Αν ανατρέξουμε στις θέσεις ορισμένων κοινωνιολόγων κατά τη δεκαετία του 1980 (αλλά και αργότερα) σχετικά με τη δυνατότητα εκδημοκρατισμού που παρέχει η τηλεόραση, καθώς και τη θεώρησή της σαν ένα εν δυνάμει εργαλείο ώστε να συμπεριληφθεί (και να διαμορφωθεί) ο πολίτης ως δρων υποκείμενο, η σύγκριση με τον λόγο και τις προβλέψεις που ακολούθησαν την έλευση του διαδικτύου και στη συνέχεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι αναπόφευκτη. Η εξέταση του λόγου που ακολουθεί την εξέλιξη κάθε μέσου είναι διαφωτιστική ως προς τις κοινωνικές προσδοκίες που αυτό γεννά. Φαίνεται ότι οι προσδοκίες εκδημοκρατισμού του μιντιακού συστήματος μεταφέρονται ιστορικά από μέσο σε μέσο.
Παράλληλα, επιτελείται σταδιακά στην τηλεόραση μια ουσιαστική εννοιολογική μετατόπιση από τον θεμελιώδη παραδειγματικό άξονα της αλήθειας σε εκείνον της ειλικρίνειας. Αυτή η μετατόπιση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή μετά τη λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών και αφορά σε μια θεμελιώδη υπόσχεση της μη-μυθοπλαστικής τηλεόρασης, της τηλεόρασης εκείνης η οποία υπόσχεται να αναδείξει την αλήθεια του «απλού», του «μέσου», του «αυθεντικού» ανθρώπου. Αφήνοντας πίσω της την αναζήτηση της «αντικειμενικής» αλήθειας, η τηλεόραση, μέσα από προγράμματα που βασίζονται στις τηλεοπτικές μαρτυρίες και εξομολογήσεις των «κοινών», «ανώνυμων» ανθρώπων μοιάζει να διαμορφώνει μια εναλλακτική πρόταση: την υπόσχεση μιας αυθεντικότητας, η οποία αντλεί τη νομιμοποίησή της όχι από την αντικειμενική, αδιαμφισβήτητη αλήθεια των γεγονότων (βασική προϋπόθεση όλων των ενημερωτικών τηλεοπτικών ειδών), αλλά από το καθεστώς ειλικρίνειας στο οποίο καλούνται να ενταχθούν τα υποκείμενα του λόγου και το οποίο τελεί υπό διαρκή αμφιβολία, κρίση, αμφισβήτηση ή πίστη. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξαντλητική έκθεση του προσωπικού βιώματος στην τηλεοπτική οθόνη διαμορφώνει μια κουλτούρα της τηλεοπτικής διαφάνειας ακόμη και πριν την έλευση των προγραμμάτων που ονομάστηκαν «ριάλιτι», ουσιαστικά προετοιμάζοντας το έδαφος και για τα τελευταία.
Στο όνομα της αλήθειας
Η δεκαετία του 1990, η πρώτη δεκαετία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από μια έντονη στροφή από τον λόγο των «ειδικών» σε εκείνον του «απλού πολίτη», τάση η οποία γίνεται εμφανής σταδιακά αλλά σταθερά, απογειώνεται στη συνέχεια με την έλευση της ριάλιτι τηλεόρασης και συνυπάρχει με άλλες τάσεις στον τηλεοπτικό χώρο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της στροφής αυτής αποτελούν προγράμματα όπως το «Επιτέλους μαζί» (Αnt1, 1992-2000), το «Συγνώμη» (Mega, 1995-1997), ή οι «Αληθινές ιστορίες» (Σκάι, 1995-1998). Οι εκπομπές αυτού του είδους θέτουν ευθέως στο επίκεντρο «απλούς», «ανώνυμους» ανθρώπους οι οποίοι δημοσιοποιούν το προσωπικό τους βίωμα ή πρόβλημα στο τηλεοπτικό πλατό. Η τάση ανάδειξης στην οθόνη των «απλών» ανθρώπων και της ζωής τους διευρύνεται σε πολλές κατηγορίες προγραμμάτων. Από τηλεπαιχνίδια όπως το «Μεγάλη φάση» (Αnt1, 1995-1996), όπου δύο οικογένειες τηλεθεατών έπαιζαν από το σπίτι ενώ στο στούντιο υπήρχε κοινό, το «Ερωτοδικείο» (New Channel, 1996-1998), το «Χρυσό Κουφέτο» (Star, 1995-1998) και εκπομπές όπως «Ρεπορτάζ στην ομίχλη» (1993-1998) και «Φως στο τούνελ» (1995-.....), η τηλεόραση έρχεται να καλύψει από την ανθρώπινη μοναξιά μέχρι τη θεσμική ανεπάρκεια του κράτους, αναπληρώνοντας το ελλιπές έργο της αστυνομίας.
Αυτός ο ιδιότυπος εκδημοκρατισμός της ορατότητας των «απλών» ανθρώπων μαρτυρά τη ρητορική ενός «ανθρωπιστικού» ρόλου της τηλεόρασης. Μετά την αναπλήρωση των θεσμικών κενών του κράτους, η τηλεόραση αναλαμβάνει παράλληλα τον ρόλο του προσωπικού «μάνατζερ» των «αδύναμων» και «ανώνυμων». Τάσεις όπως η διεκδίκηση από μέρους της τηλεόρασης να μιλά στο όνομα της αλήθειας αποδίδοντας λαϊκή δικαιοσύνη, η επίκληση της αυθεντικότητας του βιώματος ή η αποθέωση της κοινοτυπίας ως αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη μαρτυρούν τις τελευταίες δεκαετίες μια νεολαϊκιστική στροφή με έκδηλες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις στην εννοιολόγηση του κόσμου από τους (τηλε)θεατές. Η παρατήρηση της εξέλιξης των τηλεοπτικών προγραμμάτων συμπερίληψης του λόγου των «κοινών» ή «ανώνυμων» ανθρώπων μεταπολιτευτικά, και ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, υποδεικνύει ορισμένες ουσιαστικές μεταβολές σε πολλαπλά επίπεδα: σε ό,τι αφορά τη σχέση του κοινού με το μέσο, τη λειτουργία της ίδιας της τηλεόρασης, αλλά και κοινωνικοπολιτισμικά δεδομένα. Ο σύγχρονος διαμεσολαβημένος δημόσιος λόγος δεν ακολουθεί την παραδοσιακή διχοτομία δημόσιο/ιδιωτικό, αντίθετα καθιστά διάτρητα τα όριά τους επαναπροσδιορίζοντας τη σημασία τους. Το ίδιο ισχύει και για αντιληπτικές κατηγορίες διχοτομιών όπως σοβαρό/διασκεδαστικό, ποιοτικό/ευτελές (trash), κ.λπ.
Απαίτηση για διαφάνεια
Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι η αναγωγή του κοινότοπου και του «συνηθισμένου» σε κατεξοχήν έκφραση αυθεντικότητας διαγράφει διαχρονικά και ένα είδος «εκδίκησης» των αδύναμων και «σιωπηλών» ανθρώπων, ενίοτε περιφρονημένων, αποκλεισμένων από διάφορων τύπων ελίτ, επί των ισχυρών και επιφανών της κοινωνίας. Το να θεωρήσουμε αυτή τη στροφή στην καθημερινότητα σαν μια τάση που αφορά αποκλειστικά την ψυχαγωγία και την κατανάλωση προϊόντων δημοφιλούς κουλτούρας θα ισοδυναμούσε με το να παραβλέψουμε τη βαθιά πολιτική διάσταση του φαινομένου. Ο ρόλος, αρχικά, της τηλεόρασης και, στη συνέχεια, πλείστων πλατφορμών επικοινωνίας είναι ακριβώς συμπεριληπτικός, διευρύνοντας τη συμμετοχή ανθρώπων που παραδοσιακά παρέμεναν «άφωνοι» και «αόρατοι» στη δημοσιότητα.
Η –πολιτική– πρόταση της μη πολιτικής τηλεόρασης διοχετεύεται εκεί όπου τα πολιτικά τηλεοπτικά προγράμματα και το πολιτικό σύστημα μοιάζει να έχουν αποτύχει, έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου. Αυτό το κενό καλύπτουν οι εκπομπές που προβάλλουν «συνηθισμένους ανθρώπους» (και θα καλύψουν στη συνέχεια και παράλληλα τα ριάλιτι και τάλεντ σόου), ήτοι ένα έλλειμα ορατότητας, ένα έλλειμμα αξιοκρατίας, την υπόσχεση κοινωνικής ανέλιξης, την υπόσχεση μιας συμπερίληψης που μοιάζει να δίνει την ευκαιρία στους συνηθισμένους ανθρώπους να «λάμψουν». Αποτελούν την απάντηση της τηλεόρασης στην ιδεολογία της διαφάνειας που διατρέχει τα πολιτικοκοινωνικά/οικονομικά ζητήματα διεθνώς. Την απάντηση –σε συμβολικό επίπεδο– της τηλεόρασης στην κοινωνική απαίτηση μιας διαφάνειας η οποία έχει οριστικά χαθεί (αν υπήρχε ποτέ) από τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες μας.