Στο τελευταίο τεύχος της εξαμηνιαίας επιστημονικής επιθεώρησης «Κρίση» κλήθηκα να επιμεληθώ και να παρουσιάσω ένα ειδικό τεύχος με θέμα «Περιβάλλον και Βιωσιμότητα: Κριτικές Προσεγγίσεις»[1]. Τα επτά κείμενα που συναποτελούν αυτό το ειδικό τεύχος προέρχονται από πανεπιστημιακούς που όλοι/ες καταπιανόμαστε με ζητήματα χώρου, περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής. Κληθήκαμε από την πλευρά των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών να συζητήσουμε πάνω σε αντικείμενα που στον δημόσιο διάλογο κυριαρχούνται από τη σκοπιά των Φυσικών Επιστημών. Τόσο στην έρευνα όσο και πολύ περισσότερο στο πολιτικό πεδίο, οι φυσικοί επιστήμονες είναι αυτοί που μας ενημερώνουν για τους δείκτες και τις μετρήσεις γύρω από την κλιματική αλλαγή και μας προτείνουν «νέες» και «καινοτόμες» τεχνολογίες και εφαρμογές για να γίνουμε πιο «πράσινοι» και «βιώσιμοι». Είναι τελικά αυτοί και αυτές που εμφανίζονται ως οι πιο κατάλληλοι και καταρτισμένες να μιλήσουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και να δώσουν περιεχόμενο στον όρο βιωσιμότητα και βιώσιμη ανάπτυξη.
Στα κείμενα μας προσπαθήσαμε να αντιστρέψουμε αυτή την συνθήκη. Θελήσαμε να προσφέρουμε οπτικές και διαστάσεις από τα πεδία της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Γεωγραφίας, της Πολιτικής Οικολογίας και των Πολιτικών Επιστημών. Συνεπώς, αξιοποιήσαμε έννοιες και εργαλεία από τα πεδία μας για να μιλήσουμε για την οικολογία, την τρέχουσα κλιματική κρίση, τις περιβαλλοντικές συγκρούσεις και τα αντίστοιχα κοινωνικά κινήματα. Στόχος μας είναι να μετατρέψουμε το περιβαλλοντικό ερώτημα από ένα τεχνικό ή (κλειστά) επιστημονικό αντικείμενο σε ένα κοινωνικό ζήτημα.
Για να το πετύχουμε αυτό, κατευθυνθήκαμε σε τρεις τροχιές με πολλές διακλαδώσεις και διασταυρώσεις. Πρώτα, κινηθήκαμε στο αναλυτικό πεδίο αναδεικνύοντας τη σημασία της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας και της πολιτικής οικολογίας για τη μελέτη των διασυνδέσεων μεταξύ του περιβάλλοντος και των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών. Επιπλέον, στο εμπειρικό «μονοπάτι» τεκμηριώσαμε τις συγκεκριμένες επιπτώσεις των αναπτυξιακών πολιτικών στο περιβάλλον και στην εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων (δείτε για παράδειγμα την άνιση πρόσβαση σε ό,τι ονομάζεται «βιώσιμη» κατοίκηση). Τέλος, ο τρίτος δρόμος ήταν αυτός της εστίασης στις συγκρούσεις και τα κοινωνικά κινήματα ως το καταλληλότερο εργαλείο «εισόδου» στο περιβαλλοντικό ερώτημα.
Μια επανειλημμένα ανεκπλήρωτη υπόσχεση
Γιατί όμως απαιτείται μια επανεξέταση της βιωσιμότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης; Γιατί επιλέγουμε να εξετάσουμε έναν όρο που παρουσιάζεται ως πολιτικά και κοινωνικά ουδέτερος, ή ακόμα και προοδευτικός; Γιατί τελικά εμφανίζεται η ανάγκη για κριτική προσέγγιση της έννοιας της βιωσιμότητας;
Όλες οι συμβολές στο άρθρο εκκινούν από τη διαπίστωση ότι οι τρέχουσες κυρίαρχες πολιτικές για κοινωνικοχωρικές και κοινωνικοπεριβαλλοντικές σχέσεις διέπονται από το φαντασιακό της βιωσιμότητας. Καλούμαστε ως άτομα και κοινωνίες να απαντήσουμε σε ηθικές εγκλήσεις για να γίνουμε πιο «πράσινοι», πιο «ανθεκτικοί» απέναντι στην κλιματική κρίση και πιο «βιώσιμοι». Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών και χωρικών ζητημάτων επαφίεται σε τεχνικές λύσεις και προσαρμογές.
