Paul Auster «Μπαουμγκάρτνερ», μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024
Στο κύκνειο άσμα του, ο Πολ Όστερ (Νιου Τζέρσι, 3/10/1947 - 30/4/2024) σκιαγραφεί το πορτρέτο του Σίμορ Σάι Μπαουμγκάρτνερ, ενός εβδομηνταενάχρονου άντρα που αδυνατεί να ξεπεράσει τον θάνατο της συζύγου του. Στο 18ο κατά σειρά μυθιστόρημά του, ο αμερικανός συγγραφέας διερευνά τη σχέση της μνήμης με το βίωμα. Η ζωή του Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει καθοριστεί από τη βαθιά, διαρκή αγάπη του για την Άννα, η οποία σκοτώθηκε σε ατύχημα πριν από εννιά χρόνια. Τώρα, στα εβδομήντα ένα του, ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να παλεύει για να ζήσει χωρίς εκείνη. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται μέσα από τις μνήμες του και τις ιστορίες που αναδύονται από αυτές.
Το 1968, «την αποκαλυπτική χρονιά των αναταραχών και των μεγάλων αλλαγών, τη χρονιά της συλλογικής νευρικής κατάρρευσης της Αμερικής», ο Σάι και η Άννα, άφραγκοι φοιτητές στο σκληρό περιβάλλον της Νέας Υόρκης∙ και πιο πίσω στον χρόνο, ο έφηβος Μπαουμγκάρτνερ στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, να μεγαλώνει υπό την προστασία της μητέρας του Ρουθ, ουκρανικής καταγωγής, το γένος Όστερ, και σε συχνή κόντρα με τον πολωνικής καταγωγής πατέρα του, έμπορο παπουτσιών, που αυτοπροσδιοριζόταν ως «αναρχοειρηνιστής» και «άθεος ακτιβιστής». Πρόκειται για σαφείς αυτοβιογραφικές αναφορές, μιας και οι γονείς του Όστερ ήταν πολωνοεβραϊκής καταγωγής μετανάστες. Στον αντίποδα, η Άννα μεγάλωσε με τις ανέσεις που της παρείχε η εύπορη, μεσοαστική οικογένειά της, με την οποία όμως ήρθε σε σύγκρουση, διεκδικώντας την αυτονομία της, οικονομική και υπαρξιακή.
Οι δυο τους ήταν παντρεμένοι για σχεδόν 40 χρόνια. Ο Σάι πρόκειται να αποσυρθεί από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου διδάσκει φιλοσοφία. Αντίστοιχα, η Άννα εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους ως μεταφράστρια και επιμελήτρια λογοτεχνίας, ενώ ήταν συγχρόνως ταλαντούχα ποιήτρια∙ συνεσταλμένη, δεν τόλμησε να τα δημοσιεύσει, αλλά τα κράτησε στο συρτάρι της. Ο Σάι τα διαβάζει μετά τον θάνατό της και θυμάται ξανά.
«Η αλήθεια έρχεται με χτυπήματα»
Στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, ο Σάι είναι απασχολημένος με τη συγγραφή μιας μονογραφίας για τον Κίρκεγκωρ. Πριν τελειώσει η μέρα, η δουλειά του διακόπτεται από μια σειρά από ατυχήματα: καίει το χέρι του σε ένα τηγάνι που έχει αφήσει στη σόμπα, δέχεται μια κλήση από την κόρη της καθαρίστριάς του, η οποία αναφέρει ότι ο πατέρας της μόλις έκοψε δύο από τα δάχτυλά του και τελικά πέφτει από τις σκάλες του κελαριού, χτυπώντας σοβαρά το γόνατό του. Θυμάται τότε την παρατήρηση του Σολ Μπέλοου: «η αλήθεια έρχεται με χτυπήματα».
Οι σελίδες που περιγράφουν τη γνωριμία της Άννας και του Σάι είναι από τις ωραιότερες στο βιβλίο. Εδώ ο Όστερ εξωτερικεύει για άλλη μια φορά τη μεγάλη αγάπη του για τα σπορ, ειδικά για το μπέιζμπολ. Ο Σάι παρατήρησε για πρώτη φορά την Άννα και σκίρτησε η καρδιά του, όταν την είδε να διαπρέπει ως fielder στο μπέιζμπολ ή σε αγώνες ταχύτητας στον στίβο απέναντι σε άντρες συμφοιτητές της.
Επιστρέφοντας στον παροντικό χρόνο, δύο μήνες μετά το ατύχημα, το γόνατο του έχει πια θεραπευτεί και ο Σάι εργάζεται σε ένα νέο βιβλίο πάνω σε αυτό που ονομάζεται «σύνδρομο μέλους φαντάσματος», δηλαδή στον άρρηκτο δεσμό που εξακολουθεί να υφίσταται ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και σε ένα ακρωτηριασμένο άκρο του. Η ενασχόλησή του με το βιβλίο όμως δεν μπορεί να τον αποτραβήξει από τις θύμησες της Άννας. Παρατάει το γράψιμο και, ξεφυλλίζοντας τα κατάλοιπά της, ξαναδιαβάζει ένα ποίημά της που τον εμπνέει. Αισθάνεται ότι τον παροτρύνει να ξεφύγει από την αδράνειά του.
Έχοντας συμβιβαστεί με λίγα ενώ είχε ελπίσει σε πολλά
O Σάι αποφασίζει τότε ενδώσει σε αυτό που θεωρεί ως το σιωπηρό ερωτικό μήνυμα του ποιήματος, προτείνοντας στη γυναίκα που βλέπει τα τελευταία χρόνια, την Τζούντιθ, μια συνάδελφο ακαδημαϊκό, να ζήσει μαζί του – η Τζούντιθ είναι περίπου δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του. Αλλά η νέα του φλόγα σβήνει («Τζούντιθ» σημαίνει «φωτιά» στα εβραϊκά). Η Τζούντιθ αρνείται διπλωματικά να δεσμευθεί σε γάμο, θέλει όμως να συνεχίσουν να βλέπονται και να κάνουν έρωτα. Ο Σάι «νοιώθει παράξενα το κεφάλι του, λες και ξαφνικά το κρανίο του έχει αρχίσει να διαστέλλεται […] ώσπου απομένει σαστισμένος και ζαλισμένος. Σαν πυγμάχος σκέφτεται, σαν πυγμάχος που καλείται να αντιμετωπίσει έναν ακατάλληλο αντίπαλο και αγωνίζεται σε λάθος κατηγορία, έχει σωριαστεί από αριστερό κροσέ, μόνο που ο Μπαουμγκάρτνερ εξακολουθεί να έχει τις αισθήσεις του, δεν έχει βγει νοκ άουτ ακόμα…»
Η άρνηση της Τζούντιθ, παρόλα αυτά, βαθαίνει το συναισθηματικό κενό που αισθάνεται, καθώς συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει στη ζωή του την Άννα και τα όσα έζησαν μαζί. «Η Τζούντιθ τού είχε αρνηθεί, ταυτόχρονα όμως του είχε προσφέρει ένα ψιχουλάκι, το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να τον κάνει να νοιώθει ευγνώμων, που μάλλον είναι, υποθέτει, ωστόσο, έχοντας συμβιβαστεί με τόσο λίγα ενώ είχε ελπίσει σε τόσο πολλά, συνειδητοποιεί ότι έχει υποβιβαστεί σε έναν επαίτη που χτυπάει την πίσω πόρτα του παλατιού και ζητιανεύει από την υπηρέτρια του βασιλικού μαγειρείου αποφάγια από το πιάτο της βασίλισσας».
Καθώς επαναφέρει και πάλι στη μνήμη του τον απροσδόκητο θάνατο της Άννας, ο Μπάουμγκάρτνερ αντιλαμβάνεται πως μέσα στη θλίψη του έχασε τον εαυτό του στα χειρόγραφά της, αντί να κάνει κάτι πιο χρήσιμο και πιο σημαντικό για την ανάμνησή της: να βρει εκδότη για μια συγκεντρωτική συλλογή των ποιημάτων της. Αναπολεί συγχρόνως ξανά τον πατέρα του, ιδιοκτήτη καταστήματος φορεμάτων, και τη μοδίστρα μητέρα του. Και θυμάται την κομβική ημέρα όταν εκείνος, ένα «ανυποψίαστο βρωμόπαιδο από το Νιούαρκ», ενημερώθηκε για την υποτροφία που του επέτρεψε να απελευθερωθεί από τους ταξικούς και κοινωνικούς περιορισμούς που του επέβαλλε ο οικογενειακός του περίγυρος. Όπως ακριβώς και η Άννα, με αντεστραμμένη όμως ταξικότητα.
Ανθρωπιά, συμπόνια και ευγνωμοσύνη
Η αυτοαναφορική μυθοπλασία του Όστερ είναι γεμάτη λεπτά γλωσσικά παιχνίδια. Το 18ο μυθιστόρημά του δεν αποτελεί εξαίρεση. Η διεισδυτική ματιά του εντοπίζει την ομορφιά στις πιο εφήμερες και μικρές στιγμές της καθημερινής ζωής και θέτει τα ερωτήματα: Γιατί θυμόμαστε για πάντα κάποια πράγματα ενώ άλλα τα ξεχνάμε; Τι ακριβώς κρατάμε από τις σχέσεις μας με τα αγαπημένα μας πρόσωπα; Τείνουμε να τα εξιδανικεύσουμε όταν μας αφήνουν; Υπάρχουν στ’ αλήθεια άνθρωποι που είναι αναντικατάστατοι στη ζωή μας;
Τα γηρατειά, καθώς η γραμμή του μέλλοντος λεπταίνει, είναι κατάλληλη στιγμή για να κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο. Γραμμένο μέσα στη δική του προθανάτια αγωνία -ο συγγραφέας έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα σε προχωρημένο στάδιο- το μυθιστόρημα του Όστερ είναι μια ελεγεία για την επιβίωση ύστερα από τον θάνατο (ή και τη φυγή) ενός αγαπημένου συντρόφου. Αποπνέει ανθρωπιά, συμπόνια και ευγνωμοσύνη τόσο για τις όμορφες όσο και για τις άσχημες στιγμές της ζωής.