«Η κουζίνα»
Μια νεαρή Μεξικάνα, η Εστέλα, φθάνει στη Νέα Υόρκη και ψάχνει ένα εστιατόριο όπου εργάζεται ο συγχωριανός της, Πέδρο Ρουίζ. Η μητέρα του Πέδρο διαβεβαίωσε την κοπέλα ότι ο γιος της θα μεσολαβήσει για να προσληφθεί κι αυτή στο εστιατόριο. Η Εστέλα δεν έχει χαρτιά, δεν γνωρίζει γρι αγγλικά και το μόνο της εφόδιο είναι το όνομα του Πέδρο. Τελικά είναι τυχερή αφού προσλαμβάνεται στο εστιατόριο χωρίς τη μεσολάβηση του συγχωριανού της, ο οποίος καλά-καλά δεν τη θυμάται. Άλλωστε έχει το δικό του πρόβλημα που τον απασχολεί καθώς η αμερικανίδα κοπέλα του, η Τζούλια, είναι έγκυος και θέλει να κάνει έκτρωση. Κάτι με το οποίο ο νεαρός Μεξικανός δεν συμφωνεί αλλά ονειρεύεται να φύγει με την αγαπημένη του στο Μεξικό, να ανοίξουν ένα μικρό εστιατόριο και να κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο Πέδρο, η Τζούλια και η Εστέλα κινούνται μέσα στο περιβάλλον της κουζίνας του εστιατορίου όπου εργάζονται, περιτριγυρισμένοι από τους συναδέλφους τους που συνθέτουν ένα μωσαϊκό ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, μιλούν διάφορες γλώσσες και τους ενώνει ένα κοινό όνειρο: η ενσωμάτωση στη μεγάλη αμερικανική εθνική οικογένεια! Κάτι που εν πολλοίς εξαρτάται από τον Ρασίντ, έναν σκοτεινό τύπο που είναι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου.
Μια νεοϋρκέζικη ιστορία όπου η παρουσία της αμερικανικής μητρόπολης μεγεθύνεται από την απουσία της, αφού όλα όσα συμβαίνουν έχουν ως σκηνικό μια κουζίνα και ένα στενό δρομάκι όπου βγάζει η πίσω πόρτα. Όμως αυτή είναι η Νέα Υόρκη, η πόλη όπου χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι συνωστίζονται όχι μόνο στους δρόμους και τους επάνω ορόφους των ουρανοξυστών αλλά και μέσα στα υπόγεια, στους χώρους εργασίας όπου μοχθούν με την προσδοκία να ανέβουν μερικούς ορόφους πιο πάνω.
Το 1957, ο βρετανός σερ Άρνολντ Γουέσκερ, έγραψε το θεατρικό έργο «Η κουζίνα» (The kitchen). Ο Γουέσκερ ήταν ένας θεατρικός συγγραφέας που φλέρταρε με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με έργα πολιτικό-κοινωνικά που δημιούργησαν αίσθηση στην εποχή τους. Αυτό το έργο, λοιπόν, πήρε ο μεξικανός σκηνοθέτης Αλόνσο Ρουισπαλάσιος και το μετέφερε στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο: «Η κουζίνα» (La cocina).
Ο Ρουισπαλάσιος με την ταινία του αφουγκράζεται την αγωνία χιλιάδων συμπατριωτών του παράνομων μεταναστών στις ΗΠΑ που αναζητούν μια καλύτερη ζωή και που μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το μέλλον τους προμηνύεται ακόμη πιο σκοτεινό. Μιλά για την «άλλη» Αμερική, τη χώρα των υπογείων, των μεταναστών, της εργατικής τάξης. Για έναν κόσμο που δονείται από τα δικά του πάθη, τις προσωπικές ιστορίες, τα καθημερινά προβλήματα.
Χρησιμοποιώντας μια πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία, με κοντράστ και εντυπωσιακές φωτοσκιάσεις, πετυχαίνει να δημιουργήσει «ανάγλυφες» εικόνες υψηλής αισθητικής. Η κάμερά του κινείται άλλοτε με χάρη κι άλλοτε δυναμικά μέσα στους χώρους της κουζίνας, κάνει σλάλομ ανάμεσα στους ανθρώπους, σημαδεύει τα πρόσωπα και αφηγείται τα όσα συμβαίνουν εκεί. Μάλιστα στη μέση περίπου της ταινίας, ο Ρουισπαλάσιος επιδίδεται σε ένα εντυπωσιακά γοητευτικό μονοπλάνο, περίπου ημίωρης διάρκειας, με την κάμερα να «κολυμπάει» κυριολεκτικά ανάμεσα σε ανθρώπους, κατσαρόλες, φαγητά… κι ανθρώπινα όνειρα.
Πρόκειται για μια ταινία που θα μπορούσε να αγγίξει την τελειότητα εάν ο σκηνοθέτης ήταν λιγότερο διδακτικός –άλλο σκηνοθέτης κι άλλο πολιτικός καθοδηγητής– και λιγότερο ανασφαλής ώστε να αποφύγει κάποιες υπερβολές. Κατά τα άλλα, όλα καλά!
«Μικρό θλιμμένο κορίτσι»
Αναζητώντας τη μητέρα
Η γαλλίδα σκηνοθέτρια Μονά Ασασέ, μετά τον θάνατο της μητέρας της Καρόλ, ανακάλυψε μέσα στα πράγματά της χιλιάδες φωτογραφίες, γράμματα και ηχογραφήσεις. Η Καρόλ Ασασέ, που ήταν συγγραφέας και φωτογράφος, αυτοκτόνησε το 2006 και η κόρη της, μετά από το υλικό που ανακάλυψε αποφάσισε να διερευνήσει τη ζωή της μητέρας της και να γνωρίσει κρυφές πτυχές του χαρακτήρα της. Μετά από ενδελεχή έρευνα και μελέτη του υλικού που ανακάλυψε, η Μονά αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το σινεμά ως μέσο για να αφηγηθεί τη ζωή της μητέρας της. Κι έτσι σκηνοθέτησε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Το θλιμμένο κορίτσι» (The little girl blue) στο οποίο η Μαριόν Κοτιγιάρ ανέλαβε να παίξει τον ρόλο της Καρόλ.
Μέσα από την ταινία αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος. Ο κόσμος της Καρόλ Ασασέ αλλά και της εποχής που έζησε. Οι άνθρωποι που γνώρισε, την επηρέασαν και τη σημάδεψαν όπως για παράδειγμα ο Ζαν Ζενέ. Μέσα από την αφήγηση έρχονται στο φως πολλές σκοτεινές κι ανομολόγητες πτυχές από τη ζωή της που συνδέουν τη διανόηση, με το ελευθεριακό πνεύμα της εποχής που δεν ήταν πάντοτε κάτι αγνό κι αθώο. Τραύματα που την ακολούθησαν σε μια ζωή που αν και φαινομενικά ήταν γεμάτη, συχνά την έκαναν να νιώθει άδεια και ξεριζωμένη.
Η Μονά Ασασέ συναρμολογεί τις ψηφίδες ώστε να συνθέσει τη ζωή και την προσωπικότητα της μητέρας της. Θέλει να την κατανοήσει, να βυθιστεί στη ζωή της και να πάρει απαντήσεις. Κερδίζει το στοίχημα της αφηγηματικότητας συνδυάζοντας εντέχνως το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία σκηνοθετώντας μια ταινία πρωτότυπη που κερδίζει τον θεατή.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ κέρδισε υποψηφιότητα για το βραβείο Σεζάρ Ερμηνείας, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά για ερμηνεία σε ταινία ντοκιμαντέρ.