Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, και, αν υλοποιήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, είναι ικανή να αναμορφώσει το χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου και των διεθνών οικονομικών σχέσεων σε κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη με την επανεκλογή του οι διεθνείς οικονομικοί οίκοι έχουν αρχίσει να αναθεωρούν προς τα κάτω τις βραχυπρόθεσμες και τις μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία να φαίνεται ότι θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα.
Επιβολή δασμών
Κύρια αιτία αυτής της αλλαγής των προσδοκιών είναι η προεκλογική δέσμευση του Τραμπ να επιβάλει δασμούς σε ένα ευρύ φάσμα εισαγόμενων προϊόντων στις ΗΠΑ που μπορεί να περιλαμβάνει από πρώτες ύλες και βιομηχανικά υλικά μέχρι αυτοκίνητα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Οι δασμοί αυτοί μπορεί να ξεκινούν από 10-20% για προϊόντα προερχόμενα από την Ευρώπη και να φτάνουν το 60% για προϊόντα από την Κίνα. Το κριτήριο θα είναι κυρίως οικονομικό, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται να συνδυάζεται και με ζητήματα γεωπολιτικά καθώς και ζητήματα αμερικανικής εθνικής ασφάλειας.
Η ατζέντα αυτή του Τραμπ έρχεται να αναταράξει τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, που επιβλήθηκε και στις αναπτυσσόμενες, που προέβλεπε μεταξύ άλλων την απελευθέρωση του εμπορίου. Πρόκειται για μια συμφωνία βγαλμένη από την θεωρία διεθνούς εμπορίου, αν και –με αρκετή υποκρισία– δεν περιλάμβανε την ελευθερία στην κίνηση των εργαζομένων που σύμφωνα με την ίδια θεωρία πάει χέρι-χέρι με το ελεύθερο εμπόριο.
Βέβαια η απελευθέρωση του εμπορίου, οι ιδιωτικοποιήσεις και η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμια οικονομίας απέτυχαν να φέρουν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς που υποσχέθηκαν, οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν και οι ανισότητες εντάθηκαν. Η ρητορική του Τραμπ συνομιλεί με τις ανησυχίες και τους φόβους των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και γι’ αυτό το λόγο κέρδισε τις εκλογές.
Οι στόχοι
Που αποσκοπεί λοιπόν ο Τραμπ και ποιες οι συνέπειες για την Αμερική και την Ευρώπη; Ιστορικά η επιβολή δασμών, ως ένα βασικό εργαλείο του οικονομικού προστατευτισμού, είχε ως στόχο την «προστασία» της εγχώριας οικονομίας, και ιδιαίτερα της βιομηχανίας, από τον διεθνή ανταγωνισμό. Επιβάλλοντας έναν δασμό, για παράδειγμα στην εισαγωγή αυτοκινήτων, η τιμή των εισαγόμενων αυξάνεται κάνοντας τα εγχώρια πιο ανταγωνιστικά. Οι δασμοί τέτοιας μορφής εμφανίζονται συχνά στις θεωρίες νηπιακής βιομηχανίας, καθώς δίνουν τη δυνατότητα στα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης, που χρειάζονται τεράστιες επενδύσεις κεφαλαίου και ανάπτυξη τεχνογνωσίας, η εγχώρια βιομηχανία να παραμένει ανταγωνιστική παρόλο που έχει υψηλότερο κόστος παραγωγής. Δεν μπορούμε βέβαια να μην σχολιάσουμε την υποκρισία της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον», όπου αφού οι ανεπτυγμένες χώρες ανέπτυξαν τη βιομηχανία τους πίσω από την προστασία των δασμών, επέβαλαν ελεύθερο εμπόριο στις αναπτυσσόμενες.
Βέβαια στόχος του Τραμπ δεν είναι η εκβιομηχάνιση των ΗΠΑ αλλά κυρίως η ανακοπή της τάσης αποβιομηχάνισης με τη μεταφορά μονάδων σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και ευνοϊκότερο ρυθμιστικό πλαίσιο. Η ρητορική του νέου προέδρου δείχνει ότι στόχος του είναι να πιέσει βιομηχανίες να μεταφέρουν τις παραγωγικές τους μονάδες στην Αμερική.
Τα αποτελέσματα
Αν και υπάρχει λογική πίσω από το σκεπτικό του Τραμπ, δεν είναι απαραίτητο ότι θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρώτον γιατί η άμεση επίπτωση των δασμών είναι η αύξηση των τιμών, και αν είναι τόσο ευρείας κλίμακος όσο υπόσχεται οι τιμές θα αυξηθούν σε πολλά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, προκαλώντας δυσαρέσκεια στην εκλογική του βάση που θα δουν το κόστος ζωής τους να αυξάνεται. Δεύτερον γιατί η μεταφορά μια βιομηχανικής μονάδας δεν είναι κάτι που γίνεται εν μία νυκτί. Άρα μια επιλογή αύξησης των δασμών θα έχει βραχυχρόνιο και μόνιμο κόστος, σε αντάλλαγμα για ένα μακροπρόθεσμο (και αβέβαιο) όφελος. Κομμάτι του κόστους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν τα έσοδα από τους δασμούς κατευθύνονταν στην ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, ωστόσο οι πόροι από τους δασμούς δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν την επιβάρυνση σε αυτά τα στρώματα, οπότε αναπόφευκτα θα επωμιστούν κόστος.
Για την Ευρώπη, οι δασμοί θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης για προϊόντα που εξάγονται προς τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι ο αμερικανός καταναλωτής θα αγοράζει λιγότερα από τα ακριβότερα (πλέον) εισαγόμενα αγαθά. Πρόκειται για ένα αρνητικό πλήγμα για τη βιομηχανία, και γι’ αυτό περιορίζονται οι αναπτυξιακές προσδοκίες. Ταυτόχρονα είναι πολύ πιθανό – όπως έχει γίνει και στο παρελθόν – η ΕΕ να απαντήσει στους δασμούς του Τραμπ με δασμούς σε προϊόντα που εισάγονται στην Ευρώπη από την Αμερική. Άρα οι ευρωπαίοι πολίτες θα δουν αύξηση των τιμών των αγαθών που καταναλώνουν και πλέον έχουν επιβληθεί δασμοί. Επομένως, διπλό το πλήγμα και στην ανάπτυξη, αλλά και στον πληθωρισμό. Βέβαια υπάρχει η δυνατότητα να στραφούν τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές σε άλλες αγορές, αντισταθμίζοντας εν μέρει τις αρνητικές επιπτώσεις, αλλά δεδομένου του μεγέθους των εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ είναι μάλλον απίθανο να εξαλειφθούν.
Αμφισβητείται ο νεοφιλελευθερισμός
Συνεπώς, αν ο Τραμπ υλοποιήσει της δεσμεύσεις του, η παγκόσμια οικονομία θα δεχθεί ένα σοκ, το μέγεθος του οποίου είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή. Όμως η ατζέντα Τραμπ είναι σημαντική και για έναν άλλο, ίσως σημαντικότερο, λόγο: δημιουργεί την πιθανότητα επανόδου του προστατευτισμού στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο Ρόντρικ έχει γράψει για το πολιτικό τρίλημμα της παγκόσμιας οικονομίας: δημοκρατία, εθνική κυριαρχία και παγκόσμια οικονομική ενοποίηση δεν μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα – μπορούμε να έχουμε δύο από αυτά, αλλά ποτέ και τα τρία. Η μεταπολεμική οικονομική τάξη επέλεξε τα δύο πρώτα παραγκωνίζοντας το τρίτο, και πλέον η επάνοδος του προστατευτισμού το επισφραγίζει. Αμφισβητείται λοιπόν ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός βασικός πυλώνας του οποίου είναι η κατάργηση κάθε είδους εμποδίου στην ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα.
Θα επιτύχουν αυτό οι δασμοί του Τραμπ;
Είναι οι δασμοί απαραίτητα κάτι αρνητικό; Η απάντηση είναι όχι. Πρώτο γιατί όπως είδαμε, οι θεωρίες της νηπιακής βιομηχανίες τους θεωρούν κεντρικό εργαλείο για την εκβιομηχάνιση μιας χώρας, παρέχοντας ένα τείχος προστασίας από τον διεθνή ανταγωνισμό. Ωστόσο είναι ακόμη πιο επίκαιροι σήμερα. Γιατί οι δασμοί έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του εμπορίου και, κατά συνέπεια, και της κατανάλωσης. Μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο για την αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου σε χαμηλότερα, πιο βιώσιμα για τον πλανήτη επίπεδα.
Θα επιτύχουν αυτό οι δασμοί του Τραμπ; Μάλλον όχι, και σίγουρα όχι στα επίπεδα που είναι απαραίτητα για το περιβάλλον. Δεν είναι εξάλλου στόχος του νέου αμερικανού προέδρου, αφού άλλο σημαντικό κομμάτι της ατζέντας του είναι η επένδυση στα ορυκτά καύσιμα και η απαγκίστρωση από τη συμφωνία του Παρισίου για το κλίμα. Το αντίθετο, αφού η λανθασμένη στόχευση που έχει αλλά και ο οριζόντιος, χαώδης, τρόπος που θα επιβάλει δασμούς και οι απρόβλεπτες συνέπειες που θα έχουν για την παγκόσμια οικονομία μάλλον ζημιά θα προκαλέσουν παρά όφελος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά πρέπει να αναλογιστεί με σοβαρούς όρους ποια είναι η αντιπρόταση. Ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται ότι κλυδωνίζεται, και είναι άγνωστο ποια θα είναι η έκβαση. Ωστόσο πρέπει και από την πλευρά μας να έχουμε ένα αφήγημα και θέσεις. Αν θεωρούμε ότι οι δασμοί είναι μέρος της απάντησης προς ένα πιο βιώσιμο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο πρέπει να έχουμε πρόταση ποιοι δασμοί, με ποιον τρόπο και με ποια στόχευση. Πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε και απάντηση στις ανησυχίες και τους φόβους των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, της εργατικής τάξης για το μέλλον τους που το βλέπουν δυσοίωνο, που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις καθημερινές ανάγκες και βλέπουν ότι τα παιδιά τους θα έχουν χειρότερο βιοτικό επίπεδο από τους ίδιους. Είναι ίσως ο μοναδικός δρόμος για να περιοριστεί τόσο η απήχηση αφηγημάτων όπως αυτό του Τραμπ όσο και η άνοδος της ακροδεξιάς που είναι εμφανής σε όλη την Ευρώπη αυτή τη στιγμή.