Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες και κυρίως οι αγροτικές, είναι η αυξανόμενη πίεση για αλλαγή στη χρήση των αγροτικών εδαφών για την εξυπηρέτηση αφενός κτηνοτροφικών και αγροτικών μονάδων εντατικής παραγωγής, καθώς και τη φιλοξενία εγκαταστάσεων ενεργειακών υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες, παρά την καθοριστική συμβολή τους στην πορεία απανθρακοποίησης, για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αντιμετωπίζουν αυξανόμενες τοπικές αντιστάσεις. Οι αντιστάσεις, σε μεγάλο βαθμό, οφείλονται στον τρόπο που δρα και τις μεθόδους που ακολουθεί η κεντρική διοίκηση και τα επιχειρησιακά συμφέροντα, παραβλέποντας και αδιαφορώντας τα πολυσχιδή ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής φροντίδας που οι επεμβάσεις αυτές συνεπάγονται.
Η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως την ξέρουμε, βασισμένη στην ανάπτυξη υποδομών μεγάλης κλίμακας – αιολικά πάρκα, ηλιακές εγκαταστάσεις, γραμμές υψηλής τάσης – κυρίως με έναν από πάνω προς τα κάτω, συγκεντρωτικό και αποικιοκρατικό-εξορυκτικό τρόπο, ακολουθεί το υπόδειγμα του business as usual της οικονομίας των ορυκτών καυσίμων. Έρευνες σε χώρες της ΕΕ αναδεικνύουν τον κίνδυνο η χωρική υλοποίηση της μετάβασης στις ΑΠΕ να συμβάλει στην προσκόλληση των τοπικών κοινοτήτων σε δεξιά λαϊκίστικά πλαίσια, όπως ο αντι-ελιτισμός και ο υφέρπων μικρο-εθνικισμός, επηρεάζοντας με τη σειρά τους, τις αναδεικνυόμενες κοινωνικές συμπεριφορές (πολυμορφία και ισότητά).
Για τις «πράσινες υποδομές» ειδικότερα τις μεγάλης κλίμακας ΑΠΕ, έχει επισημανθεί η ανάγκη πέρα από τo πλαίσιo της συμβολικής διαβουλευτικής εμπλοκής και την προσφορά οικονομικών αντισταθμίσεων και ανταλλαγμάτων, της από κοινού αναγνώρισης και συνεκτίμησης με τις τοπικές κοινότητες, της κοινωνικο-περιβαλλοντικής προσέγγισης.
Οι περιβαλλοντικές ανισότητες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές συνεπιδρούν με τις δομικές ιστορικές ανισότητες μεταξύ του Παγκόσμιου Βορρά και Παγκόσμιου Νότου, έχουν μπει στο επίκεντρο μιας νέας κρίσιμης συζήτησης στην πορεία δίκαιης και βιώσιμης μετάβασης και ενός νέου μοντέλου παραγωγής, στην εμπροσθοφυλακή της αντίφασης: γεωργική παραγωγή/φυσικό περιβάλλον.
Οικολογικός λαϊκισμός
Αν και η ακαδημαϊκή έρευνα για τον δεξιό λαϊκισμό έχει μέχρι στιγμής επικεντρωθεί εκτενέστερα στον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται ο ρατσιστικός και ξενοφοβικός λόγος, μόνο πιο πρόσφατα επικεντρώθηκε στην επίδραση που ασκεί στην αύξηση του σκεπτικισμού για την κλιματική κρίση (Loftus, A. & Gort, J.)*. Η σύνδεση μεταξύ του δεξιού λαϊκισμού και του σκεπτικισμού για την κλιματική αλλαγή φαίνεται να πηγάζει από τον σύνθετο συνδυασμό μεταξύ αυταρχικών, εθνικιστικών και αντι-ελιτίστικων απόψεων, με καχύποπτη προσέγγιση προς στην επιστήμη και την πολιτική του κλίματος και τον ρόλο των επιστημόνων, συντηρώντας ένα σκεπτικισμό ως έκφραση εχθρότητας προς αυτές τις ελίτ, παρά ως τοποθέτηση πάνω στο ιδιο θέμα της κλιματικής κρίσης.
