Έχω γράψει ουκ ολίγα για το έργο του πεζογράφου Θανάση Βαλτινού, παίρνοντας και την κριτική ευθύνη της αξιολόγησης: είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Φυσικά, ο μόνος τρόπος για να αξιολογηθούν καλλιτεχνικά έργα είναι μέσα στην ιστορικότητα της τέχνης και του οικείου πεδίου τους. Πόσω μάλλον σήμερα, που η κοινωνική ανάγκη για ταγούς, η κοινωνική σχέση που τους αναγόρευε σε ταγούς, έχει παρέλθει, και τα αισθητικά κριτήρια, η οπτική της ιστορικότητας της κάθε τέχνης είναι η μόνη βάση αξιολόγησης.

 

Το έργο του Βαλτινού, λοιπόν, είναι τόσο σημαντικό, ώστε ο συγγραφέας του να δικαιούται τον χαρακτηρισμό του μεγάλου, γιατί συνιστά μια τομή στο σώμα και τη διαδρομή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ταυτίζεται με το πέρασμά της από την επικράτεια του μοντερνισμού, για την ακρίβεια του ύστερου μοντερνισμού, σε μια επόμενη επικράτεια, ακόμα αταυτοποίητη, που προσώρας σημαίνεται με τον αμήχανο και ετεροκαθοριζόμενο όρο «μεταμοντέρνο».

Βιβλίο-ορόσημο αυτής της μετάβασης είναι τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 του Βαλτινού, βιβλίο που εκδίδεται το 1989 (σημαδιακό έτος μιας ευρύτερης, ιστορικής μετάβασης), ένα πεζογραφικό βιβλίο, οιονεί μυθιστόρημα, όπου όμως δεν υπάρχει το βασικότερο, το εκ των ων ουκ άνευ χαρακτηριστικό των μέχρι τότε μυθιστορημάτων, δηλαδή οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, οι λογοτεχνικοί «ήρωες».

Όμως, οι λογοτεχνικοί ήρωες-χαρακτήρες εξέφραζαν και ενσάρκωναν το μοντερνιστικό κοσμοείδωλο, όπου οι έννοιες του Καλού και του Κακού, με όλες τις διαβαθμίσεις τους και τις αντιφάσεις τους, ακόμα και τις μεταλλάξεις τους και τις ασάφειές τους, είχαν μια σαφή ύπαρξη και ζωή, εννοημάτωναν και αναπαρήγαγαν το διπολικό μοντερνιστικό κοσμοείδωλο.

Στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, αντί για ήρωες-χαρακτήρες έχουμε σπαράγματα λόγου, μικροκείμενα αγνώστων ανθρώπων που γράφουν επιστολές και σημειώματα, αποτυπώνοντας μια πανσπερμία και μια πολυφωνικότητα. Ταυτόχρονα όμως φτιάχνουν έτσι ένα σύμπαν, ανασυνθέτουν, αυτά τα σπαράγματα, μια ορισμένη εικόνα της κοινωνίας της δεκαετίας του 1960, μια εικόνα «από τα κάτω», μια εικόνα αθέσμιστη. Μια εικόνα συμβατή με το νέο και ταχύτατα ισχυροποιούμενο σήμερα κοινωνικό κοσμοείδωλο, όπου οι ταξικοί και άλλοι «επίσημοι» προσδιορισμοί υποχωρούν και τη θέση τους καταλαμβάνει μια πληθώρα «ταυτοτήτων» και ευαισθησιών, όχι ως προτιμήσεις και διεκδικήσεις αλλά ως «από τα κάτω», επιμέρους κοινωνικοί προσδιορισμοί με ολοποιητική αυτάρκεια (όπου η συνύπαρξή τους δεν παράγει πολυφωνικότητα αλλά θόρυβο, μεμονωμένων ήχων).

 

Ο «από τα κάτω» λόγος

 

Με την ίδια ακριβώς τεχνική φτιάχνεται και το άλλο μείζον έργο του Βαλτινού, η Ορθοκωστά (1994), με πεδίο αναφοράς μια συγκεκριμένη και αντιπροσωπευτική της όλης ελληνικής επικράτειας περιοχή της Αρκαδίας, στο τέλος της Κατοχής. Εδώ, ο Βαλτινός επιλέγει ο «από τα κάτω» λόγος που εκβάλει στις σελίδες του βιβλίου να είναι ο λόγος των ταγματασφαλιτών και των συμπαθούντων αυτούς, που περιγράφουν το «δράμα» τους, έχοντας καμιά φορά και ολίγες αντιφάσεις...

