Η ελληνική Αριστερά συνεχίζει να κατακερματίζεται και η διεθνής Αριστερά αδυνατεί να βρει κοινό βηματισμό απέναντι στους ολοένα και εντεινόμενους κινδύνους. Θεωρούμε πως για να αντιστραφούν οι φυγόκεντρες τάσεις στην Αριστερά θα πρέπει να καλλιεργηθεί ή να ενισχυθεί μια κουλτούρα διαλόγου μεταξύ των διαφορετικών ατόμων/ομάδων/οργανώσεων/κομμάτων που τοποθετούνται στο αριστερό ημισφαίριο. Η ρητορική περί συντροφικότητας και συλλογικότητας, πόσο μάλλον τα συνθήματα περί σοσιαλισμού και άλλων κοινών πολιτικών σχεδίων, απαιτούν σύστοιχες πρακτικές διαλόγου και συνεννόησης, μακριά από την τοξικότητα που αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο στον δημόσιο διάλογο, μακριά από το «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Για τον σκοπό αυτό, δημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο για τις αιτίες του ενδημικού πολυκερματισμού της Αριστεράς, ένα για τον ρόλο και τη σημασία του διαλόγου και ένα για τα σημεία απόκλισης και τα σημεία σύγκλισης των ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων.
Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων
Οι αριστερές δυνάμεις μπορούν
και πρέπει να συνεργαστούν
Η αριστερά στην Ευρώπη δεν είναι σε καλή κατάσταση. Μόλις στο 20ό έτος από την ίδρυσή του, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) διασπάστηκε. Τα σκανδιναβικά αριστερά κόμματα, καθώς και το πορτογαλικό Bloco και η γαλλική France Insoumise, εγκατέλειψαν το ΚΕΑ και ίδρυσαν το δικό τους ευρωπαϊκό κόμμα: Την Ευρωπαϊκή Αριστερή Συμμαχία για τους Ανθρώπους και τον Πλανήτη. Επιπλέον, η κοινοβουλευτική ομάδα της Αριστεράς ψηφίζει διαφορετικά σε σημαντικά θέματα, όπως η Ουκρανία. Υπάρχουν διαφορετικές θέσεις: Κάποιοι είναι υπέρ της παράδοσης στρατιωτικού υλικού, άλλοι όχι. Η ευρωπαϊκή αριστερά είναι πλουραλιστική και έχει διαφορετικές παραδόσεις. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Όμως, μέχρι σήμερα, πάντα βρισκόταν ένας συμβιβασμός. Κατά τη γνώμη μου, οι κύριοι λόγοι της διάσπασης δεν είναι στην πραγματικότητα οι διαφορετικές πολιτικές θέσεις, αλλά τα εσωτερικά προβλήματα λειτουργίας του ΚΕΑ. Ορισμένα κόμματα, όπως το Bloco ή η Φινλανδική Αριστερή Συμμαχία, αισθάνονται ότι κυριαρχούνται από πολύ μικρά κόμματα λόγω της αρχής της συναίνεσης. Ως εκ τούτου, σχεδιάστηκε μια διαρθρωτική μεταρρύθμιση.
Ωστόσο, η διάσπαση της ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι γεγονός και αντιπροσωπεύει την αποδυνάμωση των αριστερών δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και αυτό σε μια συνθήκη όπου η ενίσχυση της αριστερής ευρωπαϊκής πολιτικής είναι ακριβώς απαραίτητη. Διότι με την εκλογή του Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Αυτό επηρεάζει το εμπόριο και κατ’ επέκταση την οικονομία, αλλά κυρίως την πολιτική ασφάλειας, όπου απαιτούνται περισσότερες οικονομικές συνεισφορές από τις ευρωπαϊκές χώρες. Αναμένεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαντήσει με αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση. Η Αριστερά πρέπει να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι σε αυτό.
Αυτή τη στιγμή, υπάρχει ανάγκη για ισχυρότερη πολιτική συνεργασία μεταξύ των αριστερών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρά τις διαφορετικές θέσεις, η ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον αφοπλισμό και την ειρήνη. Η ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας πρέπει να αποτελέσει κοινό καθήκον των ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων. Ένα άλλο βασικό θέμα είναι η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και συνεπώς η δέσμευση για τον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό. Κυρίως επειδή οι δεξιές και συντηρητικές δυνάμεις σκοπεύουν να μειώσουν τους κλιματικούς στόχους. Αλλά δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στον οικολογικό μετασχηματισμό της βιομηχανίας, διότι η παραγωγή που βασίζεται στις ορυκτές πηγές ενέργειας δεν έχει πια μέλλον. Ωστόσο, αυτή πρέπει να είναι μια «δίκαιη μετάβαση», όπως απαιτούν τα συνδικάτα. Επίσης, η μεταναστευτική πολιτική είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Η Αριστερά πρέπει να πάρει ξεκάθαρη θέση ενάντια στην αυστηροποίηση του νόμου περί ασύλου και να υποστηρίξει μια ανθρώπινη μεταναστευτική πολιτική. Και επίσης όσον αφορά τα κοινωνικά ζητήματα, όπως το Κοινωνικό Πρωτόκολλο ή μια κοινωνική πολιτική στέγασης, είναι τομείς στους οποίους οι αριστερές δυνάμεις μπορούν να συνεργαστούν.
Δεδομένης της πολυμορφίας των ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων, οι φυγόκεντρες τάσεις είναι απολύτως φυσιολογικές. Ωστόσο, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά θεμάτων για τα οποία οι αριστερές δυνάμεις μπορούν και πρέπει να συνεργαστούν. Η συνεργασία αυτή είναι αναγκαία δεδομένης της ανόδου της Ακροδεξιάς και των αυταρχικών τάσεων. Τόσο στο τελευταίο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς όσο και στο πρόγραμμα για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν δυνατόν να συμφωνηθούν κοινά σημεία-κλειδιά. Η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ.
Δρ Χάιντζ Μπιρμπάουμ,
πρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ
Αειπάρθενες αριστερές αντιπαραθέσεις
Ο πολυκερματισμός της Αριστεράς είναι ένα θέμα που απασχολεί σταθερά τον κόσμο της, καθότι μοιάζει με ενδημικό φαινόμενο. Στην παρούσα φάση, όπου τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και το ενδιαφέρον αρκετού κόσμου στρέφεται στην Ακροδεξιά, ο εν λόγω πολυκερματισμός αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού, ενώ δεν λείπουν οι συζητήσεις για ανασυγκρότηση του αριστερού ημισφαιρίου, δημιουργίας Λαϊκού Μετώπου κ.λπ. Ωστόσο, κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί με κανέναν. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να έχουμε καθαρή εικόνα για το τι είναι αυτό που τόσο συστηματικά και διαχρονικά χωρίζει τις αριστερές δυνάμεις. Αν και έχω αναφερθεί αναλυτικά στο θέμα αλλού,[1] θα επανέλθω σε κάποια από τα κύρια σημεία.
Η Αριστερά, ιδίως η βραχμανική, είναι ο κατεξοχήν χώρος της αμφισβήτησης όπου υπεραντιπροσωπεύονται οι μορφωμένοι. Κατά συνέπεια, οι διαφωνίες πλεονάζουν, διότι καθείς και καθεμιά έχει ισχυρή αυτόνομη άποψη για πολλά θέματα.
Αρχικά, οι διαφωνίες είναι ιστορικές και αφορούν τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα: επανάσταση ή μεταρρύθμιση, βίαια ή ειρηνικά μέσα, πρωτεύουσες ή δευτερεύουσες αντιθέσεις; Τα διλήμματα αυτά τροφοδότησαν την Αριστερά με διαχωριστικές γραμμές που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Έτσι διαφορετικές φυλές με διαφορετικές εκτιμήσεις για τα σχετικά θέματα συνωθούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος: κομμουνιστές, αναρχικοί, σοσιαλδημοκράτες, αριστεριστές, ευρωκομμουνιστές, οικολόγοι, φεμινίστριες, κ.ά.
Εκτός όμως από τις ιστορικές ταυτότητες, οι αντιπαραθέσεις αρθρώνονται γύρω από τις συγκαιρινές εκτιμήσεις για το τι μπορεί να γίνει, με τους ρεφορμιστές, από τη μια, να ισχυρίζονται ότι οι συμβιβασμοί είναι απαραίτητοι γιατί η πλειοψηφία είναι μετριοπαθής και πρέπει συνεχώς να λαμβάνουμε υπόψη μας την αναγκαιότητα και τους ριζοσπάστες, από την άλλη, να θεωρούν ότι μια ριζοσπαστική πρωτοπορία με βολονταρισμό και ιδεολογική συνέπεια μπορεί να φέρει την αλλαγή. Επαναλαμβάνω: στα δίπολα πλειοψηφία – πρωτοπορία, αναγκαιότητα – βολονταρισμός και πολιτικός συμβιβασμός – ιδεολογική καθαρότητα οι μεν ρεφορμιστές τονίζουν το πρώτο σκέλος, οι δε ριζοσπάστες στο δεύτερο. Οι μεν βαρύνονται συχνά με το «αμάρτημα» του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας» και την καρτελοποίηση των αριστερών κομμάτων, ενώ οι δε με τα αντίστοιχα του σεχταρισμού και της αδυναμίας επικοινωνίας με ευρύτερα ακροατήρια.
Όμως, πέρα από τις πιο πάνω θεμιτές πηγές διαφωνιών, υπάρχουν και άλλες που αφορούν τις διομαδικές σχέσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς. Κοινός τόπος μεταξύ των κοινωνικών ψυχολόγων που μελετούν τις διομαδικές σχέσεις είναι πως αυτές χαρακτηρίζονται από ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία και εξω-ομαδική υποτίμηση, δηλαδή από την τάση των μελών μιας ομάδας να αξιολογούν πιο θετικά τη δική τους ομάδα και τα μέλη της από ό,τι την αντίπαλη ομάδα με τα δικά της μέλη. Αυτή η μεγαλοποίηση των διομαδικών διαφορών και η υποτίμηση των ομοιοτήτων βρίσκεται στον πυρήνα κυρίως της διαδικασίας μύησης των νέων μελών των οργανώσεων, είναι δηλαδή βασικό χαρακτηριστικό του ανταγωνισμού για νέα μέλη μεταξύ των οργανώσεων. Αυτός ο ανταγωνισμός ωθεί σε αυτό που στη θεωρία ονομάζεται radical flanking, διαδικασία υπερφαλαγγισμός των άλλων οργανώσεων από τ’ αριστερά ώστε να εμφανιστεί μια οργάνωση ως ο αυθεντικός εκπρόσωπος, η συνεπέστερη δύναμη.
Τι είναι, όμως, αυτό που έλκει τα (νέα ιδίως) μέλη στις πιο αριστερές θέσεις; Είναι ακριβώς η θετική ταυτότητα και η αυτο-εκτίμηση που εξασφαλίζουν οι ομάδες για τα μέλη τους συγκρινόμενες με τις άλλες. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές διακρίσεις αποτελούν αυτοσκοπό μέσα από την αναζήτηση ενός ή πολλών «εμείς» σε αντιπαράθεση με «άλλους». Και «εφόσον η διομαδική διαφοροποίηση δημιουργείται από τις κοινωνικές συγκρίσεις, η ενδοομαδική διαστρέβλωση θα πρέπει να είναι τόσο μεγάλη όσο περισσότερο συγκρίσιμη εκλαμβάνεται η εξωομάδα».[2] Αυτό εξηγεί και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ οργανώσεων με την ίδια ταυτότητα και ιδεολογία. Με τα λόγια του Καρλ Μανχάιμ, «καταφερόμαστε πολύ δριμύτερα εναντίον του κοντινού μας αντιπάλου παρά εναντίον του μακρινού, επειδή είναι πολύ ισχυρότερος ο πειρασμός να ολισθήσουμε προς την κοσμοαντίληψη του πρώτου και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται να θωρακισθούμε κατά του εσωτερικού αυτού πειρασμού».[3]
Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει τις αριστερές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις είναι η συνήθεια πολλών ανθρώπων να κρίνουν την πολιτική συμπεριφορά με ηθικά κριτήρια και η αδυναμία τους να εντοπίσουν τις διαφορές μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Ήδη, πριν από 500 χρόνια ο Μακιαβέλι εισήγαγε το πρώτο αξίωμα της πολιτικής που τη διαφοροποίησε από την ηθική: από το κακό μπορεί να βγει καλό και από το καλό μπορεί να βγει κακό. Όμως είναι πολλοί οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως «υπόθεση καθαρά χέρια». Για τον λόγο αυτό, ο Μαξ Βέμπερ[4] διέκρινε δύο διαφορετικούς τύπους ηθικής που μπορούν να διέπουν την ηθικά προσανατολισμένη πράξη: την «ηθική των απόλυτων σκοπών» και την «ηθική της ευθύνης». Στο πλαίσιο της ηθικής των απόλυτων σκοπών δεν εξετάζονται οι συνέπειες και, όταν μια πράξη με καλή πρόθεση έχει άσχημα αποτελέσματα, στα μάτια του δρώντος δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά ο κόσμος που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αντιθέτως, ο άνθρωπος που πιστεύει σε μια ηθική της ευθύνης υπολογίζει τις ατέλειες των ανθρώπων στον ίδιο το σχεδιασμό του και δεν φορτώνει σε αυτούς τις αποτυχίες των λανθασμένων προβλέψεών του.
Φυσικά, οι πηγές των αντιπαραθέσεων δεν τελειώνουν εδώ. Θα σταματήσω όμως εδώ, αφού προσθέσω μία ακόμα κρίσιμη πηγή: τις ηγετικές φιλοδοξίες που διατηρούν τον ενδοαριστερό ανταγωνισμό.
Στην ελληνική Αριστερά σήμερα είναι ενεργές όλες οι παραπάνω πηγές αντιπαραθέσεων. Είναι εξίσου παρόντες όμως οι παράγοντες εκείνοι που επιτρέπουν τις συνεργασίες; Όπως σημειώνουν οι Μακ Κάμον και Βαν Ντάικ, συνεργάζονται όσοι/ες εκτιμούν ότι αντιμετωπίζουν κοινές απειλές και όσοι/ες έχουν ιδεολογική/αξιακή συγγένεια.[5] Όμως, όπως διευκρινίζει η Μπενίτα Ροθ, οι συμμαχίες πρέπει πρώτα να εκληφθούν ως καλή πολιτική προκειμένου να πραγματοποιηθούν, μιας και αποτελούν προκλήσεις για τις πολιτικές ταυτότητες των δρώντων.[6] Και δυστυχώς, αν και οι αριστερές δυνάμεις αναγνωρίζουν τις κοινές προκλήσεις, δεν θεωρούν πάντα τις συμμαχίες ως καλή πολιτική.
Τέλος, οι συνεργασίες μεταξύ διαφορετικών δρώντων έχουν ανάγκη από διαμεσολαβητές, άτομα ή συλλογικότητες, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν, όπως τουλάχιστον υπήρχαν τον καιρό του «Χώρου διαλόγου», του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και της ίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Η διαλογική κουλτούρα
Ο ορθολογισμός είθισται να προσλαμβάνεται ως η οδός για να φτάσουμε στη μία, μοναδική και αντικειμενική αλήθεια. Καθείς μας νομίζει ότι την κατέχει και η κατάληξη είναι οι ανηλεείς διαξιφισμοί για το ποιανού η αλήθεια είναι η «πραγματική». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε συνομιλητές αντίπαλων στρατοπέδων, αλλά ακόμη και μεταξύ κοινοτήτων όμορων ή μεταξύ συντρόφων και αδελφών. Όπως και κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, έτσι και η Αριστερά, μπερδεύει τις αντιπαραθέσεις, τα ντιμπέιτ, με το διάλογο.
Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ρώσος φιλόσοφος με συμβολές γύρω από την γλώσσα, τη θεωρία της διαλογικότητας και την έννοια της πολυφωνίας αναγνώριζε την αέναη μάχη μεταξύ φυγόκεντρων δυνάμεων που τείνουν να διαλύσουν τα πάντα και κεντρομόλων που τείνουν στη συνοχή και τη συνεκτικότητα. Αυτή η μάχη είναι εγγενής και στη γλώσσα, και συνήθως οι φυγόκεντρες δυνάμεις υπερτερούν, γι’ αυτό και κατά τον Μπαχτίν μια ενιαία γλώσσα δεν είναι κάτι δοσμένο αλλά κάτι που πρέπει να τεθεί: «Το ιδεώδες μιας ενιαίας, ολιστικής γλώσσας καθιστά αισθητή την παρουσία του ως μια δύναμη που αντιστέκεται σε μια απόλυτα ετερογλωσσική κατάσταση και θέτει συγκεκριμένα όρια για τον περιορισμό του πιθανού χάους της ποικιλίας, διασφαλίζοντας έτσι μια μέγιστη αμοιβαία κατανόηση».[7] Το κλειδί για την έννοια της κατανόησης του άλλου βρίσκεται στη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε λόγους ή αιτίες που συμβάλλουν στην απόκτηση διυποκειμενικής αναγνώρισης των υπό κρίση επιχειρημάτων/ισχυρισμών.
