Η καλή μας φίλη Δανάη Κολτσίδα, επιτυχημένη διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού δικτύου transform στην πρόσφατη π.Κ. (προ Κασσελάκη) περίοδο, έχει προσφέρει στις Ιδέες και γενικότερα στην Εποχή ενδιαφέρουσες αναλύσεις σε διάφορα θέματα της ελληνικής και διεθνούς πολιτικής συγκυρίας. Το παρόν άρθρο της, με τον μεγάλο αριθμό κατατοπιστικών υποσημειώσεων που καταδεικνύουν συγγραφικό μόχθο και έγνοια για το αναγνωστικό κοινό, συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Σ’ αυτό η συγγραφέας περιγράφει συνοπτικά, αλλά με ακρίβεια, το φαινόμενο της λεγόμενης νέας «αυταρχικής Αριστεράς», που δυστυχώς επηρεάζεται στις αξίες και την πολιτική της από την εκλογικά ταχύτατα ανερχόμενη και ιδεολογικά ηγεμονική Ακροδεξιά, και καταθέτει τους προβληματισμούς της για τις αιτίες του. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο κείμενο ανάλυσης, πολύ χρήσιμο στις δυνάμεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς για τη διαμόρφωση της στρατηγικής τους. Διαβάστε το!
Χ.Γο.
Η πλέον διαδεδομένη περιγραφή του πολιτικού πεδίου είναι αυτή ενός δισδιάστατου χώρου που οριοθετείται από δύο άξονες: έναν οριζόντιο, που μετρά τις απόψεις των κομμάτων και των ψηφοφόρων για την οικονομία και την κοινωνική ισότητα σε μια κλίμακα από τα αριστερά ως τα δεξιά, και έναν κάθετο, που μετρά την αξιακή/πολιτισμική διάσταση σε μια κλίμακα μεταξύ πράσινων-εναλλακτικών-ελευθεριακών και παραδοσιακών-αυταρχικών-εθνικιστικών απόψεων.[1]
Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχει επηρεάσει καθοριστικά τόσο την ακαδημαϊκή ανάλυση όσο και την τρέχουσα πολιτική πράξη. Ωστόσο, επιδέχεται αρκετής κριτικής. Πρώτα απ’ όλα, μεθοδολογικά, είναι υπεραπλουστευτική και σε πολύ μεγάλο βαθμό αυθαίρετη.[2] Η ίδια η εννοιολογική κατασκευή των αξόνων συχνά πάσχει, ειδικά σε ό,τι αφορά τον πολιτισμικό/αξιακό άξονα και τον τρόπο που ορίζει την προοδευτική και τη συντηρητική κουλτούρα[3]. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη πρόσληψη του πολιτικού πεδίου είναι σε μεγάλο βαθμό ανιστορική, αφού παραγνωρίζει τη σημασία του εκάστοτε συγκεκριμένου εθνικού ή χρονικού/ιστορικού πλαισίου: αν όλες οι επιμέρους ενδείξεις συντηρητισμού ή προοδευτισμού αθροίζονται ως ισότιμες συνιστώσες μιας συνολικής ταυτότητας χάνεται η κατανόηση του ειδικού βάρους, που ενδεχομένως έχει σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ή σε ένα συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο το ένα ή το άλλο ζήτημα.
