Η εκλογή της ηγεσίας των κομμάτων από τα μέλη και τους φίλους μετράει ήδη αρκετά χρόνια ζωής, έχει αναχθεί σε μέγιστο πολιτικό και μιντιακό γεγονός κι έχει πυροδοτήσει έντονες αντιπαραθέσεις ύστερα από την εκλογή Κασσελάκη στο τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που οδήγησε στη διάσπασή του (υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μιας εκ νέου διάσπασης). Η Νέα Αριστερά διεξάγει το συνέδριό της, στο οποίο φαίνεται ότι θα θεσπιστεί η εκλογή του επικεφαλής να γίνεται καταστατικά από το συνέδριο. Αναμφίβολα, τα αριστερά κόμματα οφείλουν να επιλέγουν τους/τις επικεφαλής τους με τρόπο που να πληροί περισσότερα του ενός κριτήρια, τα οποία κάποιες φορές συνδυάζονται δύσκολα –λ.χ. επαρκής διαβούλευση και επαρκής συμμετοχή. Για τον λόγο αυτό δημοσιεύουμε σήμερα τρία κείμενα που καταπιάνονται με το ζήτημα που άλλοτε αρδεύει από διαφορετικές αντιλήψεις για τη δημοκρατία και άλλοτε εκφράζει διαφορετικές ιδέες για την υλοποίηση παρόμοιων αντιλήψεων.
Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων
Άμεση δημοκρατία και ηγέτες
Είχαμε πρόσφατα μια έντονη συζήτηση για την άμεση δημοκρατία. Ο κ. Κασσελάκης μπέρδεψε τους θεσμούς της λαϊκής άμεσης δημοκρατίας με αμεσοδημοκρατικές κομματικές πρακτικές. Μίλησε για «αμεσοδημοκρατική πολιτειακή αλλαγή» και την πρόσθεσε χωρίς διαφοροποίηση στην πολυδιαφημισμένη «αδιαμεσολάβητη» σχέση ηγέτη και λαού. Έτσι οδηγηθήκαμε σε μια αντιπαράθεση χωρίς αναλυτικές διακρίσεις που τείνει προς μια συνολική αποδοχή ή απόρριψη του θεσμού. Η άμεση είναι η αρχαιότερη μορφή δημοκρατίας στη Δύση. Ξεκίνησε στην Αθήνα και τη ρεπουμπλικανική Ρώμη. Η εξουσία ασκείται από τους πολίτες που παίρνουν αποφάσεις σε λαϊκές συνελεύσεις με δημόσια διαβούλευση και διάλογο. Σήμερα μπορεί να λειτουργεί με συνελεύσεις πολιτών ή με δημοψηφίσματα και πρωτοβουλίες στις οποίες οι πολίτες αποφασίζουν για ζητήματα αντί για υποψηφίους ή κόμματα.
Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οι πολίτες είναι κυρίαρχοι μόνο τα λίγα δευτερόλεπτα κάθε τέσσερα χρόνια που χρειάζονται για να βάλουν τον σταυρό στο ψηφοδέλτιο, έλεγε ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Μετά τις εκλογές είναι απόντες από τις αποφάσεις που παίρνονται στο όνομα τους, ενώ συχνά παραβιάζονται οι υποσχέσεις στα κομματικά μανιφέστα ή είναι αντίθετες με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Οι βουλευτές γίνονται μια εκλεγμένη αριστοκρατία, με βασική λειτουργία να υπηρετούν υπάκουα τις κυβερνήσεις του κόμματος τους. Αυτές οι εγγενείς δυσλειτουργίες της αντιπροσώπευσης γιγαντώθηκαν στη μεταπολιτική εποχή, με την επιβολή των τεχνοκρατών και των χρηματιστικών αγορών στους πολιτικούς.
Η επιστροφή της άμεσης δημοκρατίας αποτελεί μία απάντηση. Οι «αγανακτισμένοι» καταληψίες του Συντάγματος ήταν ο αντιστεκόμενος και ενεργός δήμος που πήρε τη ζωή του στα χέρια του και προεικόνιζε τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές και το βάθεμα της δημοκρατίας. Μιμούνταν και συγχρόνως αντέστρεφαν την αρχή της αντιπροσώπευσης και της κρατικής οργάνωσης. Ακόμη και σήμερα βλέπουμε το μίσος των ελίτ για τους αγανακτισμένους και την άμεση δημοκρατία. Η σημασία της αναγνωρίστηκε από την Αριστερά με την αναθεωρητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018. Πρότεινε δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία για κρίσιμα εθνικά θέματα και για την κύρωση διεθνών συμβάσεων, όπως και τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Τα απέρριψε η Δεξιά. Η Αριστερά ήταν και παραμένει υποστηρικτής λαϊκών πρωτοβουλιών, συνελεύσεων και συμβουλίων.
Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά με τη λειτουργία του αριστερού κόμματος. Σε αντίθεση με τα αστικά κόμματα, το αριστερό είναι ταγμένο στην προστασία των εργαζομένων και των αδυνάτων και έχει ως ιδεολογικό του σκοπό και καθημερινό ορίζοντα τον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτή η ειδοποιός διαφορά (πρέπει να) καθορίζει κάθε πτυχή της οργάνωσης, της λειτουργίας και του καταστατικού του. Ας δούμε τον τρόπο εκλογής του προέδρου. Δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα με την άμεση επιλογή του από τα μέλη του κόμματος, εφ’ όσον τηρείται μια βασική προϋπόθεση: και οι ψηφοφόροι και οι υποψήφιοι αποδέχονται την ταυτότητα και την ιδεολογία του κόμματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, οι ψηφοφόροι πρέπει να είναι μέλη του κόμματος για ένα διάστημα, ενώ οι υποψήφιοι για μεγαλύτερο χρόνο, να έχουν ένα ικανό αριθμό προτάσεων από μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και μερικά χρόνια κομματικής προσφοράς. Εξίσου σημαντικό είναι να προηγηθεί της εκλογής ένα ειδικό συνέδριο, στο οποίο οι υποψήφιοι θα εκθέσουν το πρόγραμμά τους και θα απαντήσουν σε ερωτήσεις. Κι αυτό γιατί βασική λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας δεν είναι ένα απλό «Ναι» ή «Όχι». Είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κρίσης των πολιτών με τη θεσμοποίηση διαδικασιών στοχασμού και αναστοχασμού που προωθούν την πολύπλευρη λαϊκή συμμετοχή και βοηθούν στην καλλιέργεια της ατομικής και συλλογικής πολιτικής κρίσης.
Αν δεν υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις –όπως δεν υπήρξαν στις δύο πρόσφατες εκλογές ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ– ο άμεσα εκλεγμένος τείνει να εξελιχθεί σε «μεσσιανικό» ηγέτη. Χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό οικειότητας και απόστασης, «αδιαμεσολάβητων» συναντήσεων και απομακρυσμένης ανωτερότητας. Γίνεται έτσι ένας «μεγάλος ανθρωπάκος», όπως γράφει ο Αντόρνο, με τον οποίο ο οπαδός μπορεί να ταυτιστεί και τον οποίο μπορεί να θαυμάζει. Όσο πιο πολύ οι απόψεις του διαψεύδονται, τόσο πιο πολύ επιμένει στις ψευδαισθήσεις. Η ομάδα γύρω του εξιδανικεύεται, οι αντίπαλοι θεωρούνται κακόβουλοι, πραξικοπηματίες, υποκινούμενοι από σκοτεινές δυνάμεις. Η ταυτότητα μέσω κοινών αξιών αντικαθίσταται από την ταύτιση με τον star, την celebrity, τον πετυχημένο, και το κόμμα γίνεται επιχείρηση ή σύνδεσμος οπαδών. Αλλά αυτό αποτελεί άρνηση της ουσίας του αριστερού κόμματος. Δε φταίει, λοιπόν, η άμεση δημοκρατία για την εξαΰλωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η συνειδητή ή άφρονη παραμόρφωσή της.
Κώστας Δουζίνας
Ψευδοαμεσότητα, ψευδοδημοκρατία
Η σχεδόν δια βοής επιβεβαίωση του ηγέτη και η σκηνοθετικά επιμελημένη εικόνα οπαδικής έκστασης ενώπιον μιας τέτοιας επιβεβαίωσης, καμιά σχέση δεν θα έπρεπε να έχουν με τη ζωή και τις διαδικασίες ενός αριστερού κόμματος. Γιατί βεβαίως ένα κόμμα που επαγγέλλεται έναν εις βάθος και ριζικό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, όπως τον απαιτεί η σοσιαλιστική προοπτική, δεν μπορεί παρά να διέπεται, στο εσωτερικό του, από την πιο ουσιαστική δημοκρατία.
Αλλάζει το πράγμα όταν ο ηγέτης δεν είναι δεδομένος και επομένως η τελετή απαιτεί δημοψηφισματικού χαρακτήρα επιλογή και πλαισιώνεται από συνθηματικές αντιπαραθέσεις; Μήπως, μάλιστα, ο συνοδευτικός «θόρυβος» παθών και ενορμήσεων δεν είναι παρά το αμελητέο κόστος μπρος στην εξασφάλιση μιας διαδικασίας που επαναφέρει στην πολιτική ζωή τη δημοκρατική αμεσότητα;
Μια αρχική υπενθύμιση: Η αδιαμεσολάβητη σύνδεση με τον αρχηγό αποτελεί σταθερό και κεντρικό μοτίβο του αυταρχικού (εθνολαϊκού) λόγου. Ο οπαδός τρέφεται από την ταύτιση με τον αρχηγό και την εξουσία που εκείνος ασκεί. Η υπενθύμιση δεν είναι εκτός χρόνου, καθώς ανάλογα φαινόμενα μεσουρανούν στο πολιτικό στερέωμα όλης της Ευρώπης. Δεν είναι όμως ούτε εκτός τόπου, καθώς η –όντως τεράστια– απόσταση της όποιας Αριστεράς από τα (νεο)φασιστικά πρότυπα δεν την προστατεύει από τη γοητεία που ασκούν καθημερινές πτυχές του αυταρχισμού, όπως μας έχουν δείξει οι δυναμικές του εθνοκεντρισμού και της μισαλλοδοξίας ή απλώς των αρχηγικών σχηματισμών, όπως μας εικονογραφεί η περίπτωση (του «κόμματος») της Βάγκενκνεχτ.
Παραμένει το ζήτημα της αμεσότητας. Η από τη βάση εκλογή προέδρου (ουσιαστικά «αρχηγού» ή τουλάχιστον «ηγέτη» σε αυτή την περίπτωση) ισοδυναμεί φαινομενικά με την επιβεβαίωση μιας αμεσοδημοκρατικής συνθήκης –μιας συνθήκης ουσιαστικής συμμετοχής, εξασφάλισης της ισότητας των μελών και επικράτησης της αυθεντικής βούλησής τους.
Δεν αφορά, όμως, η αμεσότητα πρωταρχικά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων και τη θεμελίωση των πολιτικών επιλογών; Δεν αφορά, επομένως, πρωταρχικά τις συνθήκες διαβούλευσης και εκείνες του ελέγχου των (ενδοκομματικών στην περίπτωσή μας) εξουσιαστικών ροών; Αν είναι έτσι, η αμεσότητα απαιτεί διάρκεια και μείωση των αποστάσεων.
Η αμεσότητα απαιτεί διάρκεια, γιατί η δημοκρατία (και η εσωκομματική) είναι διαδικασία. Δεν είναι στιγμή (μπαίνεις, πληρώνεις, ψηφίζεις), εμπλέκει μέλη με στοιχειώδη τουλάχιστον γνώση της κατάστασης και των επίδικων, μέλη των οποίων η γνώμη και η άποψη διαφοροποιείται. Κι αυτές οι ιδιότητες οικοδομούνται, δεν αποκτώνται αυτομάτως δια της εγγραφής. Στιγμιαία στη δημοκρατία είναι μόνο η επαναστατική ιδρυτική της συγκρότηση, η συντακτική της διακήρυξη. Αντιθέτως, η δημοκρατική συνθήκη εκδιπλώνεται, αναπτύσσεται μαχόμενη. Έτσι και η εσωκομματική: Η συμμετοχή στη δουλειά και τη ζωή των οργανώσεων, ο συνεχής έλεγχος της πορείας του κόμματος και της –διαρκώς υπό κρίση και διαρκώς δυνάμει υπό ανάκληση– ηγεσίας του, καθώς και η συλλογική και κατ’ ανάγκην συχνά συγκρουσιακή πορεία λήψης αποφάσεων, συνιστούν διαδικασία με διάρκεια.
Η αμεσότητα απαιτεί επίσης μείωση των αποστάσεων, γιατί η ουσιαστική συζήτηση προϋποθέτει τη δυνατότητά μας να μιλάμε και να ακουγόμαστε, να εξετάζουμε την πληροφορία, να κατανοούμε και να γινόμαστε αντιληπτοί.
Οι απολύτως απαραίτητες αμεσοδημοκρατικές διαστάσεις της εσωκομματικής λειτουργίας ενός αριστερού κόμματος –ενός κόμματος η δράση του οποίου δεν μπορεί να αναχθεί σε μηχανισμό συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές– συνεπάγονται επομένως ζωντανή επικοινωνία (άρα περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων στις συνεδριάσεις στις οποίες λαμβάνονται αποφάσεις) και κλιμακούμενες εξουσιοδοτήσεις εκπροσώπησης: από την οργάνωση βάσης έως τα όργανα κεντρικού συντονισμού. Μόνο έτσι διασφαλίζεται ο θεμελιώδης συλλογικός χαρακτήρας των κομματικών διαδικασιών ως δημοκρατικών.
Μάκης Κουζέλης
Εκλογή προέδρου από το συνέδριο,
φυσικά
Στις 8 Φεβρουαρίου 2004 ο Γιώργος Παπανδρέου διεκδίκησε την προεδρία του ΠΑΣΟΚ ως μοναδικός υποψήφιος στις εσωκομματικές εκλογές, εισάγοντας για πρώτη φορά στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας τη λεγόμενη «εκλογή από τη βάση», όπου συγκέντρωσε το 99,70% των ψήφων των 1.020.145 μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχαν στη διαδικασία. Έκτοτε, με τον συγκεκριμένο τρόπο εκλογής εξέλεξαν για πρώτη φορά πρόεδρο η ΝΔ το 2009 και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023 –η τελευταία διαδικασία κατέληξε στην εκλογή Κασσελάκη, με τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε.
Τι χαρακτηρίζει, όμως, την «εκλογή από τη βάση»; Είναι άραγε καλύτερη για τα κόμματα που την επιλέγουν σε σχέση με την εκλογή από το συνέδριο, μέθοδο εκλογής ηγεσίας που ακολουθούσαν και τα τρία αυτά κόμματα όλα τα προηγούμενα χρόνια; Ωφελεί τα κόμματα εν τέλει; Επίσης, είναι τόσο δημοκρατική ή, ακόμα περισσότερο, αμεσοδημοκρατική ως διαδικασία όπως διατείνονται όσοι ομνύουν σε αυτήν;
Στην εκλογή από τη βάση ψηφίζουν μέλη, αλλά και φίλοι του κόμματος που εγγράφονται ως μέλη τη στιγμή της εκλογικής διαδικασίας, αποδεχόμενα τις καταστατικές θέσεις του κόμματος. Δεν υπάρχει, δηλαδή, εκ των προτέρων συγκεκριμένος εκλογικός κατάλογος. Άρα, μεθοδολογικά, δεν συγκροτείται εκλογικό σώμα, αφού δεν είναι προκαθορισμένος ο εν δυνάμει αριθμός των εκλογέων.
Εξάλλου, το τυχαίο πλήθος των εκλογέων είναι αμφίβολο αν συνέχεται από ένα κοινό σκοπό, αφού οι φίλοι του κόμματος μπορεί να είναι όντως ψηφοφόροι και φίλοι του κόμματος, αλλά μπορεί να είναι και περαστικοί, κάποιοι που θέλουν να καθορίζουν το ποιοι είναι επικεφαλής κομμάτων, ώστε να έχουν επιλέξει εκ των προτέρων τον εκάστοτε πρωθυπουργό –ακόμη και ψηφοφόροι άλλων κομμάτων, κάτι που βέβαια συνιστά αλλοίωση του εκλογικού ανταγωνισμού. Δεδομένο βέβαια είναι ότι, σε μια διαδικασία που αφορά τους πάντες, μιντιακά και εξωθεσμικά κέντρα επηρεάζουν υπέρ ή κατά υποψηφίων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία γενικότερα.
Ακόμα και αν ψήφιζαν, όμως, μόνο τα μέλη του κόμματος, με συγκεκριμένο εκλογικό κατάλογο, όπου θα συγκροτούσαν εκλογικό σώμα, και πάλι λόγω του μεγάλου πλήθους των μελών των κομμάτων που αριθμούν από δεκάδες χιλιάδες ως και εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, δεν συγκροτείται πολιτικό σώμα. Κατά την αρχαιότητα, η έννοια λαός είχε την έννοια απλώς του πλήθους των ανθρώπων, ενώ ο όρος δήμος περιέγραφε την έννοια ενός συνόλου ανθρώπων συγκροτημένων σε πολιτικό σώμα. Η άμεση δημοκρατία μπορούσε να έχει εφαρμογή όσο ο αριθμός του μελών του δήμου επέτρεπε τη συζήτηση και τη διαβούλευση. Οργανωμένη και ουσιαστική πολιτική διαβούλευση μεταξύ εκατοντάδων χιλιάδων δεν μπορεί να συμβεί βέβαια στις μέρες μας, ακόμα και με τα μέσα που μας παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία.
Τι ώθησε, όμως, τα κόμματα στην ύστερη φάση της κρίσης του κομματικού φαινομένου στο να διαστείλουν τόσο τη μέθοδο εκλογής των επικεφαλής τους; Ωθήθηκαν σε αυτό σε μια προσπάθεια προσέλκυσης μελών, επιθυμίας για αντιστοίχιση της κομματικής βάσης με τα εκλογικά τους ποσοστά, αποκατάστασης της επαφής τους με την κοινωνία. Στην πραγματικότητα, όμως, η ανεξέλεγκτη εισδοχή χιλιάδων μελών είτε έγινε μόνο στα χαρτιά, είτε λειτούργησε αποσυσπειρωτικά για την ήδη υπάρχουσα βάση των κομμάτων, με αποτέλεσμα να αποδυναμώσει και να αποδιοργανώσει τη ραχοκοκαλιά τους, δηλαδή τα ενδιάμεσα όργανά τους και την εσωτερική οργανωτική τους δομή. Τα αποδυνάμωσε και για έναν πρόσθετο λόγο: ο ηγέτης δεν εκλέγεται από τα όργανα, άρα εκ των πραγμάτων δεν λογοδοτεί σε αυτά. Το απότοκο της τυπικής νομιμοποίησης που δίνει η αφηρημένη βάση των μελών και των φίλων είναι ότι θεσμοποιείται μια ουσιαστικά απροσδιόριστη, αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ ηγέτη και βάσης. Σύμφωνα με τους Katz και Mair, αυτού του είδους η εκλογή συμπυκνώνει την περιθωριοποίηση του οργανωμένου κόμματος.
Τα ελληνικά κόμματα, και ιδιαίτερα τα αριστερά κόμματα που δεν συγκροτούνται στη βάση του συμφέροντος, αλλά στη βάση πολιτικών σχεδίων με στόχο την κατάληψη της εξουσίας προς όφελος του λαού, πρέπει να ενισχύσουν και να ισχυροποιήσουν την πολιτική και μέσα στους ίδιους τους οργανισμούς τους. Κι αυτό προϋποθέτει να επιστρέψουν στον τρόπο εκλογής της ηγεσίας τους από αιρετά βουλευόμενα όργανα.
Το τακτικό ή έκτακτο συνέδριο αποτελεί το ανώτατο όργανο στα κόμματα της Αριστεράς. Συνεπώς και η νομιμοποίηση που αποδίδει στον εκάστοτε επικεφαλής είναι η προσήκουσα. Το συνέδριο πραγματοποιείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους των οργανώσεων βάσης, των βασικών κυττάρων του κόμματος, εκπροσωπούνται δηλαδή σε αυτό όλες οι στελεχιακές βαθμίδες, τηρουμένης της αριθμητικής και γεωγραφικής αντιπροσωπευτικότητας. Οι σύνεδροι ψηφίζονται από τα μέλη των οργανώσεων βάσης σε κομματικές συνελεύσεις, εντέλλονται δηλαδή από την πραγματική βάση από όσους συμμετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες, εξορμήσεις, εκδηλώσεις, συζητήσεις, από εκεί που διαμορφώνονται οι όροι πολιτικοποίησης των μελών, όπου ακμάζει η ζωτικότητα του κόμματος.
Τέλος, η εκλογή ηγεσίας στο πλαίσιο ενός συνεδρίου δεν συνιστά μια αποκομμένη και αποσπασματική διαδικασία. Στα συνέδρια, οι συμμετέχοντες έχουν την ευκαιρία να διαβουλευτούν με πολιτικά επιχειρήματα και ακολουθώντας οργανωμένες διαδικασίες να προτείνουν, να συνθέσουν, να εγκρίνουν επί πολιτικών αποφάσεων, σχεδίων, προγραμμάτων, καταστατικών, να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τα όργανα του κόμματος, ένα εκ των οποίων είναι και ο/η επικεφαλής του κόμματος.
Έφη Παρίση