Όμως αυτές οι ίδιες οι προτεινόμενες λύσεις, ενώ παρουσιάζονται ως αδιαμεσολάβητες τεχνικές ή τεχνολογίες χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, δεν είναι παρά πολιτικές διαχείρισης και προσαρμογής. Η εννοιολογική τους ασάφεια και ευπλαστότητα τις καθιστά εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία διαχείρισης κινδύνων για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Εργαλεία που προωθούν τη συναίνεση και προλαμβάνουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης ριζοσπαστικών εναλλακτικών πολιτικών, σε πλήρη σύμπνοια με τη νεοφιλελεύθερη λογική του “There is no alternative”. Οι κοινωνίες δικαιούνται να φαντάζονται πως θα είναι «εξυπνότερες» αλλά δεν μπορούν να φαντάζονται εναλλακτικές στη λογική της αγοράς για τη διαχείριση των περιβαλλοντικών και αστικών ζητημάτων. Στο οποιοδήποτε περιβαλλοντικό πρόβλημα -που ιστορικά η καπιταλιστική λογική της εξόρυξης πόρων και υπερσυσσώρευσης έχει δημιουργήσει- η απάντηση είναι περισσότερη αγορά και περισσότερη -εμπορευματοποιημένη- τεχνολογία.
Αυτή η μετάφραση των κοινωνικοπεριβαλλοντικών ζητημάτων σε «έξυπνες» τεχνο-επιστημονικές τεχνολογίες παρακολούθησης σημαίνει ότι πολύ απλά η επίτευξη στόχων βιωσιμότητας και αειφορίας ταυτίζεται με την απλή εγκατάσταση τεχνικών διαχειριστικών συστημάτων. Μάλιστα, όταν ένας οποιοσδήποτε δείκτης δεν βελτιώνεται, αναπτύσσεται μια νέα έξυπνη τεχνολογία ή τεχνική διακυβέρνησης που υπόσχεται να αντισταθμίσει τις κοινωνικές απώλειες. Αλλά αυτή είναι μια επανειλημμένα ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Η ιστορία των παγκόσμιων πολιτικών «βιωσιμότητας», μέσα από τις διασκέψεις για το κλίμα, που δυστυχώς όλες έχουν αποτύχει ως προς τους στόχους που οι ίδιες έθεσαν, αποδεικνύει τα παραπάνω.
Ανεπιτυχής «ευθυνοποίηση»
Όπως το θέτουν οι Vrasti και Michelsen[2] «το ερώτημα με τις πολιτικές ανθεκτικότητας μετασχηματίζεται. Δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε στο πώς θέλουμε να ζήσουμε αλλά στο πώς να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από κινδύνους πέρα από τις δυνάμεις μας».
Επιπλέον και όπως σημειώνει ο Sighard Neckel στο άρθρο του στο αφιέρωμα[3], οι διαμάχες γύρω από το γιατί είναι απαραίτητος ένας βιώσιμος τρόπος ζωής έχουν εισαγάγει στον καθημερινό διάλογο μια ηθική συζήτηση κατά την οποία, η κλιματική κρίση αποτελεί ατομική ευθύνη. Αυτή η «ευθυνοποίηση» αναφέρεται κυρίως στο οικολογικό αποτύπωμα, ιδέα η οποία αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990, ως μέτρο και εργαλείο για τον καθορισμό της κατανάλωσης πηγών σε επίπεδο ατόμων, νοικοκυριών, δήμων, περιοχών και κρατών. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από το οικολογικό αποτύπωμα συμβάλλει συχνά στην «εξατομίκευση» της κλιματικής κρίσης, μέσα από τη νοηματοδότηση της βιωσιμότητας ως επιτεύγματος ατομικών επιλογών, τη μετατροπή της σε ατομικό καθήκον και τη μετατόπιση της ατζέντας του κοινωνικο-οικολογικού μετασχηματισμού από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα. Αυτές οι πρακτικές έχουν, επίσης, αποδειχθεί ιστορικά ανεπιτυχείς.
Να αφουγκραστούμε τα κινήματα και τις διεκδικήσεις τους
Το τρίτο σημείο κριτικής έχει να κάνει με αυτές και αυτούς που αφήνουν εκτός οι πολιτικές βιωσιμότητας. Τί γίνεται με όσες και όσους αρνούνται να συμπεριληφθούν σε απλές διαδικασίες προσαρμογής που σε μεγάλο βαθμό η βιώσιμη ανάπτυξη προτείνει. Ένα κίνημα πόλης που υπερασπίζεται το πάρκο της γειτονιάς του ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είναι συνομιλητής σε ένα σχέδιο «βιώσιμης πόλης»; Ένα περιβαλλοντικό κίνημα που π.χ. εναντιώνεται στις ΒΑΠΕ σε ένα νησί, έχει λόγο στις αναπτυξιακές πολιτικές για τον τόπο του ή θεωρείται κίνδυνος ενάντια στις πολιτικές βιωσιμότητας; Σε πολλές περιπτώσεις, δυστυχώς, εντάσσονται μόνο τυπικά στις πολιτικές προτάσεις. Γίνεται πολύ λόγος για τα περιβαλλοντικά κοινωνικά κινήματα, αλλά πόσες φορές τα αιτήματά τους πραγματικά εντάσσονται σε ένα «σχέδιο βιωσιμότητας» που καταρτίζει π.χ. ένας δήμος, ένα υπουργείο ή μια υποεπιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Όμως, το περιβάλλον δεν είναι έξω από την κοινωνία, μια εξωτερικότητα στην οποία έχουμε όλες και όλοι αδιαμεσολάβητη πρόσβαση και τελικά «ωφελούμαστε» και «κινδυνεύουμε» εξίσου από αυτό. Δεν βιώνει η ανθρωπότητα ως σύνολο τις συνέπειες μιας αναπτυξιακής πολιτικής ή της κλιματικής αλλαγής. Την κλιματική κρίση τη βιώνουν άνθρωποι που καθορίζονται και υπάρχουν μέσα από τις ταξικές, κοινωνικές, έμφυλες, φυλετικές, εθνικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, ανισότητες, διεκδικήσεις και συγκρούσεις τους. Και την ίδια στιγμή αυτοί οι άνθρωποι σε πολλές περιπτώσεις συγκροτούνται και διεκδικούν μέσα από τα κοινωνικά κινήματα. Τα κινήματα αυτά, εκκινώντας από το «ειδικό», το «μερικό» και το «τοπικό» συχνά διαμορφώνουν νέα φαντασιακά και εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης των κοινωνικο-περιβαλλοντικών σχέσεων, ώστε αυτές να είναι πιο ισότιμες. Οι πολιτικές μέθοδοι, οι τακτικές και οι παρεμβάσεις που παράγουν προσφέρουν το «αντίδοτο» στις κυρίαρχες, σήμερα, τεχνο-διαχειριστικές λύσεις για την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική κρίση ενώ ρητά ή άρρητα αμφισβητούν τη βιώσιμη ανάπτυξη ως υπόδειγμα που τελικά –εξίσου ρητά ή άρρητα– εξυπηρετεί τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης ενάντια στους πόρους και τα –φυσικά και μη– περιβάλλοντα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Γι’ αυτό και αξίζει να είναι στο επίκεντρο της όποιας λογικής «βιωσιμότητας».
Θα κλείσω, συμφωνώντας με τον Κωστή Χατζημιχάλη[4], επίσης συγγραφέα στο αφιέρωμα, που σημειώνει πως αυτό που πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε πραγματικά να μετασχηματίσουμε ριζοσπαστικά τις κοινωνικοπεριβαλλοντικές μας σχέσεις, είναι να αφουγκραστούμε τα κινήματα και τις διεκδικήσεις τους και όχι να εγκλωβιστούμε σε έννοιες και πολιτικές που προσπαθούν να μας προσαρμόσουν σε ένα αβίωτο παρόν με την υπόσχεση ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Σημειώσεις:
1. Για το ειδικό τεύχος της ΚΡΙΣΗΣ δείτε: e-krisi.gr και www.facebook.com/profile.php?id=100057087054468. Αναλυτικά τα περιεχόμενα του τεύχους εδώ: Log into Facebook
2. Vrasti, W. & Michelsen, N (2017) “Introduction: on resilience and solidarity”, Resilience, 5:1, 1-9, DOI: 10.1080/21693293.2016.1228155.
3. Neckel, S. (2024) «Σοσιαλισμός των Υποδομών: Η σημασία της οικονομίας των θεμελίων», Κρίση – Εξαμηνιαία Επιστημονική Επιθεώρηση 15(2024/1), σελ. 113-130. doi: https://doi.org/10.5281/zenodo.11134463.
4. Χατζημιχάλης, Κ. (2024) «Βιώσιμη Ανάπτυξη: από προοδευτική έννοια, πυλώνας του “πράσινου” καπιταλισμού», Κρίση – Εξαμηνιαία Επιστημονική Επιθεωρωηση 15(2024/1), σελ. 113-130. doi: https://doi.org/10.5281/zenodo.11134463