Ακόμα όμως κι αν τα προβλήματα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν με μια πιο εκλεπτυσμένη μεθοδολογία, παραμένει ένα δεύτερο και σημαντικότερο -ουσιαστικό αυτή τη φορά- πρόβλημα. Η ύπαρξη δύο τεμνόμενων αξόνων υπονοεί ότι η κίνηση μεταξύ αριστερών και δεξιών λύσεων στο οικονομικό πεδίο και η κίνηση μεταξύ προοδευτικών-φιλελεύθερων και συντηρητικών-αυταρχικών επιλογών στο αξιακό πεδίο μπορούν να συντελούνται ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Κάτι που η διαλεκτική σκέψη, αλλά και η ίδια η πρόσφατη και παλαιότερη πολιτική εμπειρία δείχνουν ότι δεν ισχύει. Οικονομία και πολιτική, ισότητα και ελευθερία είναι, σε τελική ανάλυση, αλληλένδετα στοιχεία. Μόνο η ιστορία των τελευταίων είκοσι χρόνων αρκεί για να δείξει πως οι (νεο)φιλελεύθεροι καταλήγουν σχεδόν πάντα στον αυταρχισμό, όταν το κοινωνικο-οικονομικό σχέδιό τους συναντήσει κοινωνικές αντιστάσεις. Η εμπειρία της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της επιβολής των πολιτικών λιτότητας από το 2010 και μετά, αλλά και τα πρόσφατα πεπραγμένα του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία το αποδεικνύουν. Και αντίστροφα, όμως, συνήθως οι αυταρχικές πολιτικές υποκρύπτουν εξ αρχής ή καταλήγουν εντέλει και σε δεξιές επιλογές στο πεδίο της οικονομίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επίθεση στα δικαιώματα των μεταναστών, που αποτελεί πάντα το όχημα για τη συνολικότερη επίθεση στα δικαιώματα της εκάστοτε εθνικής εργατικής τάξης.
Η (νέα) «αυταρχική Αριστερά»
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις και η συντηρητική, αν όχι αυταρχική, στροφή της Ευρώπης[4] ξαναφέρνουν στο προσκήνιο ταυτόχρονα και τη συζήτηση περί μιας «αυταρχικής Αριστεράς», καθώς μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, και με την ευρεία[5] αλλά και με τη στενή έννοια[6], εντάσσεται δυστυχώς σε αυτή την τάση.
Το φαινόμενο μιας «αυταρχικής Αριστεράς», προφανώς, δεν είναι νέο, αφού έχει αναφορά τουλάχιστον στην εμπειρία του κρατικού σοσιαλισμού ή και νωρίτερα. Ήδη πριν το 1989, η άνθιση των πολύχρωμων κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’60 και του ’70 -από τους αντιαποικιακούς αγώνες, το φιλειρηνικό κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και το κίνημα των μαύρων της Αμερικής, μέχρι τον νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό, το φεμινιστικό κίνημα, την σεξουαλική απελευθέρωση και την ανάδυση των οικολογικών κινημάτων στο προσκήνιο-, η αυξανόμενη σημασία μεταϋλιστικών προταγμάτων στις δυτικές κοινωνίες που μεταπολεμικά έδειχναν να έχουν απαντήσει αρκετά πειστικά στις υλιστικές αγωνίες των πολιτών τους, αλλά και η ανάδυση μιας σειράς νέων δικαιωμάτων «τρίτης γενιάς»[7], δημιουργούν μια πρώτη οριοθέτηση ανάμεσα σε μια νέα αριστερή -περισσότερο ελευθεριακή- τάση, που γεννήθηκε μέσα από αυτές τις διεργασίες ή, τουλάχιστον, προσπάθησε εκ των υστέρων να τις ακολουθήσει και να τις ενσωματώσει στην οπτική της, [8] και στις προγενέστερες «ορθόδοξες» ή αμιγώς ταξικές προσεγγίσεις.
Η διαίρεση αυτή έγινε ακόμα πιο σαφής μετά το 1989, όταν όλη η Αριστερά χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τις συνέπειες της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και της τεράστιας ιστορικής ήττας που αυτή συμβόλιζε, τόσο για τους υποστηρικτές όσο και για τους (αριστερούς) επικριτές του. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετά κόμματα, ακόμα και με βαθιές ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα[9], επέλεξαν να επανεξετάσουν τη σχέση τους με το σοβιετικό παρελθόν και κυρίως να αναζητήσουν νέα αφηγήματα και νέα ακροατήρια, επιδιώκοντας να συνδεθούν με νέα κοινωνικά κινήματα και διεκδικήσεις, ενώ άλλα επέμειναν στη σοβιετική κληρονομιά.[10]
Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρη την οικογένεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς (κομμουνιστικής και μη), παρέμενε ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής. Αν και όλα τα μέλη της οικογένειας δεν τοποθετούνται το ίδιο θετικά απέναντι στα νέα δικαιώματα και στα νέα κοινωνικά κινήματα, ωστόσο η πολιτική και κοινωνική ισότητα, ο αντιρατσισμός, η αλληλεγγύη στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, ο διεθνισμός, ο αντιμιλιταρισμός και ο αντι-ιμπεριαλισμός, η ισότητα των φύλων (έστω στη δυαδική εκδοχή τους) και ο φεμινισμός (έστω ως προς την κληρονομιά του δεύτερου κύματος), η ανεξιθρησκεία και το κοσμικό κράτος παρέμεναν ως μια ελάχιστη κατ’ αρχήν κοινή κληρονομιά.
Αντίθετα, σήμερα η επαναφορά της «αυταρχικής Αριστεράς» στο προσκήνιο δεν αφορά μόνο ή τόσο τα παραδοσιακά «ορθόδοξα» κομμουνιστικά κόμματα[11], αλλά την αμφισβήτηση αυτής καθαυτής της ελάχιστης κοινής παράδοσης της Αριστεράς, και μάλιστα συχνά από κάποια (ή εντός κάποιων) από τα κόμματα που πρωτοστάτησαν στην ανανέωση της αριστερής παράδοσης τις προηγούμενες δεκαετίες. Η αντιμεταναστευτική πολιτική αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος της διάσπασης της γερμανικής Αριστεράς και της δημιουργίας του κόμματος της Ζάρα Βάγκενκνχετ, έχει όμως εμφανιστεί, έστω με ηπιότερες μορφές ή ως αρνητική παρένθεση, και στην πολιτική άλλων κομμάτων της ευρύτερης οικογένειας. Αντίστοιχα, ο μιλιταρισμός επανέρχεται στο αριστερό προσκήνιο, όπως προκύπτει από τη στήριξη του ΝΑΤΟ από μεγάλο τμήμα της σκανδιναβικής και βορειο-ευρωπαϊκής Αριστεράς,[12] ενώ αριστερά κόμματα, ιδίως αλλά όχι αποκλειστικά της Ανατολικής Ευρώπης, στρέφονται προς όλο και πιο πατριωτικές -ή, κατ’ άλλους, εθνικιστικές θέσεις.[13]
Ως εκδήλωση της τάσης αυτής θα μπορούσε να εξηγηθεί, έστω εν μέρει, και η τρέχουσα κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα παρουσιάζει μια εικόνα απότομης στροφής προς συντηρητικές και αυταρχικές θέσεις, καθώς στις τοποθετήσεις του πρώην και ήδη έκπτωτου προέδρου του κόμματος[14], αλλά και ορισμένων άλλων στελεχών, μπορεί κανείς να εντοπίσει σαφή στοιχεία μιλιταρισμού, αντιμεταναστευτικής ρητορικής, χριστιανο-εθνικισμού, πατριαρχίας. Πρόκειται για μια στροφή που -αν και δεν είναι ανεξήγητη ούτε τόσο ξαφνική όσο φαίνεται- συνιστά ωστόσο τομή στην ιστορία του κόμματος αυτού.
