Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα εγχειρίδιο για τα δημογραφικά ζητήματα από τις «Εκδόσεις Αλφειός», με τον τίτλο Δημογραφία: 55 ερωτήσεις. Το υπογράφει ένας από τους πιο έγκυρους μελετητές των δημογραφικών εξελίξεων και συνιδρυτής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), ο Βύρων Κοτζαμάνης. Πρόκειται για ένα μικρό βιβλιαράκι (150 σελίδες) όπου αναλύονται όλα τα σχετικά ζητήματα και δίνονται σύντομες, εύληπτες και τεκμηριωμένες απαντήσεις. Στόχος του είναι να μπορούν τόσο οι ιθύνοντες που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις όσο και οι πολίτες να προσανατολιστούν αποφεύγοντας έωλες εντυπώσεις και πολιτική προπαγάνδα. Στο παρόν σημείωμα παραθέτω μερικά βασικά δεδομένα σχετικά με τις δημογραφικές εξελίξεις στη μακρά διάρκεια από τις οποίες εξαρτάται το δημογραφικό μέλλον αυτής της χώρας.
Τα δεδομένα
Η Ελλάδα είναι μία από τις πλέον γερασμένες χώρες της Ευρώπης. Οι άτεκνες γυναίκες φτάνουν το 25%, η μέση ηλικία απόκτησης παιδιού έχει ανέβει από τα 24 έτη το 1980 στα 31 έτη το 2021, ενώ η Ελλάδα εντάσσεται στις ευρωπαϊκές χώρες με τη χαμηλότερη γονιμότητα (λιγότερα από 1,5 παιδιά). Ως εκ τούτου, το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών έχει φτάσει το 24% (από 7,5% τη δεκαετία του ’50).
Η χώρα μας καταγράφει αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, καθώς φεύγουν αλλοδαποί που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα από το 1990 και μετά, τη στιγμή που πολλοί νέοι αναχωρούν για σπουδές και αναζήτηση εργασίας. Οι 0-19 ετών αποτελούν το 29% των αλλοδαπών και το 18,5% των ημεδαπών, οι δε 65 και άνω το 5% και 24% αντίστοιχα. Η μαζική είσοδος αλλοδαπών στη χώρα μας είχε συμβάλει στην επιβράδυνση της γήρανσης και της μείωσης των γεννήσεων όπως και στη διατήρηση μέχρι και το 2010 θετικών φυσικών ισοζυγίων, καθώς χωρίς τους αλλοδαπούς αυτά θα ήταν αρνητικά ήδη από τις αρχές του 2000. Ωστόσο, οι αλλοδαποί, αν και κάνουν περισσότερα παιδιά από τους Έλληνες και βελτιώνουν τα συνολικά φυσικά ισοζύγια επιβραδύνοντας τη μείωση του πληθυσμού, δεν αποτελούν τη λύση για την υπογεννητικότητα. Άλλωστε, προοδευτικά η γονιμότητά των μεταναστριών συγκλίνει με αυτή των Ελληνίδων.
Μέτρα με απόδοση σε βάθος χρόνου
Λύση θα αποτελούσε η σταθεροποίηση των γεννήσεων και η ανακοπή μείωσης του μέσου αριθμού παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενεές τις επόμενες δεκαετίες. Όμως η εξέλιξη αυτή είναι ανέφικτη όσον αφορά τις γεννήσεις, και εφικτή υπό όρους όσον αφορά τον μέσο αριθμό. Για κάτι τέτοιο απαιτείται μια αύξηση του αριθμού των παιδιών από 1,5 παιδιά/γυναίκα στις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1980 σε 1,8-1,9 σε αυτές που έχουν γεννηθεί μετά το 2000, ήτοι μια αύξηση του δείκτη κατά 20-25%. Για να είναι πιθανό αυτό το σενάριο πρέπει να παρθούν μέτρα επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του ανεξάρτητα από τη μορφή της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια) και να στοχεύουν στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού, στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, στην άρση των έμφυλων διακρίσεων, στη λύση του στεγαστικού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι νέοι μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας, στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων, στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας για το μέλλον και στη μερική προστασία από κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς (όπως για παράδειγμα η στήριξή τους σε περίπτωση απώλειας της εργασίας). Ωστόσο, όποια μέτρα και αν ληφθούν, δεν θα αλλάξουν ριζικά τις υφιστάμενες τάσεις άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου. Όπως δε έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον και την οικογένεια και το παιδί. Επιπλέον κίνητρα στις ήδη πολύτεκνες οικογένειες να κάνουν παραπάνω παιδιά ελάχιστα θα επηρέαζε.
Επομένως, ο πληθυσμός μας μέχρι το 2050 θα συνεχίσει να μειώνεται. Για να μη μειωθεί, η μεταναστευτική εισροή θα πρέπει να φτάσει το 1 εκατομμύριο μετανάστες. Ομοίως, για να αποτραπεί η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας θα πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής των απασχολουμένων στις ηλικίες 20-64 ετών που σήμερα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ και να έχει η χώρα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο κατά 20 χιλιάδες ετησίως.
Χωρίς γάμο
Σχετικά με τις γεννήσεις, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην Ελλάδα πάνω από το 60% των γεννήσεων γίνονται με καισαρική, κατατάσσοντας τη χώρα μας στις 10 υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως. Στην πλειονότητά τους οι καισαρικές είναι περιττές και οφείλονται, κυρίως, στις πρακτικές των γυναικολόγων-μαιευτήρων και δευτερευόντως στις τάσεις των ίδιων των γυναικών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό επηρεάζονται από αυτούς. Και κάτι ακόμα: Οι εκτός γάμου γεννήσεις το 2021 ξεπέρασαν το 16%, βρίσκονται όμως πολύ χαμηλά σε σχέση με την ΕΕ, όπου οι γεννήσεις αυτές αποτελούν το 42% του συνόλου. Το ποσοστό των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά.
Όσον αφορά δε τους γάμους αξίζει να αναφερθούν τα εξής: Οι συνολικοί γάμοι των μόνιμων κατοίκων της χώρας έχουν μειωθεί τα τελευταία 35 χρόνια κατά 30%, οι πολιτικοί γάμοι αποτελούσαν το 10% μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς μετά το 2011, ενώ αυξάνονται συνεχώς τα σύμφωνα συμβίωσης. Κοντολογίς, οι νεότερες γενιές παντρεύονται όλο και λιγότερο και σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα τους επιλέγει τη συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο.