Οι μέρες κι οι νύχτες μου
κι όλος ο χρόνος που πέρασε.
Αφημένος εδώ
ένα τίποτε ή ένα σημάδι
κάτω από το γλόμπο του ήλιου.
Καίει το σκοτάδι αθόρυβα
καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου.
Όλα τούτα
προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται;
Μιχάλης Γκανάς,
Οι μέρες και οι νύχτες μου,
από τη συλλογή "Μαύρα Λιθάρια", 1980
Όταν έφυγε ο πατέρας, κάτσαμε με τον αδερφό να φτιάξουμε ένα κείμενο για την «Εποχή». Σαν ανακοίνωση, σαν αποχαιρετισμό, σαν να μην ήμαστε σίγουροι τι ακριβώς. Οι λέξεις δεν πολυέβγαιναν. Δεν είναι εύκολο να μοιραστείς την απώλεια. Ακόμα πιο δύσκολο να την βάλεις σε λέξεις. Και κάπως έτσι στραφήκαμε στο καταφύγιο της ποίησης. Ήταν ένα ποίημα του Μιχάλη Γκανά. Ένα κομμάτι από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία: Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα… Το ποίημα αυτό μου το είχε διαβάσει ο πατέρας σε κάποια επέτειο του θανάτου του δικού του πατέρα. Και το ποίημα του Γκανά μάς δέχτηκε όλους μας. Τον ποιητή που θυμάται τον πατέρα και την μητέρα του, τον δικό μας πατέρα που αποχαιρετούσε τον πατέρα του και εμάς που αποχαιρετούσαμε τον πατέρα μας. Με έναν τρόπο που και εμείς ακόμη το νιώθαμε δικό μας. Σαν το ποίημα να εύρισκε για εμάς τις λέξεις που δεν πολυέβγαιναν. Τις λέξεις του θρήνου.
Και αν ξεκινώ με αυτό τον τρόπο το κείμενο δεν είναι για να περιγράψω μια ειδική σχέση ή ένα δέσιμο. Μόνο για να προσπαθήσω να περιγράψω το πόσο ευρύχωρη είναι η ποίηση του Μιχάλη Γκανά, πόσο μας καλοδέχεται ανεξάρτητα από τις αποσκευές μας. Και μαζί πόσο βαθιά μπορεί να μιλήσει ακριβώς στις πιο έκτακτες στιγμές. Λόγια ενός ποιητή που έρχονται στις πιο προσωπικές στιγμές μας, λόγια που μες την ανάγκη μας γίνονται δικά μας λόγια.
Είναι λοιπόν λογικό, η είδηση για τον θάνατο του Μιχάλη Γκανά να είναι μια προσωπική στιγμή για τον καθένα. Μια απώλεια που τόσοι πολλοί θα μπορούσαν να περιγράψουν ως δική τους απώλεια. Μια πένθιμη στιγμή που μέσα από την διαμορφωμένη εγγύτητα που αποδεικνύει δικαιώνει (έστω και με τρόπο λυπημένο) το μέγεθος και την σημασία του ποιητή.
Ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε ένας από τους λίγους αυτούς έλληνες καλλιτέχνες που δεν απέφυγε τον τόπο του, τον πραγματικό του τόπο. Μια Ελλάδα χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς καλοκαιρινές πόζες και αρχαιοελληνικά στολίσματα. Αλλά μαζί και μια ποίηση χωρίς καταγγελία της άλλης, της πεζής μορφής της. Ήταν η Ελλάδα των εθνικών οδών, των λεωφορείων, του ενοικίου και του φωταγωγού. Η μέσα Ελλάδα όπως έρχεται από το πιο αυθεντικό της παρελθόν. Με τη γλώσσα και τους ανθρώπους της, την ιστορία και το υπέδαφός της. Και ο Γκανάς έκανε ποίηση -μεγάλη ποίηση- πατώντας πάνω σε αυτά τα αληθινά θεμέλια. Χωρίς να εξωραΐζει, χωρίς να ηρωοποιεί. Ξεκινώντας από το πραγματικό. Ίσως γι’ αυτό και τα ποιήματά του να στέκουν τόσο γερά μέσα στον καιρό. Έχουν τις ρίζες τους στο πραγματικό έδαφος. Όχι σε μια ιδεατή πατρίδα αλλά στα χώματα της Ηπείρου και των Ιωαννίνων, της Αθήνας και των Χαυτείων. Η απλότητα του Γκανά, η επίκληση των τοπίων της ελληνικής υπαίθρου, της δημοτικής φωνής και των λαϊκών μοτίβων όλα δηλαδή αυτά τα στοιχεία που κυριαρχούν στην ποιητική του δεν αποτελούν μια νοσταλγία, μία διεκδίκηση ενός τόπου αθωότητας, ενός τόπου χαμένου και εξιδανικευμένου. Τα στοιχεία αυτά είναι ένας ένσαρκος μύθος. Και ως τέτοια μεταφέρθηκαν και στην ποίησή του. Ως παλμοί ενός σώματος ζωντανού.
Αποχαιρετώντας τον Μιχάλη Γκανά, αποχαιρετούμε ένα βλέμμα και μια εποχή. Τις μέρες και τις νύχτες αυτές που χωρίς την ποίησή του θα μας έμοιαζαν τόσο μακρινές, αν όχι απροσπέλαστες. Μια παρακαταθήκη, σαν εκείνο το χρώμα που πληθαίνει: «Το μπλε που σε τυλίγει/ είναι το φως/ που εκτοπίζει ο θάνατος.// Κανένας δεν το βλέπει./ Κι όμως υπάρχει/ και πληθαίνει.»