Εάν τα τελευταία χρόνια κάποιος έφερε επάξια τον τίτλο του γενικού γραμματέα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αυτός ήταν ο Δημήτρης Καρέλλας. Γιατί ο Δημήτρης πίστευε βαθιά στην έννοια της αλληλεγγύης και στην ενότητα μεταξύ των ανθρώπων απέναντι στους κινδύνους και τις προκλήσεις της ζωής. Πίστευε στην ισότιμη, δημοκρατική, οριζόντια σχέση που συνδέει στους κοινούς αγώνες και αμφισβητούσε τις σχέσεις εξουσίας, από πάνω προς τα κάτω, που είναι συνυφασμένες με τη φιλανθρωπία. Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των κινημάτων αλληλεγγύης και συνέχισε να αγωνίζεται ακόμη και όταν έγινε γενικός γραμματέας υπουργείου. Ανέλαβε την καταγραφή των αστέγων σε συνεργασία με εθελοντές κοινωνικούς λειτουργούς, βγαίνοντας μαζί τους στον δρόμο την περίοδο της κρίσης, για να δει ποια είναι η πραγματική κατάσταση και όχι για να αυτοπροβληθεί –για αυτό, άλλωστε, και πολύ λίγοι γνώριζαν ότι ακολουθούσε αυτή την πρακτική. Ως γενικός γραμματέας θεωρούσε χρέος του να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όπως έκανε και στο παρελθόν. Είχε επίγνωση της προσωρινότητας των δημόσιων αξιωμάτων και έλεγε ότι στις δύσκολες στιγμές αξίζει να προσπαθούμε περισσότερο.
Όταν βρέθηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή, ο Δημήτρης προσπάθησε να κάνει πράξη τον ακτιβισμό του. Με την ευγένεια, τη διακριτικότητα, τη δημοκρατικότητα, τη συστηματικότητα και το πάθος που τον χαρακτήριζαν, αναζητούσε λύσεις στα καθημερινά αδιέξοδα. Ενώ ιδεολογικά απέβλεπε την ουτοπία, μπορούσε πρακτικά να δίνει λύσεις που βελτίωναν τη σκληρή πραγματικότητα. Στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα έδωσε μάχη για την κατοχύρωση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης και για την εξασφάλιση επιδομάτων για κάποιες ευάλωτες ομάδες, όπως τα άτομα με αναπηρία. Πρόσωπο που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, και όχι από την πλευρά της Ελλάδας, μου αφηγήθηκε πρόσφατα πώς ο Δημήτρης, σε ένα κλίμα πολύ επιθετικό, σχεδόν εκβιαστικό και ισοπεδωτικό για την κοινωνική πολιτική της χώρας, κατάφερε να κερδίσει μάχες που φαίνονταν χαμένες, προβάλλοντας με ηρεμία και ευγένεια την επιχειρηματολογία και την αποφασιστικότητά του. Άλλωστε, ένα από τα προτερήματα του Δημήτρη ήταν ότι άκουγε προσεκτικά τους συνομιλητές του, δεν έχανε την ψυχραιμία του και προσπαθούσε με νηφαλιότητα να τεκμηριώσει τις απόψεις του, να πείσει ή να μεταπείσει. Είχε τη στόφα του πραγματικού δασκάλου και ήταν ανοιχτός στους ανθρώπους και στον διάλογο, χωρίς να φοβάται να αντιμετωπίσει ζητήματα ή καταστάσεις. Αυτή η στάση έκανε τους συνεργάτες του να νιώθουν ασφάλεια και όσους διαφωνούσαν μαζί του να ξανασκέφτονται τις απόψεις τους και να τον εκτιμούν. Είναι κρίμα που ο Δημήτρης δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του να βρεθεί ως διδάσκων στο πανεπιστήμιο, ακολουθώντας τη φανερή κλήση του και εκπληρώνοντας την επιθυμία του να συμβάλει στη διαμόρφωση νέων επιστημόνων στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, με τις διαλέξεις του κρατούσε την επαφή με τον ακαδημαϊκό χώρο μέχρι πρόσφατα.
Ο Δημήτρης θα λείψει σε όλους μας, φίλους, συνεργάτες και συναγωνιστές. Πολύ δε περισσότερο στους δικούς του ανθρώπους, στη γυναίκα και συνοδοιπόρο του Ελευθερία και στην κόρη του Ραλλού, τις επιλογές της οποίας στήριζε πάντα με περηφάνια και τη φράση «Έχει δίκιο το παιδί».
Καλό ταξίδι, Δημήτρη.