Σοφία Νικολαΐδου «Δικά μας παιδιά», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024
Τι σημαίνει να είσαι σήμερα δεκαοχτώ; Αλλά και τι βαρύ φορτίο κουβαλούν όσοι μεγαλώνουν εφήβους στους ρευστούς καιρούς της τεχνολογικής και ανθρωπολογικής μετάλλαξης με όλα τα εργαλεία κατανόησης του κόσμου και τις συνταγές διαπαιδαγώγησης να έχουν αχρηστευθεί; Πόσο υπερβατικός και λυτρωτικός είναι για τους γονείς ο δρόμος της αγάπης και της χωρίς αστερίσκους αποδοχής των οικείων και συνάμα «άγνωστων» παιδιών τους; Το τελευταίο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου (γ. 1968) διερευνά δύσκολα ερωτήματα, φέρνοντας στο προσκήνιο την ιστορία μιας παρέας μαθητών λυκείου στη Θεσσαλονίκη που ραπάρει και φλέγεται από ζωή.
Ο Κωστής, ο Μάκης και η Τζίνα ζουν στο δικό τους σύμπαν, κλεισμένοι σε εφηβικά δωμάτια, με υπολογιστές, κινητά, μουσικές, κρυφούς λογαριασμούς στα social, οπαδικές ταυτίσεις, φόβους και εσωτερικούς πόθους. Ο Κωστής είναι ο πιο ιδιαίτερος της παρέας. Εσωστρεφής, μονίμως «στον κόσμο του», με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ταλέντο, πείσμα και μια ήρεμη εσωτερική δύναμη να τον καθοδηγεί, ζει σαν κατάδικος τη σχολική πραγματικότητα και γράφει στίχους. Ένα περιστατικό οπαδικής βίας, η δολοφονία του σχεδόν συνομήλικου Μίλτου (που φέρνει στο νου την πρόσφατη δολοφονία του Άλκη Καμπανού), πυροδοτεί τη ριζική αλλαγή στη συμπεριφορά των παιδιών και επιταχύνει τη βίαιη ενηλικίωσή τους.
Από το βάπτισμα του πυρός στην πορεία και τον μαθητικό ακτιβισμό της συμβολικής διαμαρτυρίας πολύ γρήγορα τα παιδιά θα αναζητήσουν τον δικό τους τρόπο έκφρασης δημιουργώντας ένα γκρουπ ραπ μουσικής. Ο Κωστής γράφει τις μπάρες, η Τζίνα, «η βασίλισσα του σχολείου» με αρβύλες, δεκάδες σκουλαρίκια και κρίκους, συνθέτει τα beats και ο Μάρκος, ο πιο mainstream της παρέας, μανατζάρει τα Δικά Μας Παιδιά (Δ.Μ.Π). Η συναυλία στον έναν χρόνο από τη δολοφονία του Μίλτου θα εξελιχτεί σε coming out των νεαρών στη σκηνή του κόσμου και σε πεδίο ειρηνικής συμφιλίωσης με τους γονείς τους. Η μουσική λειτουργεί ως σωσίβιο για τα τρία παιδιά που αλλάζουν δέρμα, ξεκολλούν από τον εαυτό τους και συγκροτούν νέα ταυτότητα. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο Φώτης, ο αψύς και επιθετικός συμμαθητής που πρωταγωνιστεί σε επεισόδια σχολικού εκφοβισμού και συλλαμβάνεται μαζί με άλλους ομολογώντας τη δολοφονία του Μίλτου. Η συμπεριληπτική ματιά της συγγραφέα, ακόμα και προς αυτό το φοβικό, ανυπεράσπιστο και ανασφαλές πλάσμα που βρίσκει καταφύγιο στη βία, δείχνει με λεπτότητα πως θύτες και θύματα είναι επίσης δικά μας παιδιά. Οι σκηνές στο τυροπιτάδικο της Βουλγάρας μαμάς του Φώτη είναι συγκλονιστικές. Καθώς μάλιστα στην υπόθεση της δολοφονίας εμπλέκεται και ο γιος ενός υφυπουργού, που προσπαθεί να ξεφύγει, η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να ξύσει με ταξικούς υπαινιγμούς την κοινωνική πληγή της συγκάλυψης και της απουσίας δικαιοσύνης, φωτογραφίζοντας τη διαφθορά μεταξύ αστυνομίας, μεγαλοδικηγόρων και πολιτικής εξουσίας.
Ενηλικίωση και αποδοχή
Η μυθοπλασία της Νικολαΐδου χτίζεται με καλά διαγραμμένους χαρακτήρες, ζωντανούς-ρεαλιστικούς διαλόγους, πλούσια και σφιχτοδεμένη πλοκή και δυνατές συγκρούσεις. Όλοι προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι. Οι νεαροί από τον οικογενειακό και σχολικό κλοιό. Οι γονείς από σκιές του παρελθόντος, τραύματα, διαψεύσεις, ματαιωμένες προσδοκίες και στοιχειωμένα πρόσωπα που τους ακολουθούν. Η συμπεριφορά των παιδιών φωτίζεται με την εύστοχη συγγραφική επιλογή της αναφοράς στη σύγχρονη μητρότητα και πατρότητα, την παράλληλη με των παιδιών γονεϊκή ενηλικίωση. Οι μονογονεϊκές οικογένειες της Βάλιας (μαμάς του Κωστή) και του Ιορδάνη (μπαμπά της Τζίνας), οι καλοβαλμένοι γονείς του Μάκη και οι ταλαίπωροι του Φώτη δίνουν με διαφορετικά εφόδια μια διαρκή μάχη κατανόησης.
Η εστίαση στους γονεϊκούς χειρισμούς και οι αναδρομές στο παρελθόν, έστω με κάποιες σεναριακές υπερβολές στον βίο τους, αναδεικνύουν με πειστικότητα τα διλήμματα, τις απορίες και τις ανησυχίες των σύγχρονων γονιών σε μια ατελεύτητη διερώτηση γύρω από λάθη, ανεπάρκειες, συναισθηματικές αναπηρίες και ενοχές. Οι γονείς, που εναποθέτουν στα παιδιά τις προσωπικές τους ματαιώσεις, προσπαθούν να καταλάβουν απεγνωσμένα τις επιλογές, τις επιθυμίες και τις σκέψεις τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται τον παραπλανητικό ορίζοντα κατανόησης που τους παρέχει η βεβαιότητα των by the book ορθολογικών συνταγών ευτυχίας. Σιγά σιγά συνειδητοποιούν ότι η κοινωνική προσδοκία έχει περάσει από τις γερές σπουδές στις δεξιότητες και η μουσική από το ωδείο στα προγράμματα σύνθεσης στον υπολογιστή. Η δυσκολία της κατανόησης του κόσμου των σημερινών παιδιών είναι το βασικό θέμα του βιβλίου και η ανυπέρβλητη δύναμη της αγάπης και της αποδοχής του άγνωστου και του διαφορετικού καταξιώνεται ως μοναδική διέξοδος. Με τρυφερό βλέμμα και διεισδυτική ψυχογραφική ικανότητα η συγγραφέας εισχωρεί στο εφηβικό δωμάτιο, αλλά και στον κόσμο των σημερινών γονιών που ζουν με τα δικά τους φαντάσματα και απωθημένα. Γονείς ίσως πιο χαμένοι απ’ τα παιδιά τους, που αναρωτιούνται πού χάθηκε το σήμα, τι λάθος έκαναν, «πότε στράβωσε το πράγμα» (σ. 190). Κάπου στο βάθος διακρίνεται και η γενιά των παππούδων που μεγάλωσαν χειραφετημένα και χωρίς εγχειρίδια τα δικά τους παιδιά.
Το σωσίβιο της μουσικής
Η μουσική καταλαμβάνει σχεδόν πάντα σημαντικό ρόλο στα μυθιστορήματα της Νικολαΐδου. Εν προκειμένω γίνεται ο καταλύτης της μεταμόρφωσης των παιδιών, αλλά και της αναγνώρισης και της αποδοχής τους. Η απόσταση που χωρίζει τους δύο κόσμους αποτυπώνεται στα διαφορετικά μουσικά γούστα των γενεών: τη διαδρομή από τον Άκη Πάνου, τον Νικ Κέιβ και την Πάτι Σμιθ στον Lex, τον Βloody Hawk και τη σύγχρονη ελληνική ραπ σκηνή. Πόσο αποκαλυπτική είναι εξάλλου η μεταστροφή του Ιορδάνη που από την αμήχανη παρατήρηση ότι «αυτό δεν είναι μουσική, παιδί μου, μουσική είναι αυτό που κάνουν στο ωδείο» (σ. 94), περνά στην παραδοχή ότι «του άρεσε γιατί ήταν δική της, του άρεσε κι ας μην την καταλάβαινε» (σ. 250).
Η ρυθμική αφήγηση της Νικολαΐδου, στερεωμένη σε μια κρουστή και παλλόμενη γλώσσα, που καθρεφτίζει με ενάργεια τη νεανική ιδιόλεκτο και τον τρόπο επικοινωνίας και σκέψης των εφήβων, ρέει με φυσικότητα, ακολουθώντας τον ρυθμό και τα beats της μουσικής. Οι στίχοι από ραπ συγκροτήματα και καλλιτέχνες που επέχουν θέση τίτλου στα υποκεφάλαια δεν είναι απλός διάκοσμος που διανθίζει την αφήγηση αλλά οργανωτικό νήμα που συντονίζεται με τους διαλόγους. Όπως έχει αποδείξει η συγγραφέας και σε προηγούμενα έργα της, ιδίως στη θαυμάσια τριλογία της (2010, 2012, 2017), δεν διστάζει να βουτήξει στα βαθιά της τρέχουσας πραγματικότητας. Στα Δικά μας παιδιά, χωρίς εκπτώσεις και εντυπωσιοθηρίες του εφήμερου, το αποτέλεσμα την δικαιώνει, ίσως γιατί διερευνά με επίμονη ευαισθησία αυτό το επίκαιρο της σύγχρονης κατάστασης που παγιώνεται ανεπαισθήτως σε μόνιμη συνθήκη. Το μυθιστόρημα αφήνει μια βαθιά παρηγορητική και αισιόδοξα καθαρτήρια αίσθηση ότι η αγάπη και η αποδοχή είναι ο μόνος δρόμος για την κατανόηση και τη συγκατοίκηση στη ρευστή και εμπόλεμη ζώνη οικογενειακών σχέσεων.
Τα Δικά μας παιδιά είναι ένα ραπ μυθιστόρημα ενηλικίωσης που πρέπει να διαβαστεί από όλους. Ιδίως από όσους βασανίζονται στον σύνθετο ρόλο του γονέα. Ακόμα και ο πιο υποψιασμένος έχει πολλά να σκεφτεί και να μάθει από αυτό το συμπεριληπτικό μυθιστόρημα.