Η λαθροχειρία είναι προφανής. Γιατί καθόλου «από τα κάτω», αθέσμιστη, δεν ήταν η ένταξη, η δράση και εν τέλει ο λόγος που αφηγούνται οι ταγματασφαλίτες. Πρόκειται για μια σκηνοθεσία του «από κάτω», απέναντι στην ηγεμονική, και άρα «από τα πάνω», αφήγηση της Aριστεράς για την ίδια περίοδο. Και μάλιστα οι «από κάτω» είναι ο αυθεντικός λαός, ο μακρυγιαννικός λαός, χωρίς ιδεολογίες και τα τοιαύτα, που αντιμάχεται τους επείσακτους αριστερούς (όπως ο Μακρυγιάννης αντιμάχετο τους ετερόχθονες...)

Βέβαια, εδώ η τεχνική του Βαλτινού φτάνει στο απόγειό της. Με μια εφιαλτική (για όποιον δοκιμάσει να την αποδελτιώσει, όπως έκανα εγώ με το βιβλίο μου Η Παρτίδα. Ένα παιχνίδι ιστορίας και λογοτεχνίας, 2004) δεξιοτεχνία, φτιάχνει μια απολύτως αληθοφανή εικόνα, τόσο προφυλαγμένη από κάθε ιστορικό έλεγχο, και ταυτόχρονα τόσο τεκμηριωτική, που μπορεί να αποτελέσει μια πολύ ισχυρή πηγή της ιστορίας για εκείνη την περίοδο.

Το αν η Ορθοκωστά θα αποτελέσει μια επίσημη, λογοτεχνική-ιστορική αφήγηση για τις εμφύλιες συγκρούσεις στο τέλος της Κατοχής, νοηματοδοτώντας έτσι ολόκληρη της δεκαετία του 1940, αν θα γίνει κανόνας της εκπαίδευσης, είναι ένα πολιτικό και ιδεολογικό διακύβευμα, είναι θέμα πολιτικών συσχετισμών κ.λπ.

Όμως, το επίτευγμα του Βαλτινού είναι πως κατάφερε, με μια τεχνική που συνάδει με, και εν πολλοίς προηγείται από, τις ιστοριογραφικές αφηγηματικές τεχνικές του φάσματος της μεταϊστορίας, να δώσει ένα λογοτεχνικό έργο που «αντικειμενοποιείται». Δεν συμπληρώνει, δεν διανθίζει μια ιστοριογραφική αφήγηση, αλλά είναι ικανό να την παραγάγει.

 

Διαφορετικές εκδοχές, συχνά αντικρουόμενες

 

Το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας, το οποίο προγραμματικά σχετικοποιεί τα όρια μεταξύ μεταμυθοπλασίας και πραγματικότητας, με συνεχείς διαπιδύσεις μεταξύ τους, έχει μια ολόκληρη παράδοση, με εντυπωσιακά προανακρούσματα, όπως η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη στα καθ’ ημάς, και κορυφαίες επιτεύξεις, όπως το έργο του Μπόρχες ή του Κορτάσαρ.

Και, όπως σε κάθε αισθητικό ρεύμα, υπάρχουν διάφορες εκδοχές του, συχνά αντικρουόμενες, ακόμα και διαμετρικά αντίθετες. Για παράδειγμα, στο ρεύμα του φουτουρισμού έχουμε τις εκδοχές του Μαγιακόφσκι και του Μαρινέτι, την Οκτωβριανή επανάσταση και τον ιταλικό φασισμό.

Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και στη μεταμοντέρνα συνθήκη. Στη δε νεοελληνική μεταμυθοπλασία, το αντίπαλο δέος του Βαλτινού είναι ο εξίσου μεγάλος πεζογράφος Γιάννης Πάνου (δεν έχουμε και άλλους, εδώ και πολλές δεκαετίες...). Η διαφορά τους έγκειται στο πεδίο αναφοράς τους: ο Βαλτινός αφηγείται την όλη Ιστορία μέσα από τις ιστορίες των «απλών» ανθρώπων, ενώ ο Γιάννης Πάνου μέσα από την ιστορία των ιδεών και των επιστημών, η οποία όμως είναι ένα πεδίο θεσμισμένο, ένα «πάνω» πεδίο («Ιστορία των μεταμορφώσεων», 1998). Με την ίδια αφηγηματική τεχνική, δηλαδή με τη σύνθεση της αφήγησης από μια πανσπερμία λόγων άλλων, το πολιτικό πρόσημο του καθενός προκύπτει από το πολιτικό του πρόταγμα: οι «απλοί» άνθρωποι, αθώοι ορεσίβιοι, κάτι «ζουλάπια», για να θυμηθούμε τον Άγγελο Ελεφάντη, δεν είναι και, έτσι οριζόμενοι, δεν μπορούν να γίνουν πολίτες, ενώ, αντίθετα, οι πολίτες της πόλεων των ιδεών αναζητούν την αλήθεια και την προοπτική του κόσμου. Όπως το έχει πει η Τζίνα Πολίτη: «Η αρχή της Iστορίας των Mεταμορφώσεων αφορούσε στην επιθυμία του λόγου να ερμηνεύσει τον “Kόσμο”. Tο τέλος της, στην επιθυμία του λόγου να τον αλλάξει» («Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, 17&24/9/2006).

 

Λαθροχειρώντας

 

Αλλά, αν ανατρέξουμε και στα πρώτα τους βιβλία, στην Κάθοδο των εννιά (1963-1978) του Βαλτινού και στο ...από το στόμα της παλιάς Remington... (1981) του Πάνου, βιβλία στα οποία μάλιστα περνάνε και τα ίδια πρόσωπα (τα χωριά των δύο συγγραφέων είναι όμορα), θα δούμε, από τη μια, κάποιους εξαθλιωμένους αντάρτες χαμένους στο πουθενά και, από την άλλη, έναν «θεσμισμένο» ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, με ουσιώδη αιτία ύπαρξης, με στόχους, με αντιφάσεις, με αδιέξοδα.

Γιατί ο Βαλτινός δεν ήταν ένας αριστερός που μεταλλάχθηκε. Δεν κάνει κάτι «άλλο» στην Ορθοκωστά. Οι πρώτες σελίδες της Καθόδου των εννιά είναι απολύτως χαρακτηριστικές. Το αφηγηματικό σχήμα που φτιάχνει εκεί είναι σαφές: από τη μια εμείς οι φουκαράδες οι «από κάτω», που μπλέξαμε σε αυτή την περιπέτεια, και εν τέλει εμείς «θα την πληρώσουμε», και από την άλλη οι δικοί μας «από πάνω», που μας πρόδωσαν, και «θα την βγάλουν καθαρή». Αυτό είναι το νόημα της ιστορίας, με πεζό και κεφαλαίο. Δίνει μάλιστα ακριβές χρονικό και γεωγραφικό στίγμα των δρώμενων, ορίζει σαφέστατα, λαθροχειρώντας κι εδώ, τον κορυφαίο «από πάνω» που μάλλον τους πρόδωσε, δηλαδή τον επιτελάρχη της 3ης μεραρχίας του ΔΣΕ, Γιώργη Κονταλώνη. Στον οποίο επανέρχεται αναλυτικότατα και συνεχώς στην Ορθοκωστά, προσπαθώντας και να τον εξευτελίσει, ακόμα και αναδρομικά, αφού οι διώκτες του, αφηγητές του Βαλτινού, παρέμειναν φουκαράδες στο χωριό τους, ενώ ο Κονταλώνης (αποταχθείς αξιωματικός) τελικά έφτιαξε τη ζωή του στην Αθήνα, καθώς και μια μικρή βιοτεχνία: με τις λίρες του αντάρτικου την έφτιαξε, αποφαίνονται, μπόλικες σελίδες της Ορθοκωστάς, επικυρώνοντας το αιωρούμενο σχήμα της προδοσίας στην Κάθοδο των εννιά...

Ένα αφηγηματικό σχήμα υπόδειγμα λαϊκισμού, ο οποίος, φυσικά, ποτέ δεν έχει «αριστερό» πρόσημο. Όσο και αν τέτοιες αφηγήσεις, υψηλής αφηγηματικής έντασης, εύκολα συνάπτονται με στερεότυπα αριστερών ανθρώπων (και τους ακυρώνουν). Να πώς το διαχειρίστηκε, και διαχωρίστηκε ο Γιάννης Πάνου στην Remington, σχολιάζοντας υπόρρητα: «ο κίνδυνος για μερικές ακόμη άνετα καλογραμμένες σελίδες μικροαστικής μισοεπαναστατικής επαρχιακής λογοτεχνίας ελλοχεύει παντού».

Αυτός λοιπόν είναι ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, και είναι μεγάλος συγγραφέας, με κριτήρια λογοτεχνικά, αν και λαϊκιστής και πολιτικά δεξιός, σε όλη του τη διαδρομή.

 

Κώστας Βούλγαρης Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet