«Η επισφάλεια επικρατεί σήμερα παντού». Με αυτή τη φράση ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ αναφέρθηκε στην επισφάλεια σε διάλεξή του το μακρινό 1997, διατυπώνοντας τη θέση ότι δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο στις εργασιακές σχέσεις, αλλά μορφή κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την ιστορική περίοδο που διανύουμε. Και η φράση αυτή είναι νομίζω και η πιο ταιριαστή για να συνοψίσει τις σημερινές συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εστιάζοντας στις νεότερες ηλικίες (17-34 ετών) και αντλώντας από τα ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος «Youth Precarity» του Ινστιτούτου Eteron, το οποίο συντόνισα το χειμώνα και την άνοιξη του 2024, αναδεικνύονται ενδιαφέρουσες διαστάσεις του φαινομένου.
Στοιχεία της έρευνας που ξεχωρίζουν είναι οι απλήρωτες υπερωρίες, ο εξουθενωτικός ρυθμός εργασίας και τα χρέη των νέων εργαζομένων σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το υψηλό ποσοστό των νέων γυναικών που έχουν υποστεί ψυχολογικό εκφοβισμό, σεξιστική συμπεριφορά ή σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας· ευρήματα που αναδεικνύουν την ανάγκη να πέσει φως σε εκδηλώσεις εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας που συχνά περιβάλλονται από ένα πέπλο σιωπής και συγκάλυψης.
Στρέφοντας την προσοχή στις επιδράσεις των εμπειριών εργασιακής επισφάλειας στην ταυτότητα, τις απόψεις και τις προσδοκίες, οι νέοι και οι νέες ιεραρχούν ψηλά τον ελεύθερο χρόνο, τη σταθερότητα και το χαλαρό ρυθμό εργασίας, ενώ εύλογα καταγράφεται η προσδοκία τους να βελτιωθεί η εργασιακή τους κατάσταση στο άμεσο μέλλον. Την προσδοκία αυτή όμως τη συνδέουν κυρίως με την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, τη συνεχή μετεκπαίδευση και τις καλές γνωριμίες. Ο Γιώργος Τσιώλης, στο πρόσφατο βιβλίο του «Επισφαλείς Βιογραφίες. Εργασιακές διαδρομές και ταυτότητες στον μετασχηματιζόμενο κόσμο της εργασίας», σχολιάζει τη ροπή των εργαζομένων να εκλαμβάνουν τον κόσμο της εργασίας ως πλαίσιο ανάπτυξης ενός επιχειρηματικού εαυτού και τη συσχετίζει με το φαινόμενο της αυτεκμετάλλευσης. Όπως εξηγεί, ως αυτοεκμετάλλευση ορίζουμε «την εκούσια αποδοχή εκμεταλλευτικών όρων και εξαρτήσεων προκειμένου ο εργαζόμενος να εμπλουτίσει το βιογραφικό του ή να εξασφαλίσει μια υπόσχεση μελλοντικής εργασίας».
Μια κρίσιμη αντίφαση
Κι εδώ εντοπίζεται μια κρίσιμη αντίφαση για την κατανόηση του φαύλου κύκλου της επισφάλειας: Ενώ οι νέοι και οι νέες ιεραρχούν ψηλά τον ελεύθερο χρόνο και τον χαλαρό ρυθμό εργασίας, καλούνται να υποβάλουν τον εαυτό τους σε εθελοντική εξάντληση στο παρόν με την υπόσχεση της βελτίωσης της εργασιακής τους κατάστασης στο μέλλον. Αυτό το παρόν διαιωνίζεται με τη μελλοντική υπόσχεση της καλυτέρευσης να λειτουργεί ως κίνητρο για την αυτοπαγίδευση στον φαύλο κύκλο. Υπάρχει, άραγε, τρόπος να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
Κάνοντας την παραδοχή ότι ο μισθός και ο χρόνος εργασίας είναι ζητήματα συσχετισμού δύναμης, σε καθοριστικό κρίκο κάθε ενδεχόμενης απάντησης αναδεικνύονται τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα, η συνδικαλιστική δράση και ευρύτερα οι συλλογικές δράσεις. Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει ότι 8 στα 10 νεαρά άτομα δεν συμμετέχουν και ούτε συμμετείχαν στο παρελθόν σε σωματείο/συνδικάτο/σύλλογο εργαζομένων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις των νεών σε σχέση με τους λόγους της αποχής τους από τα σωματεία. Η δημοφιλέστερη απάντηση είναι η έλλειψη χρόνου και ακολουθούν το «δεν έχει νόημα, τίποτα δεν θα αλλάξει», η δυσπιστία απέναντι στους/ις συνδικαλιστές/ριες και η άγνοια για το αν δραστηριοποιείται σωματείου στον κλάδο ή χώρο δουλειάς τους.
Η πεποίθηση ότι δεν έχει νόημα η συνδικαλιστική συμμετοχή, καθώς τίποτα δεν θα αλλάξει, συγκροτεί τον σκληρό πυρήνα όπου εδράζεται η διαιώνιση του φαύλου κύκλου της επισφάλειας μέσα από την εμπέδωση μιας κατάστασης ανημπόριας σε σχέση με συλλογικές διεξόδους και εναλλακτικές. Φαινόμενο που εύστοχα έχει περιγραφεί από τον Μαρκ Φίσερ ως «αναστοχαστική ανικανότητα» (reflexive impotence), εκείνων που «ξέρουν ότι τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά ακόμα περισσότερο ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό». «Αυτή η γνώση, όμως, αυτός ο αναστοχασμός», συνεχίζει ο Φίσερ, «δεν αποτελεί παθητική παρατήρηση μιας ήδη υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Παραδείγματα ανανεωμένου μαχητικού συνδικαλισμού
Στον αντίποδα του δόγματος ΤΙΝΑ και της γενικευμένης απελπισίας και παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά συνδικάτα ακολουθούν την τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας πανευρωπαϊκά, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται, αφενός, η μαζικοποίηση μιας σειράς πρωτοβάθμιων σωματείων από την είσοδο νέων εργαζομένων, αφετέρου η συμμετοχή και έντονη υποστήριξη των νέων σε αποφασιστικούς και συχνά νικηφόρους αγώνες συνδικάτων, όπως ο αγώνας των εργαζομένων στην e-food την περίοδο της πανδημίας, που λειτουργούν παραδειγματικά ως σημεία αναφοράς ενός ανανεωμένου μαχητικού συνδικαλισμού σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και την εργοδοσία. Και ως μέλος του Πανελλαδικού Σωματείου Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (ΣΕΡΕΤΕ), δεν μπορώ παρά να αναφερθώ και στις συλλογικές δράσεις των ερευνητών/ριών ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια, οι οποίες όλο και συχνότερα αντιμετωπίζονται με τακτικές ποινικοποίησης, όπως συνέβη με την πρόσφατη ευρείας κλίμακας αστυνομική επιχείρηση στο ΕΜΠ στη «Βραδιά του Ερευνητή».
Τέτοιες τάσεις καταγράφονται και διεθνώς με πρωταγωνιστικό τον ρόλο των νέων εργαζομένων στις καμπάνιες για την ίδρυση σωματείων στις ΗΠΑ (Amazon, Starbucks κ.α.) που κατάφεραν να υπερνικήσουν όλες τις τακτικές που επιστράτευσαν οι εταιρείες για την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αναδεικνύεται, επομένως, μια αντιφατική συνύπαρξη, απ’ τη μια, τάσεων προσαρμογής με ατομικούς όρους στους κανόνες της αγοράς που σαφώς υπερτερούν αντανακλώντας το γενικότερο αρνητικό συσχετισμό δύναμης και, απ’ την άλλη, μειοψηφικών τάσεων που προκρίνουν τις συλλογικές αντιστάσεις και τη συνδικαλιστική συμμετοχή. Η ενίσχυση αυτών των μειοψηφικών αλλά ελπιδοφόρων τάσεων είναι δύσκολη υπόθεση που απαιτεί συστηματική παρέμβαση και τομές σε επίπεδο «γραμμής», κουλτούρας και πρακτικών, αλλά είναι το μόνο έδαφος για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και την εν δυνάμει και υπό προϋποθέσεις αντιστροφή της συνολικής κατάστασης.