Εξαγγέλθηκε ότι σχεδιάζεται Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών κεκλεισμένων των θυρών

 

Όλοι οι καλοπροαίρετοι αναγνώστες - πολίτες μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι για οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να λύσει ένα πρόβλημα που δεν αναγνωρίζει ότι υπάρχει. «Είναι αυτή η κυβέρνηση που, όπως είχαμε δεσμευτεί, έρχεται να απαντήσει και στους στημένους ακτιβισμούς και σε κάποιες “παράφωνες” συναυλίες, με μια γενναία μεταρρύθμιση στον χώρο του σύγχρονου πολιτισμού», δήλωσε ο πρωθυπουργός στο προ εβδομάδας Υπουργικό Συμβούλιο ανακοινώνοντας την ίδρυση Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών. Αν μάλιστα το πρόβλημα επιχειρείται να λυθεί χωρίς καμία διαβούλευση με αυτούς που θα «ωφελούνται» από τη σχεδιαζόμενη λύση πριν την απόπειρα σχεδιασμού της, τότε πρέπει να αρχίσουμε να διερευνούμε ποιο πρόβλημα προσπαθεί πραγματικά να λύσει η κυβέρνηση με την εξαγγελθείσα ίδρυση.

 

«Η μοναδική επαφή που είχαμε με την κυβέρνηση, όταν έγινε για πρώτη φορά αναφορά στην πιθανότητα ίδρυσης ανώτατης σχολής για τις παραστατικές τέχνες, ήταν τον Μάρτιο του 2023. Τότε έγιναν ανά καλλιτεχνικό κλάδο συναντήσεις με εκπροσώπους των δύο εμπλεκόμενων υπουργείων, Παιδείας και Πολιτισμού και νομικούς. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει καμία άλλη συνάντηση με σωματεία του χώρου των παραστατικών τεχνών, παρότι είχε συμφωνηθεί να ακολουθήσουν άλλες συναντήσεις», επισημαίνει στην Εποχή η πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στον Χώρο του Χορού (ΣΕ.Χω.Χο.), Μίνα Ανανιάδου. Αξίζει να σημειωθεί εδώ κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο αλλά τείνει να εκλαμβάνεται ως ριζοσπαστική πρόταση, ότι η διαβούλευση δεν μπορεί να ξεκινάει όταν ένα νομοσχέδιο είναι πλέον έτοιμο. «Ειδικά δε για τον κλάδο του χορού, για τον οποίο η εκπαίδευση εισάγεται πρώτη φορά σε πανεπιστημιακό επίπεδο, αυξάνεται η αναγκαιότητα του ενδελεχούς διαλόγου με εκπροσώπους από κάθε φορέα του κλάδου, ώστε να διαμοιραστεί μια βιωμένη γνώση».

 

Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση συνομιλεί μόνο με τις διοικήσεις των πέντε ήδη υπαρχόντων ανώτερων δημόσιων σχολών, δηλαδή με πέντε διοικήσεις που έχει ορίσει απευθείας η ίδια. Υπάρχει μια διαβουλευόμενη επιτροπή για την οποία δεν έχει υπάρξει καμία κοινοποίηση ως προς το ποιοι την απαρτίζουν ή σε τι πορίσματα έχει καταλήξει. Επιπλέον αναπάντητο παραμένει το ερώτημα γιατί, όπως φαίνεται στη Διαύγεια, ανατέθηκε σε εταιρεία μελέτη για να κρίνει αν υπάρχει ανάγκη δημιουργίας του εν λόγω ΑΕΙ, η οποία κόστισε 37.000 ευρώ.

 

Πριν ακόμα από την «ενημέρωση» που επήλθε για όλους ομάδι, μέσω καταιγισμού αναρτήσεων κυβερνητικών στελεχών και συνεντεύξεων Τύπου, το ΣΕ.Χω.Χο. έκανε το ενδεδειγμένο βήμα έχοντας διοργανώσει διημερίδα, τη δεύτερη σε σειρά μετά την πρώτη που έγινε πριν δύο χρόνια, με τίτλο «Πανεπιστήμιο Παραστατικών Τεχνών προ των Πυλών», η οποία πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Νοεμβρίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών, διδασκόντων και εκπροσώπων σωματείων και σπουδαστών «για να δημιουργήσουμε αυτόν τον χώρο διαλόγου και ζύμωσης που λείπει», όπως αναφερόταν στο δελτίο Τύπου.

