Ίβο Άντριτς «Η γέννηση του φασισμού», μετάφραση - εισαγωγή - επίμετρο: Ανδρέας Λυμπεράτος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Altera Balkanica/Μικρά, 2024
Δανείζομαι τη φράση «Ο ύπνος του Λόγου γεννά τέρατα», με την οποία ο Γκόγια τιτλοφόρησε ένα από τα πιο γνωστά έργα του, διότι νομίζω ότι ταιριάζει σε αυτό που περιγράφει ο Άντριτς σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, η έκταση του οποίου είναι αντιστρόφως ανάλογη της αξίας και του ενδιαφέροντός του. Περιλαμβάνει εννέα κείμενα σχετικά με τη γέννηση του φασισμού, κατά την περίοδο 1921-1926. Η μετάφραση, τα σχόλια και το επίμετρο είναι του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Αντρέα Λυμπεράτου.
Ο Ίβο Άντριτς παρατηρεί και μελετά την ανάδυση του φασισμού ως νέος, τριαντάχρονος τότε, διπλωμάτης, κάτι που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως προς την οπτική του, εφόσον δεν εξετάζει τον ανερχόμενο φασισμό μόνο σε σχέση με τις διακηρύξεις και την αποδοχή του, αλλά και σε συνάφεια με τις διακρατικές σχέσεις και τις νέες αλλαγές στην Ευρώπη, ύστερα μάλιστα από τον Μεγάλο Πόλεμο. Στα εννέα κείμενα αυτού του βιβλίου, βλέπουμε την ανάδειξη του Μουσολίνι και την άνοδο του φασισμού ως κινήματος, καθώς και το πώς ο ίδιος ο, πρώην σοσιαλιστής, Μουσολίνι εκμεταλλεύεται την εμπειρία του πολέμου και τον τρόπο με τον οποίον αυτός επέδρασε σε διαφορετικές μερίδες της κοινωνίας.
Κίνημα το οποίο συνδέει το κράτος με το έθνος
Ο Άντριτς αντιλαμβάνεται και εξετάζει τον φασισμό, όχι μόνο ως ιδεολογία, αλλά και ως κίνημα το οποίο συνδέει το κράτος με το έθνος, αναγνωρίζοντας προτεραιότητα στο πρώτο. Το κράτος είναι το αίτιο για τη συγκεκριμένη θεώρηση του έθνους. Τι είναι αυτό, όμως, που παρατηρεί ο Άντριτς στον Μουσολίνι και με το οποίο εξηγεί την άνοδό του, καθώς και του φασισμού; Ο Άντριτς εστιάζει στο εξής: «Ο χρόνος από το συνέδριο της Ρώμης μέχρι την Πορεία προς τη Ρώμη τον Οκτώβριο του 1922 σήμαινε για τον φασισμό ασταμάτητη συσσώρευση δυνάμεων. Παράλληλα, ο Μουσολίνι αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη δικτατορική εμπειρία, αφού ασκώντας δικτατορική εξουσία στο κόμμα του, ετοιμαζόταν για τη δικτατορία στο κράτος που τον περίμενε. Εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά του δικτάτορα: απερισκεψία, οξυδέρκεια και οργανωτικές ικανότητες. Διεισδύει στις ψυχές των μαζών, που θέλει να κατακτήσει, και εκμεταλλεύεται επιδέξια τις ευμετάβλητες διαθέσεις τους. Εισάγει στη δημόσια ζωή το στοιχείο του ντεκόρ και της τελετουργίας, που από τα δημοκρατικά χρόνια ήταν επιθυμητό και που τόσο πολύ το αγαπούν οι ιταλικές μάζες, δίνει και πάλι στο σύνθημα τη δύναμή του στην πολιτική ζωή, και ανοίγει νέα πεδία για τα επαρχιώτικα πάθη και τις προσωπικές φιλοδοξίες» (σ. 56-57).
Έχει μεγάλη σημασία το πώς ο Άντριτς συλλαμβάνει την έμμεση εδραίωση του φασισμού στο φαντασιακό και τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων. Το πώς ο ηγέτης του φασισμού, ο Μουσολίνι, αυτοσκηνοθετείται και πώς παραλλήλως ο φασισμός και οι φασίστες σκηνοθετούν την παρουσία τους σαν να είναι «όλοι», σαν να αποτελούν τον καθρέφτη όλων, ώστε καθένας να αναγνωρίζει σε αυτούς τη φαντασιακή, εξιδανικευμένη πλευρά του, ιδίως ως προς τις κυριαρχικές της διαστάσεις.
Επίμετρο με αναλυτική δυναμική
Αξίζει να σταθούμε στο καταληκτικό επίμετρο, που συνέταξε ο Ανδρέας Λυμπεράτος, και την αναλυτική του δυναμική. Εδώ, ο Λυμπεράτος μάς παρουσιάζει, εκτός από τον γνωστό συγγραφέα, Ίβο Άντριτς, και τον νεαρό, τότε, διπλωμάτη και τη δραστηριότητα που ανέπτυξε ως διπλωμάτης. Πρόκειται για αξιοσημείωτη και πολύπλευρη δράση, η οποία είναι τέτοια, ώστε «Το σοσιαλιστικό καθεστώς του Τίτο αποφάσισε μάλιστα να παραβλέψει τη διπλωματική του δράση στο πλευρό του Στογιαντίνοβιτς και να χρησιμοποιήσει τον ταλαντούχο και πασίγνωστο πλέον συγγραφέα, προωθώντας τον σύντομα στη θέση του προέδρου της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Συγγραφέων» (σ. 122). Ο Στογιαντίνοβιτς, ο οποίος είχε κυβερνήσει τη Γιουγκοσλαβία, από το 1935 έως το 1939, ηγήθηκε ενός καθεστώτος, για την ιδεολογική σύσταση του οποίου, δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ. Το επίμετρο τιτλοφορείται με τον ευρηματικό τίτλο «Η κοινοτοπία του διπλωματικού κακού», προφανώς σε αναφορά προς τη γνωστή ρήση της Άρεντ. Τι είναι, όμως, το «διπλωματικό κακό»; Γιατί συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση και πώς αυτό εκδηλώθηκε; Ο Άντριτς, όπως εξηγεί με σαφήνεια ο Ανδρέας Λυμπεράτος, στις 30 Ιανουαρίου 1939, θα συντάξει υπόμνημα, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του Στογιαντίνοβιτς, με αντικείμενο τον διαμελισμό και τον διαμοιρασμό της Αλβανίας με τη φασιστική Ιταλία. Οι υπερασπιζόμενοι τον Άντριτς, κατά τον Ανδρέα Λυμπεράτο, προβάλλουν το επιχείρημα της εναλλακτικής επιλογής. Με άλλα λόγια, ο Άντριτς, ως διπλωματικός υπάλληλος, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κατά την ερμηνευτική θέση του Λυμπεράτου, αυτό το «δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς» τον υπάγει σε μια περίπτωση της γενικότερης, κατά Άρεντ, «κοινοτοπίας του κακού», δηλαδή την «κοινοτοπία του διπλωματικού κακού», κατά την ευρηματική εξειδίκευση του Ανδρέα Λυμπεράτου. Όμως, ο Λυμπεράτος θα επιμείνει σε κάτι άλλο: «Η διαφορά είναι όχι μόνον ότι ο Άντριτς δεν ήταν κάποιος χαμηλόβαθμος διπλωματικός υπάλληλος αλλά το νούμερο δύο της γιουγκοσλαβικής διπλωματίας (αναπληρωτής υπουργός), αλλά και ότι η ιδιαίτερη ευαισθησία και συναισθηματική νοημοσύνη ενός από τους πιο βαθυστόχαστους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, ο οποίος είχε και την εμπειρία του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, καθιστά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Άντριτς δεν αντιλαμβανόταν τις συνέπειες και το ανθρώπινο κόστος των προτάσεών του. Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος που τόσο μαχητικά και απόλυτα καταδίκαζε τον Μουσολίνι και το φασιστικό του καθεστώς στις αρχές της δεκαετίας του 1920, διαπραγματευόταν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 με τον Τσιάνο τη διχοτόμηση, το μοίρασμα και την “εκκαθάριση” της Αλβανίας» (σς. 125-126). Τι είναι, λοιπόν, αυτό που οδηγεί αυτόν τον «πραγματικό κοσμοπολίτη εθνικιστή», αυτόν τον «όχι φασίστα», να σιωπήσει για τα πεπραγμένα της διπλωματικής του θητείας;
Εισερχόμενοι στον κύκλο των ερωτημάτων
Τόσο η ποιότητα των κειμένων του Άντριτς όσο και η αναλυτική διαύγεια του επιμέτρου επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισέλθει στον κύκλο των ερωτημάτων. Μιλώ για κύκλο, διότι νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να πιάσουμε ως άκρη του εξηγητικού νήματος μόνο τις πολύτροπες και λεπτές εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης, σε καταστάσεις που δοκιμάζουν την εσωτερική συνοχή της προσωπικότητας, ιδίως όταν αυτές οι καταστάσεις είναι ο μουσολινικός φασισμός, ο οποίος προκρίνει το κράτος έναντι του έθνους, οπότε, για έναν ανώτερο διπλωματικό υπάλληλο, η υπηρέτηση του κρατικού σκοπού υπέρκειται οποιουδήποτε άλλου. Αρκεί, όμως, αυτό; Το πότε κάποιος, χωρίς να είναι ούτε και να γίνεται βαθμηδόν φασίστας, συντονίζει τον εσωτερικό τόνο του θυμικού του και των συναισθηματικών του ταλαντώσεων με την υπολογιστική στάθμιση δυνατοτήτων, συμφερόντων και τακτικών επιβίωσης, οπότε αυτός ο συντονισμός καταλήγει, εκτός από τα παραπάνω, να συντονίσει και τον βηματισμό των εγχειρημάτων, είναι το ιστορικώς ανοικτό ερώτημα. Σε αυτό το ιστορικό άνοιγμα μάλλον βρίσκεται και ο πιθανός συνδυασμός των εξηγήσεων. Αλλά και αυτές ίσως να υπερβαίνουν την αυτονόητη συνθήκη αιτίου και αιτιατού.