Δήμητρα Λουκά «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου», εκδόσεις Κίχλη, 2024
Η δυναμική επάνοδος του παράδοξου και του υπερφυσικού στοιχείου στη διεθνή δημοφιλή κουλτούρα και στην παγκόσμια λογοτεχνία συνδέεται με την «ανησυχία» που γεννά η μεταβατική και σκοτεινή εποχή μας και ο κατακερματισμός του νοήματος στο πλαίσιό της· με την αναδιαπραγμάτευση της σχέσης ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα, στην ατομική και συλλογική διάστασή της, και των πεδίων ισχύος μέσα στα οποία αυτή διαμορφώνεται· αλλά και με την ανάγκη της ίδιας της λογοτεχνίας να επανεπινοήσει τον εαυτό της, μέσα από τη δημιουργική επανατοποθέτησή της απέναντι στο ίδιο της το παρελθόν.
Στα καθ’ ημάς και ειδικότερα στο έργο των νεοτέρων, αυτή η (νέα) επιστροφή στις (όποιες) ρίζες εκβάλλει σε ένα πολύκλωνο λογοτεχνικό νήμα, με ιδιαίτερη προτίμηση στη μικρή φόρμα και με ποικίλες στοχεύσεις και πραγματώσεις – όλες πάντως πολιτικές ασχέτως του αυτοπροσδιορισμού τους: σε μια νέο-ηθογραφία σε νοσταλγική και/ή αποαναπτυξιακή προοπτική· σε ένα νέο-γοτθικό αφήγημα που επαναφέρει στο προσκήνιο την παρελθούσα απορία του ανθρώπου μπροστά στο άλογο στοιχείο της ψυχής και του κόσμου, με ορίζοντα τη διερεύνηση του κοινωνικού τρόμου, αλλά μπορεί και όχι· τη ρεαλιστική και μαζί μαγική αφήγηση που ανασυστήνει, με σαφώς παροντική αφόρμηση και ερμηνευτική στόχευση, μια αρχαιολογία της εξουσίας στον κοινωνικό ιστό και στη μηχανική της Ιστορίας, των πρακτικών και των λόγων που ορίζουν τη σχέση με τον εαυτό και τον άλλον.
Ενταγμένα εξαρχής σε αυτή την τάση και δη στην τρίτη της κατεύθυνση, τα διηγήματα της Δήμητρας Λουκά εστιάζουν στον ανυπεράσπιστο άλλον μέσα σε έναν άγριο κόσμο, με έμφαση στις γυναίκες και τη μοίρα τους, χαραγμένη στο πετσί τους από γενιά σε γενιά, μια μοίρα που την αντιπαλεύουν όμως ενίοτε στα ίσα, μετατρέποντας το τραύμα σε δύναμη. Κι η Λουκά αυτό που κάνει το κάνει πολύ καλά, ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τα στοιχεία που επιλέγει κάθε φορά να αναδείξει. Στην τρίτη μάλιστα συλλογή διηγημάτων της, εδραιώνει και εξελίσσει τα κεκτημένα της: η παράδοση, ως συλλογική μνήμη, διευρύνει το πεδίο αναφοράς της στον χώρο και στον χρόνο· τα διηγήματα έχουν πλέον έναν κεντρικό άξονα, την Περσεφόνη και τη Δήμητρα, τη μάνα και την κόρη· η ντοπιολαλιά περιορίζεται στα σημεία που είναι απολύτως απαραίτητη και δομικά και υφολογικά λειτουργική.
Ανάποδη ιστορία της δισυπόστατης Περσεφόνης
Στα διηγήματά της νέας της συλλογής λοιπόν, οργανωμένα σε δυο ενότητες, «Η Περσεφόνη που όλο επιστρέφει» και «Αρπαγές παντού», διαβάζουμε ανάποδα μια πολλαπλή, αρθρωτή, πρισματική και πειραγμένη ιστορία της δισυπόστατης Περσεφόνης με τις μητριαρχικές καταβολές: η Κόρη πρώτα επιστρέφει, βγαίνει και ξαναβγαίνει στου κόσμου το μπαλκόνι, αψηφώντας την προτροπή του ποιητή, αλλάζοντας μορφές κι ονόματα και σκορπίζοντας, κατά τη φύση της, ζωή και θάνατο· κι ύστερα την αρπάζει, σε όποια της εκδοχή, ο όποιος Πλούτωνας και γίνεται το αρχετυπικό «θύμα της χρονιάς», όπως ωραία την χαρακτηρίζει ο Φρέντρικ Μάνινγκ στο ποίημά του «Κόρη» – κι η φράση αυτή θα τιτλοφορήσει την ομόθεμη ποιητική απάντηση που θα του απευθύνει ο Έζρα Πάουντ (“Canzon: The Yearly Slain”).
Στην πρώτη ενότητα, η Περσεφόνη ονειρεύεται και το όνειρό της, με έναν άγριο, γαλαζογένη και δολοφόνο Πλούτωνα στο κέντρο του, ταξιδεμένο στον λόγο του Αρτεμίδωρου, που τόσα μας λέει για την Περσεφόνη στα Ονειροκριτικά του, και στον χρόνο, γίνεται ο Κυανοπώγωνας του Περρώ – ισχύει προφανώς και το αντίστροφο. Η Περσεφόνη δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και βρίσκει στον μακρινό τόπο με τις λίμνες και τα πράσινα καλαμποκοχώραφα τη Μεγάλη Μητέρα των Ιροκουά. Πάει και φέρνει και τη Δήμητρα, που είχε αρχίσει να τα χάνει κι εκεί συνέρχεται και ησυχάζει και μένουν κι οι δυο μαζί της. Η Δήμητρα μαθαίνει στις εγγονές της, που την ακολουθούν «σαν τα μεγάλα σύννεφα, σκυφτές κι ευγενικές» για να την φέρουν πίσω όταν χάνεται, «πώς να είναι πάντα σε εγρήγορση για να μην την πατήσουν όπως η μάνα τους». Η οποία πάντως γίνεται σαμάνα της φυλής και φορέας πολιτισμικού υβριδισμού. Η Δήμητρα πάλι μαλώνει την κόρη της και θρηνεί που την βλέπει να έχει πάρει τόσο λάθος τη ζωή της. Η Περσεφόνη την σφάζει με την κόσια: μητροκτονία απαραίτητη, για να μπορέσει η κόρη να γίνει έστω «τ’ ολόκληρο μισό / όχι τα δυο, τα χωριστά και τα άσμιχτα», όπως ζητάει στο ομώνυμο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, να έρθει σε επαφή με το κορμί και την επιθυμία της («Η Περσεφόνη κάνει μανικιούρ»). Η Περσεφόνη ζητάει (ξανά) με ένα παραλλαγμένο παραμύθι των αδελφών Γκριμ από τη Δήμητρα να σταματήσει να οδύρεται και να την αφήσει να χαρεί τον έρωτα έστω και με τον άρχοντα του Άδη («Η Περσεφόνη διαβάζει παραμύθια)». Διεκδικεί τις επίγειες απολαύσεις, ξεθεώνοντας τις νύχτες απλούς θνητούς, που ο καθένας τους την θέλει μόνο για τον εαυτό του («Γλυκό νερό»). Υποτάσσεται στις μητρικές επιταγές και γίνεται ανδρόγυνη και δυστυχής μπουρνέσα, που ζει τον Άδη της απάρνησης και της σύγχυσης του φύλου («Μπουρνέσα»). Περσεφόνη-Κοκκινοσκουφίτσα που περιφέρεται στον Μέλανα Δρυμό, γλιτώνει τέλος από τον λύκο χάρη στον Χανς τον κυνηγό.
Ιστορίες βίας κι υποταγής, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη
Αυτά και άλλα πολλά στην πρώτη ενότητα. Έπονται οι «Αρπαγές παντού», ιστορίες βίας κι υποταγής, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, οι οποίες συνομιλούν συχνά αλλά όχι αποκλειστικά και οπωσδήποτε καθόλου τυχαία με τα επιτάφια ποιήματα της Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ του Έντγκαρ Λη Μάστερς. Ιστορίες για κορίτσια που τα αρπάζουν, τα βιάζουν, τα σκοτώνουν και λούζονται με το αίμα τους· για κορίτσια που σώζονται την τελευταία στιγμή από τη μάνα που επαγρυπνεί και άλλα που άγονται εκουσίως επί σφαγήν· για κορίτσια που σιωπούν και άλλα που μιλούν και εισακούονται, μα δεν το βάζουν κάτω· για κορίτσια που γράφουν ποιήματα καθισμένα πάνω στα πριονίδια και άλλα που δεν θα γράψουν ποτέ το μυθιστόρημα που ονειρεύτηκαν, γιατί ποτέ δεν είχαν ένα δικό τους δωμάτιο και λίγο δικό τους χρόνο.
Στέκομαι στα διηγήματα που συνομιλούν με τον μύθο, τη δημώδη λογοτεχνία και τα λογοτεχνικά παραμύθια στην πρώτη, αλλά και στη δεύτερη ενότητα: «Ταύρος μαινόμενος», «Δήμητρα και Φόνη», «Φαντεζί μάχες». Στέκομαι και στο χιούμορ, που έρχεται να ανανεώσει την οπτική. Εδώ, η Λουκά βρίσκεται στο στοιχείο της και η βιωματική της γνώση και προσέγγιση την προστατεύει από τις κακοτοπιές και αρτιώνει τη δουλειά της. Χωρίς δοκιμή όμως καινούργιο δεν υπάρχει. Ως δοκιμή εκλαμβάνω την επιλογή της να μεταφέρει τη Δήμητρα και την Περσεφόνη στην κλίμακα του γαλαξία και σε πάρτι γενεθλίων-εφιάλτη· ή να συναιρέσει το υπερφυσικό με την τεχνοεπιστήμη, με τη μικρή Γιαπωνέζα να συναντά σε περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας τη μητέρα της και να την λυτρώνει από τις ενοχές της, παίρνοντάς την μαζί της στον όποιο Άδη («Προσομοιωμένο παράδοξο»). Ως ενδιαφέρουσες και υποσχόμενες δοκιμές εκλαμβάνω και κάποιες (πολύ πιο ρεαλιστικές) ιστορίες αρπαγής, που θεωρώ ότι θα κέρδιζαν πολύ αν δεν έμοιαζαν να υπακούουν σε έναν μάλλον προγραμματικό σχεδιασμό και μια διδακτική στόχευση.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Λουκά προχωράει με τη συλλογή αυτή ένα βήμα παραπέρα τη δουλειά της και μας χαρίζει πολλά δραστικά, σε ποικίλα επίπεδα, κείμενα. Όσο για τα υπόλοιπα, που άλλοι και άλλες άλλωστε μπορεί εξίσου να τα απολαύσουν, δοκιμή σημαίνει αυτό ακριβώς, μετάβαση, και επομένως υπόσχεση. Και η Λουκά έχει αποδείξει ότι κρατά τις υποσχέσεις της.