Η ετήσια Διάσκεψη για το κλίμα COP29 (Conference of Parties) που μόλις ξεκίνησε (11-22 Νοεμβρίου) στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο σοβαρά προβλήματα: την απουσία συμφωνίας σχετικά με τους όρους χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την πρόθεση των ΗΠΑ να υπαναχωρήσουν, εκ νέου, από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο θέμα ο νέος παγκόσμιος στόχος για το κλίμα NCQG (New Collective Quantified Goal on Climate, Νέος Συλλογικός Ποσοτικοποιημένος Στόχος) αφορά στον προσδιορισμό του μεριδίου χρηματοδοτικών πόρων που οι βιομηχανικές χώρες δεσμεύονται να βάλουν «στο πιάτο», την επόμενη δεκαετία, για να «εξοπλίσουν» τον υπόλοιπο κόσμο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Το δεύτερο θέμα, που όλοι ευελπιστούσαν να μην προκύψει, αφορά την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία και την αναμενομένη αλλαγή της πολιτικής για το κλίμα των ΗΠΑ. Η transition team (μεταβατική ομάδα) της νέας αμερικάνικης κυβέρνησης έχει την εντολή να προετοιμάσει την έξοδο της χώρας από τη Συμφωνία του Παρισιού. Πρόκειται για την τέταρτη αλλαγή πολιτικής για το κλίμα μέσα σε μια δεκαετία: οι προσχωρήσαντες το 2015, αποχώρησαν επί Τραμπ το 2017, επέστρεψαν με τον Μπάιντεν το 2021, για να αποχωρήσουν εκ νέου. Καμία άλλη χώρα, δημοκρατική ή αυταρχική, δεν έχει αντιμετωπίσει το κλίμα με αυτόν τον τρόπο.
Εικόνα 1. BloombergNEF Climate Policy Fastbook
Οι δύο «καυτές πατάτες»
Τα δύο θέματα, η χρηματοδότηση και η κλιματική πολιτική των ΗΠΑ, αλληλοεπιδρούν άμεσα. Σύμφωνα με την έκθεση του ICC (Διεθνές Εμπορικο Επιμελητήριο): την τελευταία δεκαετία, τα ακραία φαινόμενα έχουν κοστίσει 2 τρισ. δολάρια εκ των οποίων 451 δισ. τα τελευταία δύο χρόνια. Καμία χώρα δεν χρειάστηκε να πληρώσει έναν λογαριασμό τόσο υψηλό όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, 935 δισεκατομμύρια σε δέκα χρόνια. Επί του παρόντος οι συμμετέχοντες δεν έχουν ενιαία αντιμετώπιση: διαφωνούν ως προς το ποσό που πρέπει να συγκεντρωθεί· ποιος πρέπει να συνεισφέρει· ποιος δικαιούται αυτήν τη βοήθεια, με ποιους όρους· πόσοι πόροι θα είναι δάνεια και πόσοι επιδοτήσεις. Όπως εξηγεί η αναλύτρια στο think tank Ecco Ελεονόρα Κόγκο, «Οι φτωχότερες χώρες βιώνουν μια διπλή κρίση: το κλίμα και το χρέος. Για μια αφρικανική χώρα, η εύρεση των κεφαλαίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης κοστίζει έως και οκτώ φορές περισσότερο από ό,τι για μια βιομηχανική χώρα. Η δήλωση του Πάπα Φραγκίσκου είναι ξεκάθαρη: «το οικολογικό χρέος και το εξωτερικό χρέος είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: τα πλουσιότερα έθνη θα πρέπει αναγνωρίζουν τη σοβαρότητα πολλών από τις προηγούμενες αποφάσεις τους και να αποφασίζουν να διαγράψουν τα χρέη χωρών που δεν θα μπορέσουν ποτέ ν’ αποπληρώσουν. Δεν είναι ζήτημα γενναιοδωρίας, είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης. Υπάρχει ένα οικολογικό χρέος, ειδικά μεταξύ του Βορρά και του Νότου, και είναι σημαντικό να αναζητηθεί μια νέα διεθνής χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική που θα βασίζεται στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη για να δώσουμε αξιοπρέπεια σε όλες τις χώρες, ειδικά στις φτωχότερες και πιο ευάλωτες στις κλιματικές καταστροφές».
Το ποσό των 100 δισ. δολαρίων ετησίως, που είχε καθοριστεί, αυθαίρετα, από τις βιομηχανικές χώρες στην COP του 2009, λήγει το 2025. Εν τω μεταξύ ο τρόπος υπολογισμού των οικονομικών επιπτώσεων από την κλιματική κρίση έχει βελτιωθεί. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι χρειάζονται 2.400 δισ., εκ των οποίων 1.400 θα προέλθουν από τους προϋπολογισμούς μεμονωμένων χωρών και ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ παραμένει μια τρύπα 1.000 δισ. η κάλυψη της οποίας είναι το έργο της COP29.
Αυξάνονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου
Στις πρώτες συνεδρίες της COP29 παρουσιάστηκε η πρόσφατη έκθεση του Global Carbon Tracker 2004, που πιστοποιεί το πόσο κοντά είμαστε στον κλιματικό όλεθρο.
Η ποσότητα των εκπομπών του άνθρακα που η ατμόσφαιρα μπορεί να «ανεχθεί», προκειμένου να αποφευχθεί η κλιματική καταστροφή, είναι πεπερασμένη. Το 2024, οι καταναλώσεις όλων των ορυκτών καύσιμων αυξήθηκαν: λιγνίτης (+0,2%), πετρέλαιο (+0,9%), φυσικό αέριο (+2,4%). Το ποσοστό τους, στις παραγόμενες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ΑτΘ, αντίστοιχα, ήταν κατά 41% από τον λιγνίτη, 32% από το πετρέλαιο και κατά 21% από το φυσικό αέριο. Με αυτή την πορεία, εκτιμάται ότι, το 2024 οι συγκεντρώσεις CO2 στην ατμόσφαιρα θα φτάσουν στο επίπεδο των 422,5 ppm (όταν στις πρώτες COP ήταν 360 ppm, δηλαδή αύξηση κατά 18%). Η ανησυχητική, αλλα τεκμηριωμένη αυτή εκτίμηση, προσδιορίζει, συνεπακόλουθα, ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα υπερβεί τον 1,5°C τα επόμενα έξι χρόνια.
Αναφορικά με την αύξηση των εκπομπών μεθανίου CH4, η συγκέντρωσή του στην ατμόσφαιρα είναι πάνω από δυόμισι φορές μεγαλύτερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Η αύξηση έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ τα πρόσφατα στοιχεία καταγράφουν άλλη μια σημαντική ετήσια αύξηση το 2023. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε νέο χάρτη πορείας (roadmap), με στόχο την επιτάχυνση της μείωσης των εκπομπών μεθανίου που συνδέονται με την παραγωγή ενέργειας και την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Ο νέος στόχος είναι οι εκπομπές μεθανίου από ορυκτά καύσιμα να μειωθούν κατά περίπου 75% έως το 2030, προκειμένου η υπερθέρμανση του πλανήτη να παραμείνει εντός του ορίου του 1,5 βαθμού Κελσίου (Methane Matters Coalition).
Με βάση την συμφωνία, που υπογράφηκε στην COP28, οι μεγαλύτερες ενεργειακές πολυεθνικές έχουν δεσμευτεί να θέσουν ενδιάμεσους στόχους για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου στο 0,2% της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου έως το 2030 και να τερματίσουν το flaring (καύση πυρσού).
Αυξάνονται οι επιδοτήσεις και επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα
|