Ο πρωτογενής τομέας με την έννοια της αγροδιατροφής έχουν στρατηγική σημασία για μια χώρα, καθώς πέρα από την οικονομική δραστηριότητά τους, συμβάλλουν στην επισιτιστική ασφάλεια του πληθυσμού, ενισχύουν την περιφερειακή ανάπτυξη και έχουν σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος. Τέλος, η διατροφική παράδοση αποτελεί βασικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς όχι μόνο μιας περιοχής, αλλά μιας χώρας, με σημαντικές προεκτάσεις για τη δυνατότητα προώθησης τοπικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Ανατρέχοντας κάποιος στο πρόσφατο παρελθόν, θα μπορούσε να πει ότι ο περιορισμός, και ίσως η απαξίωση του κρίσιμου ρόλου του πρωτογενούς τομέα στην οικονομία, ανάγεται στην περίοδο της διακυβέρνησης του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου. Στην κατεύθυνση αυτή, ήταν τότε σημαντική η διακηρυγμένη άποψή του ότι η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της θάλασσας και του ήλιου που διαθέτει, θα πρέπει να στραφεί και να εκμεταλλευτεί οικονομικά την ανάπτυξη του τουρισμού. Μάλιστα τότε κατηγορήθηκε ότι μετατρέπει τη χώρα, σε χώρα παροχής υπηρεσιών.
Τελικά η άποψη αυτή διαμορφώθηκε σε κυρίαρχη πολιτική, έγινε αποδεκτή και από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και έτσι στη διαδρομή του χρόνου αποδυναμώθηκαν ή αγνοήθηκαν άλλοι σημαντικοί τομείς της οικονομίας, όπως ο βιομηχανικός τομέας και ο αγροτικός/πρωτογενής τομέας, με αποτέλεσμα να συζητάμε σήμερα για τα «πλεονεκτήματα» του υπερτουρισμού.
Ήρθε, όμως, η περίοδος της υγειονομικής κρίσης, όπου με την απαγόρευση των μετακινήσεων των πληθυσμών ανεδείχθη με εκκωφαντικό τρόπο ο κίνδυνος κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, επειδή ακριβώς αυτή βασίζεται σε ένα και μοναδικό πυλώνα. Αυτόν του τουρισμού, από τον οποίο προσδοκά τα έσοδά της.
Στη συνέχεια προέκυψε η κρίση του πολέμου μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, χωρών οι οποίες είναι γνωστές για το μέγεθος της παραγωγής και των εξαγωγών σε σιτηρά. Ο περιορισμός των εξαγωγών τους ήταν η αφορμή να αναδειχθεί με μεγαλύτερη ένταση το πρόβλημα της επισιτιστικής ασφάλειας.
Να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με τον ορισμό των Ηνωμένων Εθνών, «επισιτιστική ασφάλεια υπάρχει όταν όλοι οι άνθρωποι έχουν, ανά πάσα στιγμή, φυσική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτική τροφή που καλύπτει τις διατροφικές τους ανάγκες και τις διατροφικές τους προτιμήσεις για μια δραστήρια και υγιεινή ζωή».
Τέλος, η κλιματική κρίση είναι ένας ακόμα παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει τη γεωργική παραγωγή, με τα επιστημονικά δεδομένα να είναι σαφή. Ότι, δηλαδή, τα συστήματα τροφίμων και το κλίμα είναι αλληλένδετα, με την κλιματική αλλαγή να επηρεάζει άμεσα τα συστήματα τροφίμων και το αντίστροφο. Έτσι, οι καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, γίνονται ολοένα και πιο συχνές και αποτελούν σημαντική απειλή για τη σταθερότητα των παγκόσμιων, εθνικών και τοπικών συστημάτων τροφίμων.
Πέραν των ανωτέρω, δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψιν ότι ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των διατροφικών αναγκών της Ελλάδας καλύπτεται πλέον από εισαγωγές, με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό υπό ορισμένες συνθήκες για την επάρκεια των διατροφικών αγαθών, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες είτε παραμένουν ανεκμετάλλευτες, είτε η απόδοσή τους έχει μειωθεί λόγω της κλιματικής κρίσης.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι κρίσιμο τα ελληνικά κόμματα, και πρωτίστως η Νέα Αριστερά, να εντάξουν τον αγροτικό/πρωτογενή τομέα στις πολιτικές προτεραιότητες τους, να συζητήσουν επ’ αυτού και να φροντίσουν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του, που βασικά είναι:
1. Περιορισμός αγροτικού πληθυσμού και έλλειψη εργατικού δυναμικού (το μικρό ποσοστό νέων που ασχολούνται στη γεωργία −24% έναντι 31% στην Ευρώπη)
2. Αυξημένο κόστος παραγωγής
3. Κλιματική αλλαγή
4. Αγωνία παραγωγών για τη διάθεση του προϊόντος
5. Έλλειψη συλλογικών κινήσεων και δραστηριοτήτων (20% των γεωργικών προϊόντων μόνο διακινούνται μέσω των συνεταιρισμών, ενώ στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο)
6. Ελληνοποίηση εισαγόμενων προϊόντων και ανεπαρκής λειτουργία νομικού και θεσμικού πλαισίου
7. Χαμηλό επίπεδο έρευνας και καινοτομίας
Συνοψίζοντας είναι φανερό ότι, οι έλληνες αγρότες είναι πλέον αντιμέτωποι με την κλιματική κρίση. Για τον λόγο αυτό καλούνται να επενδύσουν σε σύγχρονες καλλιέργειες, στοχεύοντας στη μείωση του κόστους παραγωγής, στην αύξηση της απόδοσής της, στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με υψηλότερη εμπορική αξία και εν τέλει την ενίσχυση του εισοδήματός τους.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, απαιτούνται:
1. Σύγχρονα αυτοματοποιημένα μηχανήματα για να καλυφθεί η έλλειψη εργατικών χεριών
2. Έξυπνα αρδευτικά συστήματα για να αυξηθεί η απόδοση της καλλιέργειας
3. Νέες ποικιλίες με αντοχή στα έντονα καιρικά φαινόμενα
4. Αξιοποίηση Ταμείου Ανάκαμψης
5. Δημιουργία σύγχρονων συλλογικών σχημάτων (συνεταιρισμών, ομάδων παραγωγής κλπ) για την αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος του μικρού γεωργικού κλήρου
6. Αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας και καινοτομίας μέσω ουσιαστικής εκπαίδευσης του γεωργικού πληθυσμού.
7. Αναβάθμιση και ενίσχυση της αγροτικής έρευνας, η οποία συνθλίβεται σε ένα οργανισμό με πολλά αντιφατικά αντικείμενα (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ).
Ο εκσυγχρονισμός του πρωτογενούς τομέα αποτελεί μονόδρομο και οι επενδύσεις είναι απαραίτητες. Η εξασφάλιση των αναγκαίων κεφαλαίων αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για την υλοποίηση των αγροτικών επενδυτικών σχεδίων.