Με αφορμή την ημερίδα «Brain Gain – Brain Drain: Ερευνητικά δεδομένα, Εμπειρίες, Στρατηγικές», που διοργανώθηκε από το ΕΛΙΔΕΚ στις 7/11, συζητάμε με τον οικονομικό γεωγράφο, αφ. καθηγητή ΠΑΜΑΚ και πρ. γγ Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης και κεντρικό ομιλητή της ημερίδας, Λόη Λαμπριανίδη, για το φαινόμενο της μετανάστευσης εξειδικευμένου δυναμικού.
Το φαινόμενο του brain drain απασχολεί την ελληνική πραγματικότητα πολλά χρόνια, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ποια τα χαρακτηριστικά του;
Στην εποχή της οικονομίας της γνώσης και των δημογραφικών προβλημάτων, ο πιο πολύτιμος πόρος είναι οι εξειδικευμένοι νέοι και νέες. Όταν μιλάμε για το φαινόμενο του brain drain, αφορά τη φυγή των νέων που έχουν τουλάχιστον πτυχίο πανεπιστημίου. Η διεθνής βιβλιογραφία γύρω από το φαινόμενο πέρασε από τρία στάδια: στο πρώτο στάδιο υπογράμμιζε μόνο τα αρνητικά στοιχεία του φαινομένου, δηλαδή ότι η φυγή των εξειδικευμένων νέων ήταν καταστροφή για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες από τις οποίες έφυγαν. Τα επόμενα χρόνια υπογράμμιζε τα σημαντικά οφέλη για τις χώρες αποστολής και στην τρίτη φάση, που διανύουμε τώρα, λέει πως έχει αρνητικά, αλλά και θετικά αποτελέσματα, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια ότι ένα μέρος των νέων που έφυγαν, θα επιστρέψει στη χώρα προέλευσής τους. Αυτό, λοιπόν, που μπορούμε να πούμε για την Ελλάδα όσον αφορά το brain drain, είναι πως έχει προφανώς αρνητικές συνέπειες: η φυγή των νέων σημαίνει απώλεια αναπτυξιακής, κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής δυναμικής. Ταυτόχρονα υπονομεύει τη διαδικασία μετάβασης της χώρας σε μια οικονομία που θα μπορεί να παράγει προϊόντα με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, που είναι το βασικό ζητούμενο σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Ποια θέση θα καταλάβει, δηλαδή, στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αν θα παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας ή θα στηρίζεται στον ανταγωνισμό χαμηλού κόστους εργασίας. Και μόνο αυτή τη συνέπεια να είχε το brain drain και πάλι θα ήταν τρομερό. Δευτερογενώς, βέβαια, δημιουργεί και ελλείψεις σε κρίσιμους κλάδους, όπως της πληροφορικής, της ιατρικής κ.α, ενώ επιτείνει το δημογραφικό πρόβλημα. Παράλληλα, έχει και άλλου είδους παρενέργειες, όπως το κενό φροντίδας (care drain), οι γονείς γερνούν μακριά από τα παιδιά τους. Από την άλλη υπάρχουν και τα οφέλη αν επιστρέψουν, όπως ότι φέρνουν μαζί τους εργασιακή εμπειρία, γνώσεις, θετικές κοινωνικές συμπεριφορές και πρακτικές. Φέρνουν, δηλαδή, αυτό που η P. Levitt ονόμασε «κοινωνικά εμβάσματα». Ακόμα, όμως, και αν δεν επιστρέψουν, υπάρχει η λογική ότι μπορούν να συνεργαστούν με την ελληνική οικονομία από μακριά.
