Το πανό που βρισκόταν στην κεφαλή της πορείας έγραφε «Να ξαναπάρουμε τη Μπολόνια».
Αντί να ξαναπάρουν τη Μπολόνια, δέχτηκαν αρκετές βρισιές από τους περαστικούς, κουβάδες νερό από τα μπαλκόνια,
ενώ από παντού ακούγονταν φωνές «η Μπολόνια είναι αντιφασιστική».

 

 

 

Σε βοήθεια της ιταλικής κυβέρνησης προσέτρεξε από τις ΗΠΑ ο πολυεκατομμυριούχος και πλέον υπουργός της κυβέρνησης Τραμπ Έλον Μασκ, ζητώντας την παραίτηση των δικαστών που εξακολουθούν να εκδίδουν αποφάσεις κατά της μεταφοράς μεταναστών στα στρατόπεδα που ετοίμασε η Μελόνι στην Αλβανία. Στις απαράδεκτες δηλώσεις του απάντησε ο ίδιος ο πρόεδρος της ιταλικής δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα.

Η κυβέρνηση εξακολουθεί να προσπαθεί να παρακάμψει τις δικαστικές αποφάσεις, ενώ ο Σαλβίνι μιλάει για «κόκκινους δικαστές» και σε μήνυμά του γράφει ότι «οι δικαστές που μποϊκοτάρουν τους νόμους αντί να τους εφαρμόζουν, πρέπει να έχουν την αξιοπρέπεια να παραιτηθούν, να αλλάξουν επάγγελμα και να κάνουν πολιτική με την Κομμουνιστική Επανίδρυση». «Είναι πρόβλημα για την Ιταλία», καταλήγει.

Η δικαστής του τομέα μετανάστευσης του δικαστηρίου της Ρώμης Σίλβια Άλμπανο, που δεν επέτρεψε την κράτηση των μεταναστών στην Αλβανία, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Repubblica δηλώνει ότι «παρά τον εκφοβισμό και τις πολιτικές πιέσεις» αγωνίζεται για τη «διατήρηση της αυτονομίας κρίσης» των δικαστών και ενάντια σε όποιον θα τους ήθελε «μεροληπτικούς και εξαρτημένους». «Πρόκειται για μια εκστρατεία που υποδαυλίζεται από κάποιες εφημερίδες και από εκπομπές, αλλά και από πολιτικούς, από την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και άλλους». «Η δικαστική εξουσία», συνεχίζει, «δημιουργήθηκε για να εγγυάται τη νομιμότητα και το Σύνταγμα έχει ορίσει κάποια απαράβατα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στο άσυλο. Αν αρχίσουν να θεωρούν ότι κάποιες αρχές μπορούν να παραβιαστούν, αυτό μπορεί να ισχύει για το καθετί. Σήμερα είναι η σειρά των μεταναστών, αύριο θα είναι η σειρά καθενός από εμάς».

Η ακροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης με εκστρατείες εκφοβισμού και τρομοκράτησης της αντίθετης άποψης δεν περιορίζεται στους δικαστές, αλλά εφαρμόζεται και με άλλους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν η άδεια που δόθηκε στους νεοφασίστες της οργάνωσης Casa Pound να παρελάσουν στις 9 Νοεμβρίου σε μια πόλη-σύμβολο για τους αγώνες της, παρασημοφορημένη για τη συμμετοχή της στην αντίσταση, τη Μπολόνια. Το πανό που βρισκόταν στην κεφαλή της πορείας έγραφε «Να ξαναπάρουμε τη Μπολόνια». Αντί να ξαναπάρουν τη Μπολόνια, δέχτηκαν αρκετές βρισιές από τους περαστικούς, κουβάδες νερό από τα μπαλκόνια, ενώ από παντού ακούγονταν φωνές «η Μπολόνια είναι αντιφασιστική». Οι αντιφασίστες, που είχαν συγκεντρωθεί για να δείξουν ότι η Μπολόνια δεν δέχεται φασίστες να παρελαύνουν στους δρόμους της, δέχτηκαν την επίθεση της αστυνομίας.

Στις διαμαρτυρίες του συνδικάτου Cgil, της αντιπολίτευσης και της Ένωσης Αντιστασιακών για την πορεία των φασιστών στο κέντρο της πόλης προστέθηκε και η διαμαρτυρία του δημάρχου Ματέο Λέπορε: «Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν για άλλη μια φορά να μην υπάρχει σεβασμός για τη Μπολόνια. Η κυβέρνηση μας έστειλε 300 μελανοχίτωνες, ενώ εμείς θέλουμε να ξαναζητήσουμε κονδύλια για τις πλημμύρες. Το υπουργείο Εσωτερικών πρέπει να δώσει εξηγήσεις».

Τρεις μέρες μετά τα γεγονότα, η Μελόνι επρόκειτο να μιλήσει στη Μπολόνια για να στηρίξει την υποψήφιά της Έλενα Ουγκολίνι στις περιφερειακές εκλογές της Εμίλια-Ρομάνια που θα πραγματοποιηθούν 17 και 18 Νοεμβρίου. Η Μελόνι δεν εμφανίστηκε τελικά, αλλά μίλησε μέσω βίντεο στη συγκέντρωση για το κλείσιμο της προεκλογικής εκστρατείας. Δήλωσε ότι «αυτή είναι η αριστερά, έτσι θερμαίνεται πάντα το κλίμα, όταν φοβούνται ότι θα χάσουν την εξουσία τους». Καλή ευκαιρία για τη Μελόνι να αφήσει την πόλη ανοχύρωτη απέναντι στις πλημμύρες. «Αν ο δήμαρχος με θεωρεί φασίστρια και τραμπούκο, να μη μου ζητάει συνεργασία, ας έχει λίγη συνέπεια». Ο δήμαρχος ανταπαντά ότι η Μελόνι δεν πρέπει να ανταλλάσσει τα αιτήματα συνεργασίας για τις πλημμύρες με την υποταγή στον αρχηγό».

Ευκαιρία και για τον υπουργό Ματέο Σαλβίνι να ξεσπαθώσει κατά των αντιφασιστών διαδηλωτών, αποκαλώντας τους «κόκκινα τσιμπούρια» και δηλώνοντας ότι «πρέπει να κλείσουν τα κοινωνικά κέντρα που τα έχουν καταλάβει οι κομμουνιστές και είναι λημέρια εγκληματιών και κόκκινων τσιμπουριών».

 Δυστυχώς για την κυβέρνηση, υπάρχουν και τα «κόκκινα τσιμπούρια» των συνδικάτων, που προετοιμάζουν πυρετωδώς μια γενική απεργία για τις 29 Νοεμβρίου, ενάντια σε έναν προϋπολογισμό που αφαιρεί πόρους από την κοινωνική πολιτική, από την παιδεία, την υγεία, από την αυτοδιοίκηση και από τις υπηρεσίες. Μεγάλος αριθμός σωματείων έχει δηλώσει ότι θα συμμετέχει, με όλους τους παραπάνω τομείς να δηλώνουν «παρών», καθώς και ολόκληρος ο τομέας των μεταφορών.

 

 

Πέθανε η Λίτσια Ρονίνι, χήρα του αναρχικού Τζουζέπε Πινέλι

 

 

Στις 12 Δεκέμβρη 1969 η έκρηξη μιας βόμβας στο κέντρο του Μιλάνου, στην Πιάτσα Φοντάνα, προκάλεσε 17 θανάτους και 77 τραυματισμούς.

Ακολούθησε ο καθόλου τυχαίος θάνατος του Τζουζέπε Πινέλι, που είχε συλληφθεί ως ύποπτος για την τρομοκρατική ενέργεια και εκπαραθυρώθηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης από τον τέταρτο όροφο της αστυνομικής διεύθυνσης, με την αστυνομία να ισχυρίζεται ότι «αυτοκτόνησε από τις τύψεις».

Ήταν η εποχή της περίφημης «στρατηγικής της έντασης», όταν το βαθύ κράτος μαζί με τους νεοφασίστες πραγματοποίησαν μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες με στόχο να τρομοκρατήσουν τους πολίτες και να συκοφαντήσουν το εργατικό και το φοιτητικό κίνημα που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις. Για τη βόμβα της Πιάτσα Φοντάνα δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανείς.

Η Λίτσια Ρονίνι δεν αποδέχτηκε τις δικαιολογίες των αρχών και αγωνίστηκε για 55 ολόκληρα χρόνια για την αλήθεια και την απόδοση δικαιοσύνης.

Κόρη ενός αναρχικού ξυλουργού και μιας μοδίστρας, δούλευε από τα 13 της χρόνια. «Έκανα μια επιλογή» έλεγε, «μπορεί να είναι κοινότοπη, αλλά είναι ένας τρόπος ζωής που αφορά την ύπαρξή μου, ο γάμος, η δουλειά, η αλήθεια, η πολιτική». Οι δύο κόρες της λένε «Δεν μας έμαθε να μισούμε, αλλά να αναζητάμε την αλήθεια».

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet