Σε λίγες μέρες ξεκινά το Συνέδριο της Νέας Αριστεράς, ιδρυτικό συνέδριο που πρέπει να διαπραγματευτεί πολλά και να επιλύσει τα περισσότερα: τη φυσιογνωμία, τις καταστατικές αρχές, την εκλογή ηγετικής ομάδας, τις θέσεις, δηλαδή το πολιτικό σχέδιο προκειμένου να εφαρμοστεί την επόμενη μέρα. Ο προσυνεδριακός χρόνος ήταν λίγος. Βλέπετε είναι επιτακτική ανάγκη να σχηματιστεί άμεσα η Νέα Αριστερά σε κόμμα, με δομές, διαδικασίες, δημοκρατία και λογοδοσία. Η προσωρινότητα της προηγούμενης περιόδου κόστισε. Κόστισε πολιτικά, προγραμματικά και εκλογικά, η Νέα Αριστερά άνευρη, χωρίς ρυθμό, χωρίς ηγετική ευθύνη δεν συστήθηκε στην ελληνική κοινωνία, οι περισσότεροι και περισσότερες που την έμαθαν την θεώρησαν συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ, το «Νέα» δεν εμφανίστηκε.
Τις συζητήσεις μεταξύ των μελών μονοπωλούν δύο ερωτήματα (με το καταστατικό, στον επίλογο). Στα ίδια αφιέρωσε πολύ χρόνο η τελευταία Κεντρική Επιτροπή, όπως και διάφορες εκδηλώσεις που έγιναν το αμέσως προηγούμενο διάστημα, και με τη συμμετοχή ανένταχτων. Το πρώτο έχει να κάνει με την αποτίμηση της περιόδου διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (με τους ΑΝΕΛ) και το δεύτερο αφορά το παρόν, δηλαδή, ποιο είναι το πολιτικό σχέδιο; θα ήταν καλύτερο το ερώτημα να τεθεί ως “ποια είναι η στρατηγική της Νέας Αριστεράς”, με την έννοια της ανάπτυξης -σε μέσο χρόνο- των πολιτικών για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, και σε προτεραιότητα την αποκατάσταση του τραύματος που έχει υποστεί το κοινωνικό σώμα, η μισθωτή εργασία, το κράτος, οι θεσμοί, το περιβάλλον και η οικονομία από τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση της ΝΔ.
Κριτική αποτίμηση
Το πρώτο ερώτημα, η διακυβέρνηση 2015-2019: ήταν νίκη, συμβιβασμός ή ήττα; Η εκτίμηση μου είναι ότι ήταν ήττα, στο βαθμό που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που δεν ήταν δικό της, αντιθέτως. Αμέσως μετά μπαίνει το ερώτημα: μπορούσε να νικήσει; Η δική μου απάντηση είναι όχι, σε εκείνον τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης, ο οποίος δεν ορρωδούσε πουθενά –ονομάσθηκε και πραξικόπημα των ευρωπαϊκών θεσμών σε βάρος της χώρας. Άρα στο ερώτημα, η απάντηση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συναίνεσε, αλλά εκβιάστηκε από υπέρτερους συσχετισμούς δύναμης. Μπορούσε τη λύση να δώσει η πολιτική βούληση; Η απάντησή μου είναι πως δεν μπορούσε, όσο πολύτιμός και αν είναι ο βολονταρισμός στις στιγμές της κρίσης, τον ξεπερνούσε ο οικονομικός και πολιτικός κύκλος της πάση θυσία διάσωσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ακόμα και με τον αποκλεισμό χώρας του ευρώ. Το επόμενο ερώτημα είναι: η κυβέρνηση έκανε εκείνα που έπρεπε και μπορούσε; Εδώ η απάντηση μου είναι και ναι και όχι. Όχι με την έννοια της αριθμητικής των καλών πρακτικών (το γεγονός ότι έκανε πράγματα για τις υπάλληλες κοινωνικές τάξεις) και των λανθασμένων επιλογών αλλά με την έννοια ότι δεν εργάστηκε επιτελεστικά για να επεκτείνει τα όρια του εφικτού σε κρίσιμους τομείς, με τις ιδιωτικοποιήσεις να είναι το δυσβάστακτο κόστος.
Θα πείτε ότι “αυτά που λες μας πάνε στην TINA, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, έτσι δεν είναι”; Το ερώτημα μας πάει στον επόμενο κύκλο ερωτημάτων, που απασχολεί διαχρονικά την όπου γης Αριστερά. Υπάρχει η δυνατότητα να επανεκκινήσει ένας νέος ριζοσπαστικός κύκλος; Και αν ναι, με ποιες προϋποθέσεις; Ο προηγούμενος, που ξεκίνησε με την χρηματοπιστωτική κρίση το 2010, στη Δύση παρουσίασε μια σειρά ριζοσπαστικών εγχειρημάτων με τον Κόρμπιν, τον Σάντερς, τους Ποδέμος, τον ΣΥΡΙΖΑ, την Λαϊκή Ενότητα. Ο κύκλος έκλεισε, με εξαίρεση τη Γαλλία, και οι δυνάμεις του σήμερα είναι σκυθρωπές και εξαντλημένες. Όμως, το αποτύπωμά του δεν έχει σβήσει.
Η Νέα Αριστερά στις συνεδριακές Θέσεις γράφει, στις προϋποθέσεις επανεκκίνησης, τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ δυνάμεων. Στις παρούσες συνθήκες η στρατηγική της Νέας Αριστεράς φαίνεται ευχή και όχι δυνατότητα.
Ο πολιτικός αστερισμός
Είναι δεδομένο ότι το λεγόμενο αριστερό ημισφαίριο είναι εχθρικό ή αδιάφορο σε μια τέτοια εξέλιξη. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούν το λεγόμενο Κέντρο και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ηγεσία της κεντροαριστεράς, αδιαφορούν (ή είναι εχθρικά) απέναντι σε αριστερές πρωτοβουλίες κοινής δράσης σε κοινωνικά επίδικα. Προγραμματικά είναι στην άλλη όχθη σε κορυφαία διακυβεύματα της περιόδου: στον πόλεμο και τα εξοπλιστικά, στις ιδιωτικοποιήσεις, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στα ελληνοτουρκικά. Θέσεις που ταιριάζουν σε ένα συναινετικό δικομματισμό, παρά σε ένα αντί-ηγεμονικό σχέδιο. Η άλλη Αριστερά, το ΚΚΕ, το ΜεΡΑ25, το μεγαλύτερο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, υψώνει τείχη δυσανεξίας στην ενότητα και την κοινή δράση, όταν δεν την θεωρεί “καθεστωτική παγίδα”. Ακόμα και πρωτοβουλίες από τα κάτω για την ενότητα και την κοινή δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς αντιμετωπίζονται εχθρικά ή με καχυποψία, όπως η πρόσφατη έκκληση μελών της Νέας Αριστερας, του ΜέΡΑ25 και ανένταχτων. Για τα αυτονόητα δηλαδή. Υπάρχει βέβαια το πέλαγος της ανένταχτης Αριστεράς, η οποία ενδεχομένως θα είχε λόγους, μόνο που είναι διάσπαρτη, χωρίς μορφές συλλογικότητας.
Οι κοινωνικές δυνάμεις
Το κοινωνικό σώμα επίσης δεν είναι σε καλή κατάσταση, κατακερματισμένο, και πολλές φορές με συντεχνιακές αντιλήψεις, ο ατομικισμός και οι χαμηλές προσδοκίες έχουν εγκατασταθεί για τα καλά. Αγώνες βεβαίως γίνονται, από τα συνδικάτα, από περιβαλλοντικές οργανώσεις, από οργανώσεις γυναικών, από τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, από τους αγρότες, από κινήσεις προστασίας της κατοικίας, από οργανώσεις υπεράσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Ασύνδετοι, χωρίς το συλλογικό Εμείς.
Η στρατηγική
Η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για το ζήτημα ηγεμονίας. Δεν μπορεί να μεταθέτει το ζήτημα στο μέλλον, όταν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί θα είναι αλλιώς ή οι εθνικοί συσχετισμοί θα έχουν θεαματικά ανατραπεί υπερ της και μέχρι τότε η κεντρική πολιτική αφήνεται στους άλλους. Η «πρωταρχική συσσώρευση» κομματικών δυνάμεων και η κατάσταση αναμονής καλύτερων ημερών είναι αλυσιτελής στην πολιτική.
Αλλά, ένα ηγεμονικό σχέδιο δεν φωτογραφίζει, κατασκευάζει μια «ενότητα» από τη διαφορά, αρθρώνει σε μια διαμόρφωση διαφορετικά υποκείμενα, διαφορετικές ταυτότητες, διαφορετικά σχέδια, διαφορετικές φιλοδοξίες. Με αυτή την έννοια το αδύνατο σήμερα, στατικά, φωτογραφικά, μπορεί να γίνει εφικτό, αναδιατάσσοντας το πεδίο τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο πολιτικό.