 

Μετά τις εξαγγελίες και τις διαρροές αναδεικνύεται σειρά προβληματικών σημείων. Το πρώτο σημείο αφορά την ίδρυση μιας σχολής «ομπρέλας» πάνω από πέντε ήδη υπάρχουσες σχολές, με ό,τι περιλαμβάνει αυτό, για παράδειγμα τα ήδη υπάρχοντα κτίρια. «Αυτό που ορίζει ένα πανεπιστήμιο ως τέτοιο, εκτός από τη διοικητική δομή και το πρόγραμμα σπουδών, είναι η προαγωγή της έρευνας και της γνώσης, η διακίνηση των ιδεών μέσα από την ώσμωση του διδακτικού και του φοιτητικού κόσμου. Αυτό εκ προοιμίου δεν εξυπηρετείται από την έλλειψη ενός κοινού χώρου», σημειώνει η πρόεδρος του ΣΕ.Χω.Χο. Εκ των οποίων χώρων, μάλιστα, ο ένας είναι μέρος του Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Δηλαδή το τμήμα Χορού στο νέο ΑΕΙ θα είναι συνδεδεμένο με ένα από τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα στον πολιτισμό, σημειώνουμε εμείς.

 

Δεύτερο προβληματικό σημείο αποτελεί ο κίνδυνος που διαφαίνεται για τη διαχείριση των αποφοίτων των ήδη υπαρχόντων ανώτερων σχολών, ως δύο ταχυτήτων, δημόσιων και ιδιωτικών σχολών. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η ανώτερη εκπαίδευση στον χώρο των παραστατικών τεχνών μέχρι σήμερα καλύπτεται σε πλειοψηφικό ποσοστό από ιδιωτικές σχολές. «Τα στοιχεία που είδαν τη δημοσιότητα, μιλούν για αυτοδίκαιη κατάταξη των αποφοίτων των δημόσιων σχολών, όρος που πρώτη φορά έρχεται στο τραπέζι και σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει καν διαδικασία κατατακτηρίων ή θέσμισης ενός ακαδημαϊκού διαδρόμου. Τι θα γίνει όμως με τους αποφοίτους των ιδιωτικών σχολών από το 1983 μέχρι σήμερα;», υπογραμμίζει η Μίνα Ανανιάδου. Επιπλέον δεν ορίζεται αριθμός εισακτέων.

Τρίτο προβληματικό σημείο αποτελούν τα κριτήρια με βάση τα οποία θα επιλεγεί το διδακτικό προσωπικό. Από όσα δόθηκαν στη δημοσιότητα δεν είναι καθόλου σαφές αν θα υπάρξουν, όπως σε κάθε νέο πανεπιστημιακό τμήμα, προκηρύξεις. Αντίθετα, από όσα αναφέρονται φαίνεται να υπάρχει πρόθεση να μεταφερθεί το διδακτικό προσωπικό των ήδη υπαρχόντων δημόσιων σχολών του χώρου και να συνδυαστούν ακαδημαϊκά, καλλιτεχνικά και τυπικά κριτήρια, ακόμα και χωρίς τους απαιτούμενους διδακτορικούς/ακαδημαϊκούς τίτλους.

Σημαντικότατο προβληματικό σημείο αποτελεί το γεγονός ότι ανακοινώνεται ίδρυση ΑΕΙ χωρίς να ανακοινώνονται πόροι για την ίδρυσή του.

 

Συνεπώς διαφαίνεται από όλα τα στοιχεία ότι επιχειρείται μια «τακτοποίηση» της ίδρυσης ενός ΑΕΙ με τον μεγαλύτερο έλεγχο και το μικρότερο κόστος για την κυβέρνηση. Ένα τέτοιο  ΑΕΙ με μικρό αριθμό εισακτέων μπορεί να μη λύνει το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης στον χώρο των παραστατικών τεχνών, αλλά μπορεί να αποτελέσει τον «καθρέφτη» για την ίδρυση κολεγίων που θα δίνουν αντιστοιχισμένα με αυτό πτυχία. Πόσο πιο παραστατικά να το πούνε;

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet