Η ευθυγράμμιση της ευρωπαϊκής οικονομίας με το στόχο τη συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1.5 βαθμό είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς την πρόσθετη κινητοποίηση επενδυτικών πόρων σε επίπεδο ΕΕ. Σύμφωνα με τις οικονομοτεχνικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόσο ο ενδιάμεσος στόχος μείωσης των ΑτΘ κατά 55% έως το 2030, όσο και ο τελικός στόχος επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, απαιτούν σημαντική κινητοποίηση πρόσθετων επενδύσεων σε σχέση με τον μέσο ορό της δεκαετίας 2011-2020, από περίπου 1,5% του ΑΕΠ στο 3,7% του ΑΕΠ.
Απαιτείται μια τιτάνια προσπάθεια κινητοποίησης και ευθυγράμμισης τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων χρηματοροών, με τους κλιματικούς και ευρύτερους περιβαλλοντικούς στόχους της ΕΕ καθώς και των κρατών μελών. Σύμφωνα με όλα τα υφιστάμενα δεδομένα, τουλάχιστον το 50% των επενδυτικών αναγκών έχουν (αμιγώς ή μερικώς) δημόσιο χαρακτήρα, και δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την κινητοποίηση δημοσίων επενδύσεων – είτε αυτές κινητοποιούνται μέσω εθνικών προϋπολογισμών είτε μέσω ευρωπαϊκών πόρων. Στις δημόσιες επενδυτικές ανάγκες συμπεριλαμβάνονται και οι ανάγκες επιδοτήσεων για ιδιωτικές επενδύσεις. Σε ό,τι αφορά την κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, ο εμπλουτισμός του “Σχεδίου δράσης της ΕΕ για την χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης” κρίνεται απαραίτητος ώστε να ευθυγραμμιστεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Ρόλος των ευρωπαϊκών πόρων και υφιστάμενη κατάσταση
Οι ευρωπαϊκοί πόροι είναι κομβικής σημασίας για τα κράτη μέλη στην περιφέρεια της ΕΕ τα οποία έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο για την κινητοποίηση επαρκών δημοσίων επενδύσεων, για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της κλιματικής και περιβαλλοντικής μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Με στόχο την κάλυψη μεριδίου των επενδυτικών αναγκών για την πράσινη μετάβαση, η ΕΕ έθεσε έναν ελάχιστο στόχο κλιματικών δαπανών στο 30% του συνόλου των διαθέσιμων πόρων σε ό,τι αφορά τους πόρους της πολιτικής συνοχής της περιόδου 2021-27, καθώς και 37% του συνόλου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Παρά τη σημαντική συνεισφορά των ευρωπαϊκών πόρων στην κάλυψη των δημόσιων επενδυτικών αναγκών για την απανθρακοποίηση, εντούτοις οι υφιστάμενοι πόροι παραμένουν ανεπαρκείς για την επίτευξη φιλόδοξων κλιματικών και περιβαλλοντικών στόχων.
Λαμβανοντας υπόψη το σύνολο των ευρωπαϊκών πόρων και χρηματοδοτικών μηχανισμών πέραν των δυο μεγαλύτερων ταμείων (ταμείο ανάκαμψης και τα ταμεία της πολιτικής συνοχής), παραμένουν σημαντικά κενά για την επίτευξη του αναγκαίου επιπέδου δημοσίων δαπανών για το κλίμα - ακόμα και σε σενάριο υποδειγματικής απορρόφησης των υφιστάμενων πόρων.
Τέλος, και πάρα το επενδυτικό κενό για την απανθρακοποίηση, ορισμένες επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων, ιδίως ορυκτού αερίου, είναι ακόμα επιλέξιμες στα πιο κομβικά ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, υποσκάπτοντας έτσι την επίτευξη των κλιματικών στόχων του 2030. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι επενδύσεις σε υποδομές ορυκτού αερίου αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% του συνόλου των επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές σε ένα δείγμα 18 κρατών μελών. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι τόσο ζήτημα της κινητοποίησης ευρωπαϊκών και δημοσίων πόρων, όσο και η πλήρης κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, αποτελούν δύο από τις πιο σημαντικές προτεραιότητες για το επερχόμενο ευρωκοινοβούλιο.
Αντιμετωπίζοντας μια τέλεια καταιγίδα
Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια "τέλεια καταιγίδα" για την κάλυψη του "επενδυτικού κενού" της ΕΕ για την επίτευξη τόσο για το κλίμα όσο και για τους ευρύτερους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας:
Πρώτον, το «έκτακτο» πακέτο Next Generation EU αποτέλεσε ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα, καθώς σχεδόν διπλασίασε τον προϋπολογισμό της ΕΕ (από περίπου 1 τρισ. ευρώ σε 1,8 τρισ. ευρώ για την περίοδο 2021-27). Ωστόσο η λήξη του το 2026, θα μειώσει δραστικά τις οικονομικές δυνατότητες της ΕΕ, κατά περίπου 800 δισ. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 300 δισ. ευρώ λιγότερα διαθέσιμα για κλιματικές επενδύσεις, γεγονός που θα πλήξει ιδίως τα περιφερειακά κράτη μέλη της ΕΕ (χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και Νότια Ευρώπη) που βασίζονται σε σημαντικό βαθμό σε αυτά τα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης.
Δεύτερον, η αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ (κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα) είναι απίθανο να ευνοήσει την κινητοποίηση πρόσθετων επενδύσεων και δαπανών σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, παρά τις οριακές βελτιώσεις στους ισχύοντες κανόνες, οι τελικές νομοθετικές προτάσεις (που βρίσκονται υπό διαβούλευση μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών), υποδηλώνουν ότι το μοντέλο δημοσιονομικής λιτότητας θα παραμείνει, περιορίζοντας τη δημοσιονομική δυνατότητα για επενδύσεις και δαπάνες για την πράσινη μετάβαση από το 2025 και μετά.
Τρίτον, το σημερινό περιβάλλον υψηλών επιτοκίων θα θέσει περαιτέρω περιορισμούς τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Πράγματι, τα υψηλά επιτόκια μεταφράζονται σε υψηλότερο κόστος κεφαλαίου - στο οποίο οι πράσινες επενδύσεις ειδικότερα είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Ως εκ τούτου, και ελλείψει "διπλών" επιτοκίων στην νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας (διάκριση επιτοκίων για πράσινες έναντι άλλων επενδύσεων), θα μπορούσαμε πιθανότατα να βιώσουμε μια ταυτόχρονη μείωση των ιδιωτικών επενδυτικών ροών στην πράσινη μετάβαση.
Είναι προφανές πως όλες αυτές οι τάσεις θα επηρεάσουν δυσανάλογα τη λεγόμενη "περιφέρεια" της ΕΕ, δηλαδή την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τη Νότια Ευρώπη, οι οποίες έχουν συνήθως μικρότερο εθνικό δημοσιονομικό περιθώριο, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε κονδύλια της ΕΕ για τις δημόσιες επενδύσεις τους, ενώ αντιμετωπίζουν ούτως ή άλλως υψηλότερο ιδιωτικό κόστος κεφαλαίου. Ο συνδυασμός αυτών των εξελίξεων ενδέχεται να υπονομεύσει έντονα τα χρηματοδοτικά "μέσα" για την επίτευξη των στόχων της Πράσινης Συμφωνίας για το 2030.