Για τον Χάμπερμας, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε προβληματικούς ισχυρισμούς, υπάρχει πάντα ένα αναστοχαστικό μέσο που συνίσταται σε τρόπους επιχειρηματολογίας ή κριτικής οι οποίοι θεματοποιούν τους αμφισβητούμενους ισχυρισμούς και μας βοηθούν να τους δικαιώσουμε ή να τους καταρρίψουμε: «Ο ακροατής δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το σημασιολογικό περιεχόμενο μιας έκφρασης ανεξάρτητα από τα πλαίσια δράσης στα οποία οι συμμετέχοντες αντιδρούν στην έκφραση με «ναι», «όχι» ή αποχή. Και δεν κατανοεί αυτές τις θέσεις (ναι/όχι) αν δεν μπορεί να καταστήσει σαφείς τους σιωπηρούς λόγους που κινούν τους συμμετέχοντες να πάρουν αυτές τις θέσεις (…)».[8] Φτάνοντας ο ένας και ο άλλος σε μια αλληλοκατανόηση σχετικά με την κατάστασή μας, αντιμετωπίζουμε επιχειρήματα και ισχυρισμούς μέσω της διυποκειμενικής αναγνώρισης, την οποία μας δίνει κυρίως η ιδιότητa του μέλους της ίδιας ομάδας, της ίδιας κοινότητας.
Η απόφασή μας να μπούμε σε διάλογο συνιστά μια πρώτη συμφωνία[9] μεταξύ μας πως σκοπός του διαλόγου είναι η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Μία από τις καταστατικές αρχές του διαλόγου είναι η προσπάθεια κατανόησης της θέσης και του ισχυρισμού του άλλου ανιχνεύοντας τα ίδια τα δικά του κριτήρια – μια προσπάθεια διυποκειμενικής αναγνώρισης. Ο διάλογος δεν είναι μια μάχη επικράτησης του ενός κατά του άλλου, αλλά μια άσκηση αμοιβαίας παραδοχής πως οι αντιλήψεις μας θα μετασχηματιστούν και θα παράξουν μια νέα συναντίληψη, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη λογική του ελάχιστου παρονομαστή και η οποία θα μας συνενώνει και θα μας δεσμεύει. Στο διάλογο χρειάζεται η θαρραλέα απόφαση πως «βγαίνοντας» από αυτόν δεν θα είσαι ο ίδιος/η ίδια με τη στιγμή που εισήλθες. Είναι μια άσκηση δημοκρατίας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης και όχι ένα τερέν στο οποίο ξιφουλκούν αλαζονικές ατομικότητες. Στην Αριστερά χρειάζεται να δεσμευτούμε σε μια νέα διαλογική σχέση και κουλτούρα και να ιχνηλατήσουμε συλλογικά μια μεθοδολογία η οποία να είναι λειτουργική για τις συλλογικότητές μας και τα πεδία για τα οποία καλούμαστε να παράξουμε αντιλήψεις, προτάσεις και σχέδια δράσης.
Αγγελίνα Γιαννοπούλου,
υποψήφια διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης
Σημειώσεις:
1. Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Στο εσωτερικό του κινήματος, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020, σ. 112-203.
2. Turner John, «Κοινωνική σύγκριση, ομοιότητα και ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία», στο Στάμος Παπαστάμου (επιμ.), Διομαδικές σχέσεις, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1990, σ. 161.
3. Μανχάιμ Καρλ, Ιδεολογία και ουτοπία, Εκδόσεις Γνώση, 1997, σ. 284.
4. Βέμπερ Μαξ, Η πολιτική ως επάγγελμα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1987.
5. McCammon Holly and Nella Van Dyke, “Applying qualitative comparative analysis to empirical studies of social movement coalition formation”, in Holly McCammon and Nella Van Dyke (eds.), Strategic alliances: Coalition building and social movements, 2010, pp. 292–315, Minneapolis: University of Minnesota Press.
6. Roth Benita, “Organizing one’s own’ as good politics: Second wave feminists and the meaning of coalition”, in Holly McCammon and Nella Van Dyke (eds.), Strategic alliances: Coalition building and social movements, 2010, pp. 99–118. Minneapolis: University of Minnesota Press.
7. Michael Holquist (επιμ.), The dialogical imagination. Four essays by M.M. Bakhtin (University of Texas Press: 1981) 19.
8. Jürgen Habermas, The theory of communicative action. Reason and the rationalization of society. Volume I (Beacon Press: 1984) 14.
9. Emmanuel Clapsis, “Ecumenism and Ecumenical Methodology,” στο Daniel Munteanu, Sorin Selaru (επιμ.), Holding fast to the mystery of the faith (Paderborn: Brill | Schöningh, 2022) 466.