«Πέρασμα»
Η Λία, που ζει σε μια μικρή πόλη της Γεωργίας στα σύνορα με την Τουρκία, έχει υποσχεθεί στην μακαρίτισσα την αδελφή της ότι θα μάθει τι απέγινε η κόρη της, η Τέκλα. Ένας νεαρός, ο Άτσι, της λέει ότι η ανιψιά της έχει φύγει για την Κωνσταντινούπολη και ότι έχει τη διεύθυνσή της. Στην αναζήτηση θα βοηθήσει η Εβρίμ, μια τρανς δικηγόρος που εργάζεται σε μια μη κυβερνητική οργάνωση για τα δικαιώματα των τρανς. Και όσο η Λία κι ο Άτσι νιώθουν πως βρίσκονται όλο και πιο κοντά στην Τέκλα, τόσο εκείνη θαρρείς κι απομακρύνεται. «Φαίνεται ότι η Κωνσταντινούπολη είναι ένα μέρος που έρχονται οι άνθρωποι για να εξαφανιστούν» λέει η Λία. Ίσως αυτή να ήταν η επιθυμία της Τέκλα η οποία αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς της.
Το «Πέρασμα» (Crossing) του γεωργιανής καταγωγής σουηδού σκηνοθέτη Λεβάν Ακίν είναι ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στους μυστικούς και καλά κρυμμένους δρόμους της Κωνσταντινούπολης των τρανς. Μιλάει ανοιχτά για τα γκέτο στα οποία εξαναγκάζονται να ζουν κάποιες μειονότητες ανθρώπων, συγκροτώντας τις δικές τους κοινότητες αλληλοϋποστήριξης και αλληλεγγύης. Η κάμερα καταγράφει μια κοινωνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα τη διάχυτη θλίψη των ανθρώπων. Μια υπέροχα τρυφερή και τολμηρή ταινία, με τον Ακίν να δένει θαυμάσια την εικόνα με τη μουσική. Καθηλωτική είναι η ερμηνεία της Μζία Αραμπούλι στον ρόλο της Λία, η οποία πλαισιώνεται από ερασιτέχνες ηθοποιούς που τα πάνε περίφημα, όπως για παράδειγμα ο Λούκας Κανκάβα (Άτσι) και η Ντενίζ Ντουμανλί (Εβρίμ).
Ηθικά διλήμματα
«Γραμμή δισταγμού»
Η Τσάναν Μπανάζ είναι δικηγόρος και έχει αναλάβει την υπεράσπιση ενός νέου, του Μούσα, ο οποίος κατηγορείται για τον φόνο του εργοδότη του. Και ενώ δουλεύει σκληρά για να αποδείξει την αθωότητά του, την ίδια ώρα βρίσκεται πλάι στην άρρωστη μητέρα της που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με την κατάστασή της να θεωρείται μη αναστρέψιμη. Η Τσάναν και η αδελφή της καλούνται να αποφασίσουν αν θα δωρίσουν τα όργανα της μητέρας τους για μεταμόσχευση. Μέσα από τα γεγονότα η δικηγόρος έρχεται αντιμέτωπη με διάφορα διλήμματα που συνδέουν τη δίκη με τη δωρεά οργάνων.
Η «Γραμμή δισταγμού» (Tereddut cizgizi) του Σαλμάν Νατζέρ είναι ένα χαμηλού κόστους, λαμπερό κινηματογραφικό διαμαντάκι. Βασισμένη σε ένα καλοδομημένο σενάριο και σκηνοθετημένη όχι με υπερβολές αλλά με ρεαλισμό και τις απαραίτητες εντάσεις, η ταινία του Νατζέρ πατάει πολύ καλά στα πόδια της. Με άριστη σκιαγράφηση χαρακτήρων, νηφάλια και καθαρή ματιά μας παρουσιάζει μια εικόνα από τη ζωή στη σύγχρονη Τουρκία. Και συγκεκριμένα το πως μια ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει τα διλήμματα που προκύπτουν στη δουλειά και την προσωπική της ζωή. Το τουρκικό σινεμά συνεχίζει να μας εκπλήσσει θετικά.
Παλεύοντας με τον χρόνο
Η Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, αστέρι της τηλεόρασης, έρχεται αντιμέτωπη με τον χρόνο που περνά όταν το αφεντικό της αποφασίζει να την αντικαταστάσει με κάποια νεότερη. Ευρισκόμενη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση μαθαίνει για την Ουσία, ένα προϊόν που παρεμβαίνει στο DNA και μπορεί -όπως διαφημίζεται- «να δημιουργήσει μια καλύτερη (και νεότερη) εκδοχή του εαυτού σου». Ευρισκόμενη σε απόγνωση, η Ελίζαμπεθ αποφασίζει να προμηθευτεί την Ουσία για να μη χάσει τη δουλειά της. Κι έτσι δημιουργείται η Σου, η άλλη εκδοχή της, η οποία προσλαμβάνεται αμέσως στο κανάλι και ξεκινά μια θριαμβευτική καριέρα. Όλα αυτά όμως έχουν κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν, όπως να μην ξεχάσουν ότι δεν είναι διαφορετικές άλλα ένα και το αυτό! Πόσο όμως μπορεί κάποιος να πάει κόντρα στη φύση;
Η ταινία «The substance: Το ελιξίριο της νιότης» της Κοραλί Φαρζά επιχειρεί να απομυθοποιήσει τον παραλογισμό των προτύπων για την ομορφιά και να υπενθυμίσει τη ματαιότητα της πάλης ενάντια στον χρόνο. Η σκηνοθέτρια που είναι και σεναριογράφος αποτυγχάνει παταγωδώς ως προς το σενάριο. Ειλικρινά απορώ πως η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάνες! Σεναριακά κενά, σκηνοθετικές ακροβασίες και υπερβολές, ερμηνείες υπονομευμένες από την ίδια την ταινία, συνθέτουν ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα. Κρίμα!
Πλησιάζοντας προς το τέλος
Όταν το 1983 είχα δει την εκδοχή της ταινίας «Η μπαλάντα του Ναραγιάμμα» που σκηνοθέτησε ο Σοέι Ιμαμούρα, είχα μείνει έκθαμβος με την ποιητικότητα και την ευαισθησία με την οποία ο ιάπωνας σκηνοθέτης είχε προσεγγίσει το δύσκολο και σκληρό θέμα του. Τώρα που είδα και την παλαιότερη εκδοχή που είχε σκηνοθετήσει ο Κεϊσούκε Κινοσίτα το 1958, έμεινα, στην κυριολεξία, με το στόμα ανοιχτό!
Όχι, δεν πρόκειται να σας πως ποια από τις δύο εκδοχές θεωρώ καλύτερη. Νομίζω ότι δεν έχει καμία σημασία αφού η κάθε μια έχει τα δικά της προτερήματα μέσα από τις διαφορετικές -αλλά τόσο ίδιες- ματιές δύο μεγάλων σκηνοθετών.
«Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» (Narayama Bushiko) του Κεϊσούκε Κινοσίτα είναι λεπτοδουλεμένο έργο τέχνης. Η ταινία είναι βασισμένη σε αρχαίο γιαπωνέζικο μύθο σύμφωνα με τον οποίο οι ηλικιωμένοι όταν έφταναν σε κάποια ηλικία αυτοθυσιαζόταν με τα παιδιά τους να τους μεταφέρουν σε κάποιον ιερό τόπο όπου τους άφηναν να πεθάνουν. Έτσι και η Ορίν, που ζει σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό όπου οι άνθρωποι με δυσκολία εξασφαλίζουν το φαγητό τους, φτάνοντας στα 70 της χρόνια και θέλοντας αφενός να τηρήσει την παράδοση, αφετέρου να απαλλάξει τον γιο της από το φαγητό που τρώει, τον παροτρύνει να την οδηγήσει στο ιερό βουνό Ναραγιάμα και να την αφήσει να πεθάνει. Πριν από αυτό, έχει φροντίσει να βρει νέα σύζυγο για τον χήρο γιο της και αφού το καταφέρνει θεωρεί πως πλέον μπορεί να φύγει ήσυχη.
Συγκλονιστική ταινία, με καταπληκτικές εικόνες που μοιάζουν με καρτ ποστάλ. Υπέροχο εικαστικό αποτέλεσμα σε μια ταινία που γυρίστηκε εξολοκλήρου σε στούντιο!
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την τεχνική του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου Καμπούκι και ντύνει την ταινία με παραδοσιακή μουσική στην οποία κυριαρχεί το κότο (γιαπωνέζικο έγχορδο).
Να πούμε ότι η συγκεκριμένη μέθοδος αυτοθυσίας των ηλικιωμένων είναι γνωστή ως Ομπασούτε και εικάζεται ότι έρχεται από τη μυθολογία του ινδικού Βουδισμού. Πάντως δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι έχει συμβεί ποτέ στην πραγματικότητα.