Ποια τα αριθμητικά στοιχεία του φαινομένου τώρα στην Ελλάδα και τι αλλαγές παρατηρούνται ανά τα χρόνια;
Να θυμίσουμε ότι δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία για το φαινόμενο, που σημαίνει ότι στηριζόμαστε σε αντιπροσωπευτικά δείγματα που έχουν γίνει από διάφορες μελέτες. Αυτό προφανώς δημιουργεί διάφορα ζητήματα. Η τελευταία έρευνα που πραγματοποιήσαμε για το ζήτημα το 2024 με τον Μ. Πρατσινάκη και τον Θ. Συκά για το Χαροκόπειο, είχε ερωτηματολόγια ποσοτικά και ποιοτικά. Τα ποσοτικά στοιχεία που προέκυψαν με αναγωγή (εδώ να σημειώσουμε ότι οι αναγωγές είναι «ευαίσθητες», μπορεί δηλαδή να βγάλουν διαφορετικά νούμερα ανάλογα τη μέθοδο), είναι πως το brain drain αφορά από 280.000 έως 380.000 ανθρώπους. Δηλαδή, κατά μέσο όρο 330.000 νέοι και νέες, τουλάχιστον πτυχιούχοι, ζουν και εργάζονται σήμερα στο εξωτερικό και περίπου 35.000 ζουν στην Ελλάδα, αλλά δουλεύουν για επιχειρήσεις του εξωτερικού, πρόκειται για το virtual brain drain. Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, το ενδιαφέρον είναι πως το 78% δεν είχε μεταναστευτική εμπειρία, δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιους που μετανάστευσαν και εργάστηκαν στο εξωτερικό και γυρνώντας κράτησαν αυτή τη δουλειά, αλλά ότι την βρήκαν απευθείας μέσω πλατφορμών κτλ. Αυτό που προκύπτει από τα στοιχεία, είναι πως το φαινόμενο του brain drain ξεκινάει ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’80, αρχίζει να αυξάνεται τη δεκαετία του ’90, αυξάνεται ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του 2000, κορυφώνεται τα χρόνια της κρίσης, φθάνοντας το υψηλότερο σημείο το 2015, μετά αρχίζει να μειώνεται, ξανανεβαίνει την περίοδο του covid και μειώνεται από το 2021 και μετά. Όσον αφορά στο brain gain, την παλινόστηση, αρχίζει να παρατηρείται στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’90, αυξάνεται στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και αυξάνεται ακόμα περισσότερο μετά την περίοδο του covid. Πάντοτε, όμως, η μετανάστευση είναι μεγαλύτερη από την παλινόστηση.
Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση προβάλλει ότι ισχυροποιείται η τάση του brain gain, ισχύει αυτό βάσει των στοιχείων;
Αυτό που προκύπτει είναι ότι διαχρονικά η μετανάστευση είναι μεγαλύτερη από την παλινόστηση, με το brain gain να εμφανίζεται λίγο υψηλότερα από το brain drain μόνο φέτος (τα στοιχεία αφορούν τα μέσα του 2024). Παρά, όμως, την πτωτική πορεία των μεταναστευτικών ροών στη μετα-covid περίοδο και την αύξηση της παλινόστησης, δεν φαίνεται να εκδηλώνεται κάποιο κύμα ανάσχεσης και πολύ περισσότερο αντιστροφή της μετανάστευσης των ανθρώπων υψηλής ειδίκευσης. Ακόμα δηλαδή και μετά το 2020, κάθε έτος η μετανάστευση είναι πιο υψηλή από την παλινόστηση, άρα η διαφορά που παρουσιάζεται φέτος, δεν μπορεί να αντιστρέψει τα δεδομένα.
Οι λόγοι που μεταναστεύουν οι νέοι και νέες υψηλής ειδίκευσης ποιοι είναι, διαφοροποιούνται ανά τις δεκαετίες;
Οι λόγοι που φεύγουν είναι επειδή υπάρχει αναξιοκρατία, νεποτισμός και γραφειοκρατία. Παλαιότερα που είχαν περισσότερες επιλογές, επέλεγαν τη μετανάστευση και για να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς. Ο κύριος λόγος φυγής, όμως, είναι γιατί υπάρχει αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας υψηλά εξειδικευμένου προσωπικού, που οδηγεί σε ανεργία ή brain waste, σε ετεροαπασχόληση δηλαδή. Η αναντιστοιχία αυτή λέγεται από κάποιους ότι οφείλεται στην υπερβάλλουσα προσφορά πτυχιούχων, οδηγώντας σε λογικές περιορισμού πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτός ο ισχυρισμός είναι τελείως λάθος, όλα τα στοιχεία δείχνουν πως είμαστε κάτω ή μέσα στους μέσους όρους της ΕΕ και του ΟΟΣΑ σε πτυχιούχους. Η αναντιστοιχία οφείλεται γιατί τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας δεν παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να δημιουργήσουν τέτοιες εξειδικευμένες θέσεις. Πχ ο μέσος όρος της ΕΕ27 της απασχόλησης στην υψηλή τεχνολογία είναι στο 4,1%, ενώ ο ελληνικός 2,6%. Οι εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας είναι, αντίστοιχα, περίπου στο 16% και στο 4%, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στο 2,3% και 1,4%. Έχουμε, δηλαδή, ένα διαφορετικό προσανατολισμό από τις ανεπτυγμένες χώρες που δεν δημιουργεί ζήτηση για εξειδικευμένα άτομα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δεν κατανοεί τη σημασία του δημόσιου τομέα, δεν υπάρχει ένα αναπτυξιακό κράτος που να χαράσσει αντίστοιχες πολιτικές και να στελεχώνει τον δημόσιο τομέα με εξειδικευμένα άτομα.