Συνολικά, λοιπόν, φαίνεται πως οι αυταρχικές τάσεις διαπερνούν οριζόντια την οικογένεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αφού μπορεί κανείς να ανιχνεύσει μια τέτοια στροφή σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμματα, είτε αυτά ανήκουν σε κάποιον από τους δύο ευρωπαϊκούς πολιτικούς σχηματισμούς της Αριστεράς-Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και Ευρωπαϊκή Λαϊκή Συμμαχία (ΕΛΣ)-είτε βρίσκονται εκτός αυτών. Και, ταυτόχρονα, δεν αναμένεται να περιοριστούν στα ζητήματα των δικαιωμάτων, της ειρήνης, της μετανάστευσης κ.λπ., αλλά όλο και συχνότερα θα αφορούν και στα ζητήματα της οικονομίας, αφού η προσχώρηση στην κυρίαρχη συναίνεση σπάνια γίνεται κατ’ εξαίρεση ή υπό όρους, και συνήθως τείνει να απορροφήσει τα κόμματα που την επιχειρούν. Αν και στα ζητήματα της οικονομίας αξίζει κανείς να επανέλθει αναλυτικά, ας θυμηθούμε εδώ εντελώς ενδεικτικά, ότι μετά τις εκλογικές του επιτυχίες σε τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια, το κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ συζητά τη συμμετοχή του σε κυβερνητικό συνασπισμό με το δεξιό κόμμα CDU (Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση της Γερμανίας), ενώ τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι παράγοντες που ευνοούν τη στήριξη προς την Βάγκενκνεχτ δεν είναι μόνο οι πολιτισμικά συντηρητικές, αλλά και οι οικονομικά δεξιές/υπέρ της αγοράς απόψεις[15].
Αυταρχική ναι. Αριστερά;
Το φαινόμενο αυτό της στροφής μεγάλου τμήματος της Αριστεράς προς αυταρχικές θέσεις δεν είναι χωρίς εξήγηση. Σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων και επιστροφής της ασφάλειας ως κυρίαρχου προτάγματος, εθνικής αναδίπλωσης, στρατιωτικοποίησης και πολεμικών συγκρούσεων είναι αναμενόμενο και η Αριστερά να μην μένει ανεπηρέαστη. Κατά τον ίδιο τρόπο που σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους αρκετές από τις ιδέες της Αριστεράς έγιναν κοινός τόπος και η Δεξιά αναγκάστηκε να τις αποδεχθεί και να τις ενσωματώσει στην πολιτική της (όπως π.χ. τα καθολικά πολιτικά δικαιώματα, η ισότητα ανδρών και γυναικών, το κοινωνικό κράτος κ.λπ.), έτσι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντίρροπη κίνηση, μέσα σε συνθήκες ιδεολογικής ηγεμονίας της (άκρας) Δεξιάς.
Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί από μόνο του να εξηγήσει την εμφάνιση ενός κύματος «αυταρχικής Αριστεράς», ούτε γιατί κάποια κόμματα εμφανίζονται περισσότερο ευάλωτα στην τάση αυτή από άλλα. Εδώ το κλειδί βρίσκεται στην επικράτηση των εκλογικών επιδιώξεων έναντι των αξιακών και ιδεολογικών προτεραιοτήτων. Οι δυνατότητες που άνοιξαν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, όταν διάφορα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς άρχισαν να καταγράφουν σημαντικές εκλογικές επιτυχίες, δημιούργησαν μία διαφορετική κουλτούρα, στρέφοντας ένα μεγάλο μέρος της οικογένειας αυτής σε επιλογές όλο και περισσότερο προσανατολισμένες στη μεγέθυνση της εκλογικής τους βάσης ή/και την ανάληψη κυβερνητικών ή αντίστοιχων ρόλων εντός των θεσμών, εντείνοντας φαινόμενα προεδροποίησης, επαγγελματοποίησης και επικράτησης των αναγκών της επικοινωνίας έναντι της πολιτικής.
Ως συνέπεια όλων αυτών, η προσχώρηση στην ιδέα ότι το πολιτικό πεδίο είναι ένας δισδιάστατος χώρος, όπου κανείς μπορεί να μετακινείται αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω στους επιμέρους άξονες, με τρόπο σχεδόν ελεύθερο, προκειμένου να προσεγγίσει τον περιβόητο «μέσο ψηφοφόρο», έπαιξε καταλυτικό ρόλο εδώ. Η εύλογη στη βάση της επιδίωξη μεγιστοποίησης της κοινωνικής και εκλογικής απήχησης των αριστερών κομμάτων αποσυνδέθηκε από τη βάσανο της πολιτικής δουλειάς στη βάση και από την προσπάθεια ανάκτησης της ιδεολογικής ηγεμονίας. Στο όνομα της ανάκτησης της λαϊκής ψήφου, μεγάλο τμήμα της Αριστεράς επέλεξε να προσχωρήσει εν όλω ή εν μέρει στην κυρίαρχη συναίνεση, η οποία όμως σήμερα απομακρύνεται ταχύτατα από κεντρώες και (νεο)φιλελεύθερες επιλογές του προηγούμενου διαστήματος και μετατοπίζεται προς τα (ακρο)δεξιά. Με άλλα λόγια, αν παλιότερα ο κίνδυνος για τη ριζοσπαστική Αριστερά ήταν η διολίσθησή της προς κεντρο-αριστερές και κεντρώες επιλογές, σήμερα το μονοπάτι της realpolitik φαίνεται πως πολύ συχνά οδηγεί σε (ακρο)δεξιό τοίχο.
Σημειώσεις:
1. Νεότερες προσεγγίσεις έχουν επιχειρήσει να εμπλουτίσουν αυτή τη δισδιάστατη ανάλυση, εισάγοντας και επιπλέον άξονες, που θα μετρούν π.χ. τον ευρωπαϊσμό/ευρωσκεπτικισμό ή τη στάση απέναντι στο οικολογικό/περιβαλλοντικό ζήτημα. Και οι βελτιωμένες αυτές προσεγγίσεις εμμένουν, ωστόσο, στην ιδέα ότι το πολιτικό πεδίο είναι ένας χώρος, οι επιμέρους διαστάσεις του οποίου ορίζονται περίπου ανεξάρτητα η μία από την άλλη.
2. Ενδεικτικά: Συσκοτίζει την ύπαρξη σύγχρονων φαινομένων όπως ο ομοεθνικισμός, ο οικοφασισμός κ.λπ., που αποδεικνύουν ότι ακόμα και ακραία αυταρχικά/ακροδεξιά κόμματα μπορούν να ενσωματώνουν στην οπτική τους πλευρές της φιλελεύθερης πολιτικής, και δυσκολεύεται να κατατάξει τις απόψεις περί συνεργατισμού, κοινωνικής ιδιοκτησίας κ.λπ. που κινούνται εκτός του διπόλου κρατισμός-αγορά.
3. Ανάλογα και με τη διατύπωση των ερωτημάτων στη βάση των οποίων συγκροτείται η κλίμακα GAL/TAN (τα αρχικά των λέξεων Green-Alternative-Libertarian και Traditional-Authoritarian-Nationalist, βλ. τους άξονες του παραπάνω Πίνακα) ενδέχεται π.χ. να είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ ενός αρνητή της κλιματικής κρίσης και κάποιου που απλώς προβληματίζεται για τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η πράσινη μετάβαση υπό το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο. Ή, κάποιου που διατηρεί επιφυλάξεις απέναντι στο δικαίωμα στην ευθανασία ή στην παρένθετη μητρότητα, λόγω της ακραίας εμπορευματοποίησης της υγείας και των ανισοτήτων γύρω από αυτή στον σύγχρονο καπιταλισμό, και κάποιου που ενστερνίζεται σεξιστικά στερεότυπα.
4. Ως τέτοια εδώ ορίζουμε όχι απλώς την εκλογική άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων και (κυρίως) τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση τόσο των επιμέρους εθνικών κρατών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συνολικότερα την επικράτηση της ατζέντας και των αξιών της ακροδεξιάς σε μια σειρά θεμάτων, με κυρίαρχο το μεταναστευτικό και τη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, που αποτελούν ένδειξη μιας συνολικής αυταρχικής/συντηρητικής στροφής των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων.
5. Εννοούνται εδώ και οι πολιτικές οικογένειες των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Αξίζει λ.χ. να θυμηθούμε ότι η γερμανική κυβέρνηση, που πρόσφατα αποφάσισε την επαναφορά των συνοριακών ελέγχων, αποτελεί συμμαχία Σοσιαλιστών (SPD), Πρασίνων και Φιλελεύθερων (FDP).
6. Δηλαδή η ριζοσπαστική Αριστερά ή η πέραν της Σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά, η οποία μας απασχολεί αποκλειστικά στο παρόν άρθρο.
7. Σε συνέχεια των δικαιωμάτων «πρώτης γενιάς», που ήταν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, και των δικαιωμάτων της «δεύτερης γενιάς», που ήταν τα κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα. Ως τέτοια νοούνται τα σχετικά με την τεχνολογική πρόοδο, την κοινωνία της πληροφορίας, τη βιοηθική και βιοτεχνολογία, τον πολιτισμό, την προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
8. Στο κύμα αυτό θα μπορούσε κανείς να εντάξει εκτός από το ρεύμα της «νέας Αριστεράς» και εκείνο του ευρωκομμουνισμού. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάκριση αυτή είναι αρκετά σχηματική, αφού αφ’ ενός από τη γέννησή της η Αριστερά πρόβαλε και σχετικές με τα δικαιώματα διεκδικήσεις (π.χ. καθολική ψήφος, ισότητα ανδρών-γυναικών, κατάργηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων κ.λπ.), και αφ’ ετέρου η ταξική διάσταση δεν εξέλιπε ποτέ από την οπτική και των νέων ρευμάτων εντός της Αριστεράς.
9. Όπως π.χ. το γερμανικό κόμμα Die Linke (H Αριστερά).
10. Σε αυτά ανήκουν κυρίως κομμουνιστικά και κομμουνιστογεννή κόμματα, όπως π.χ. το ΚΚ Ελλάδας, το ΚΚ Πορτογαλίας, το ΚΚ Μοραβίας-Τσεχίας και, σε μικρότερο βαθμό, το ΑΚΕΛ. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση έναντι του σοβιετικού παρελθόντος δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την τοποθέτηση έναντι των νέων δικαιωμάτων και κινημάτων.
11. Για το χαρακτηρισμό των οποίων ως «αυταρχικών» στη βάση των παρατηρήσεων που έγιναν παραπάνω, σε σχέση με τη δισδιάστατη πρόσληψη του πολιτικού πεδίου, η γράφουσα διατηρεί σημαντικές επιφυλάξεις.
12. Η παραδοσιακή κατασκευή του άξονα πρόοδου-συντήρησης δεν θα θεωρούσε συντηρητικά τα κόμματα που τάσσονται υπέρ της στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης, ωστόσο θεωρούμε σχεδόν αυταπόδεικτη την αυταρχική φύση αυτής της επιλογής.
13. Χαρακτηριστικό πρόσφατο -αλλά όχι μοναδικό- παράδειγμα, η συμμετοχή του ΚΚ Μοραβίας-Τσεχίας (KSCM) σε μια συμμαχία με πατριωτικά/εθνικιστικά κόμματα κατά τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
14. Ακόμα και αν τελικώς ο Στέφανος Κασσελάκης δεν είναι εκ νέου υποψήφιος στην επικείμενη εκλογή, είναι σαφές ότι εκπροσωπεί ένα υπαρκτό ρεύμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
15. Wagner, S., Wurthmann, L.C. & Thomeczek, J.P. Bridging Left and Right? How Sahra Wagenknecht Could Change the German Party Landscape. Polit Vierteljahresschr 64, 621–636 (2023). https://doi.org/10.1007/s11615-023-00481-3