη, τη σπάνη των αγαθών και την οικολογική καταστροφή, θα οδηγήσουν σε μια άνευ προηγουμένου όξυνση των ανταγωνισμών και των συγκρούσεων. Γι’ αυτό προειδοποιεί πως ο 21ος αιώνας μπορεί να αποδειχθεί ο τρομακτικότερος όλων για το ανθρώπινο είδος.
Προέκταση δύο κοσμοϊστορικών γεγονότων
Ο Αλεξάντερ Κοζέβ υπήρξε μια «αφανής» φιγούρα των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Γεννημένος το 1902 στη Μόσχα, περάτωσε τις φιλοσοφικές του σπουδές στη Χαϊδελβέργη υπό την εποπτεία του Καρλ Γιάσπερς. Τη δεκαετία του ’30 οι περίφημες διαλέξεις του στη Γαλλία για τον Χέγκελ θα γοητεύσουν μια σειρά διανοουμένων, που αργότερα θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη γαλλική πνευματική ζωή (Αλτουσέρ, Σαρτρ, Λακάν, Μερλό-Ποντί, Ρεϊμόν Αρόν κ.ά). Ο Κοζέβ δεν αρκέστηκε σε μια «ακαδημαϊκή» παρουσίαση των διδαγμάτων του γερμανού φιλοσόφου, αλλά αποπειράθηκε να τα επανερμηνεύσει στη βάση μιας υπαρξιακής προοπτικής.
Παρόμοια με τον δάσκαλό του, ο Κοζέβ πίστευε πως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους ό,τι συνέβαινε στην παγκόσμια ιστορία αποτελούσε προέκταση αυτών των δύο κοσμοϊστορικών γεγονότων. Αυτά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη μελλοντική έλευση του «παγκόσμιου και ομοιογενούς κράτους» (Χέγκελ) που θα βασίζεται στην ισότητα και την ισοδυναμία των πολιτών του και θα ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Η έλευση του παγκόσμιου κράτους θα σημάνει και το «τέλος της ιστορίας». Όπως ορθά επισημαίνει ο Ευαγγελόπουλος, ο Κοζέβ θεώρησε πως αυτό το τέλος θα έπαιρνε την τελική μορφολογική του έκφραση όχι στη Σοβιετική Ένωση, αλλά στη Δύση και στο πλαίσιο της ανάπτυξης του τεχνοποιημένου καπιταλισμού. Ο Κοζέβ θεωρεί λείψανο του παρελθόντος τον αστικό φιλελευθερισμό και πιστεύει πως το έθνος-κράτος έχει οδηγηθεί στον ιστορικό του μαρασμό. Ο κόσμος πλέον έχει εισέλθει στην αυτοκρατορική του διάρθρωση.
Το 1945, σχεδόν με τη λήξη της δεύτερης οικουμενικής αναμέτρησης, στέλνει ένα μυστικό υπόμνημα με τον τίτλο «Λατινική αυτοκρατορία» στη γαλλική ελίτ με το οποίο, στηριζόμενος στις θεωρητικές του επεξεργασίες, προκρίνει μια συνεργασία των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) στη βάση κοινών θρησκευτικών (Καθολικισμός) και πολιτισμικών στοιχείων. Με προεξάρχουσα δύναμη τη Γαλλία, αυτή η αυτοκρατορική δομή θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό και την πίεση τόσο της Γερμανίας (για την οποία προειδοποιεί πως θα ηγεμονεύσει πάλι στην Ευρώπη) όσο και των δύο άλλων αυτοκρατοριών, της αμερικανικής και της σοβιετικής. Ο Κοζέβ στην πορεία θα ασκήσει έντονη επιρροή στη γαλλική εξωτερική πολιτική. Έχοντας αποκτήσει σημαντικές διοικητικές θέσεις και κινούμενος στον στενό κύκλο του προέδρου Σαρλ Ντε Γκολ, θα δει πολλές από τις ιδέες του για την ευρωπαϊκή προοπτική στη Λατινική Αυτοκρατορία να αποτελούν την πρώτη ύλη για τη συγκρότηση της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (1947) αλλά και μετέπειτα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ).
Ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος αφιερώνει ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου στην κριτική παρουσίαση των πολιτικο-φιλοσοφικών θέσεων των δύο στοχαστών (εδώ ο χώρος δεν μας επιτρέπει περαιτέρω επέκταση), συνομιλώντας παράλληλα με τη σκέψη σημαντικών μορφών της πολιτικής φιλοσοφίας και του διεθνολογικού στοχασμού, όπως οι Λέο Στράους, Καρλ Σμιτ, Χανς Μόργκενταου, Πέρι Άντερσον κ.ά. Έτσι μας δίνει την ευκαιρία να κατανοήσουμε το θεωρητικό υπόβαθρο υπό το οποίο προκύπτουν οι διεθνολογικές αναλύσεις και λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε ότι, σε μια περίοδο αυξημένης έντασης των παγκόσμιων ανταγωνισμών ισχύος, τέτοιες μελέτες αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για την κατανόηση των πλανητικών εξελίξεων.