Αυτή η εικόνα της οικονομίας δεν είναι σίγουρα ελκυστική, άρα για ποιους λόγους επιστρέφουν κάποιοι και πόσο πιθανό είναι να παραμείνουν στη χώρα στο μέλλον;
Όσοι επιστρέφουν, δεν το κάνουν έχοντας την ελπίδα ότι θα βρουν εδώ μια δουλειά αντίστοιχου επιπέδου όπως αυτή που είχαν στο εξωτερικό. Επιστρέφουν με ένα πέναλτι αμοιβής και δεξιοτήτων, δηλαδή γνωρίζουν ότι θα απασχοληθούν σε θέσεις μικρότερης ευθύνης και χαμηλότερης αμοιβής και αγοραστικής δύναμης. Γυρίζουν κυρίως για συναισθηματικούς και οικογενειακούς λόγους. Ένα σημαντικό ποσοστό, λοιπόν, όπως μας δείχνουν τα στοιχεία, επιστρέφει στην Ελλάδα και μετά από ένα διάστημα ξαναφεύγει για το εξωτερικό.
Πώς πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του brain drain;
Η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει πως δεν αρκούν τα εφάπαξ κίνητρα, προκειμένου να επιστρέψει το υψηλό δυναμικό, πχ κάλυψη των εξόδων μετεγκατάστασης. Για να πετύχουν αυτά τα κίνητρα χρειάζεται να συνδυασθούν με αναπτυξιακή δυναμική των χωρών, όπως είδαμε στην Κίνα, τη Σιγκαπούρη κ.α. Εφόσον φεύγουν λόγω μη ζήτησης εργασίας υψηλής ειδίκευσης, θα πρέπει να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα. Αυτό είναι ένα μακροπρόθεσμο μέτρο, αλλά θα πρέπει να υπάρξουν και βραχυ-μεσοπρόθεσμα μέτρα επίσης. Ένα τέτοιο είναι η ενίσχυση της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας σε επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, νοσοκομεία και σε επιτελικές θέσεις στο δημόσιο. Επειδή, δε, κάποιοι δεν θα επιστρέψουν άμεσα, ίσως και ποτέ, ένας βασικός στόχος θα πρέπει να είναι και η virtual επιστροφή, η οικονομική. Να συνεργαστούν, δηλαδή, με την ελληνική οικονομία ενώ θα ζουν στο εξωτερικό. Αυτό κάναμε το 2017-2018 όταν ήμασταν στη γενική γραμματεία ιδιωτικών επενδύσεων του υπ. Ανάπτυξης, σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, δηλαδή «γέφυρες γνώσης και συνεργασίας», αποσκοπώντας στη συνεργασία ερευνητών του εξωτερικού με ελληνικές επιχειρήσεις και αυταπασχολούμενους εδώ. Ταυτόχρονα, αυτή η γέφυρα βοηθούσε αν και όταν επέστρεφαν οι επιστήμονες στην Ελλάδα, να έχουν ήδη μια βάση εκκίνησης και οικονομική δραστηριότητα. Αυτό που κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ είναι να δίνει σε μεμονωμένα άτομα ευκαιρίες, πχ επιδότηση επιχειρήσεων αν προσλάβουν παλιννοστούντες. Σημειωτέον, η πορεία και τα αποτελέσματα αυτού του προγράμματος παραμένουν άγνωστα. Τώρα τρέχει ένα πρόγραμμα που όσοι επιστρέφουν θα έχουν μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για 7 χρόνια. Πρώτον, από τις έρευνες προκύπτει ότι το 84% όσων επέστρεψαν, δεν αξιοποίησαν αυτό το πρόγραμμα. Δεύτερον, είναι άδικο μέτρο, καθώς αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα και το σπουδαιότερο είναι άδικο για όσους έμειναν στην Ελλάδα και δεν έφυγαν. Δημιουργεί δύο ταχύτητες, επιβραβεύει όσους έφυγαν και σε όσους έμειναν, είναι σαν να δίνει το μήνυμα «καλύτερα να φύγετε και εσείς, να επιστρέψετε μετά για να μην πληρώνετε φόρους».