Τα δεξιά λαϊκίστικα κόμματα είναι ως επί το πλείστο αντιπεριβαλλοντικά, που προσπαθούν να αξιοποιούν τα ευρέως διαδεδομένα αισθήματα θυματοποίησης μεταξύ των δυσαρεστημένων ευρωπαίων αγροτών, ενάντια στους «εισαγομένους» μετανάστες αγρότες.
Η συζήτηση σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ του δεξιού λαϊκισμού και της πράσινης μετάβασης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, ενώ καταγράφεται και μια είσοδος στο χώρο ενός δυναμικού «αριστερού περιβαλλοντικού λαϊκισμού», που δανείζεται θεματολογία και συχνά συνυπάρχει κινηματικά με παρεμβάσεις και δράσεις αντίστοιχες του πολιτικού αντίπαλου της «απέναντι όχθης».
Η πολιτική και ο ρόλος των ΑΠΕ
Η ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό μέσω της εμπορευματοποίησης και της επακόλουθης δημιουργίας ταξικών ανισοτήτων (ενεργειακή φτώχεια) και των περιβαλλοντικών βλαβών, έχει καταστεί αντικείμενο διεκδίκησης (όπως, αλλωστε και το νερό, ο καθαρός αέρας, η παροχή υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης), και όχι «οφειλόμενης διασφαλισμένης υπηρεσίας». Όλες οι μορφές παραγωγής ενέργειας έχουν περιβαλλοντικό κόστος, είτε αφορά στα ορυκτά όσο και στις ΑΠΕ.
Τα ορυκτά καύσιμα, με το ρυπογόνο φορτίο τους, αντιπροσωπεύουν περίπου το 93% των παγκόσμιων εκπομπών (2022), οι οποίες από το 1990 έχουν αυξηθεί κατά +52%. Η προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα δεν γίνεται στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης», αλλά στο πλαίσιο των δεσμεύσεων όλων των χωρών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, δηλαδή τον περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας τουλάχιστον κατά 1.5οC ή κάτω του ορίου 2οC (ήδη βρισκόμαστε στο επίπεδο των 1,1οC).
Στο πλαίσιο αυτό οι ΑΠΕ έχουν, αφ’ ενός, το χαμηλότερο μέσο κόστος παραγωγής σε όλη διάρκεια ζωής (LCOE), καθώς, επίσης, και το χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, που μπορεί, επιπροσθέτως, να αντισταθμιστεί με τεχνολογικές παρεμβάσεις και αυστηρή νομοθεσία στη χωροθέτηση των μονάδων.
Οι ΑΠΕ προσφέρουν μία μοναδική ευκαιρία για εκδημοκρατισμό της παραγωγής ενέργειας, ενώ έχοντας έναν δημόσιο πυλώνα στην παραγωγή ενέργειας (βλ. ΔΕΗ) είναι σαφές πως το όφελος από τις ΑΠΕ λόγω του μειωμένου κόστους μπορεί να διαμοιράζεται στους καταναλωτές. Στη δύσβατη πορεία απανθρακοποίησης της παραγωγής, η αύξηση του βάρους της καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας (από ΑΠΕ), στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης, είναι μονόδρομος. Ο μέσος όρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη σε όλο τον κόσμο από καθαρές πηγές πέρυσι ήταν 39% (στην Ελλάδα 51%, εκ των οποιων από ΑΠΕ 41,4%, και 8% από υδροηλεκτρικά). Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια παράγουν σήμερα το 13% της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας, υπερδιπλασιάζοντας το μερίδιο από το 2015. Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να παρέχουν το 61% της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην πορεία μετάβασης τα ενεργειακά συστήματα εξηλεκτρίζονται σε όλους τους τομείς, ενώ οι τομείς που δεν μπορούν να εξηλεκτριστούν προβλέπεται να καλυφθούν με εναλλακτικά καύσιμα πχ. υδρογόνο, με παράλληλη αύξηση της ικανότητας αποθήκευσης ενέργειας. Η ορθή παραμετροποίηση του ενεργειακού συστήματος μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος.
* Loftus-Gort (2023). Populist political ecologist? Urban political ecology, authoritarian populism and the suburbs.