Με αφορμή τη συζήτηση στο συνέδριο του ΕΝΑ
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 προέκυψαν σε πολύ διαφορετικές ιστορικές στιγμές, αλλά αν θέλουμε να δούμε τη “μεγάλη εικόνα”, μπορούν πράγματι να θεωρηθούν εκδοχές του “πρώτη φορά Αριστερά”, σε μια Ευρώπη που ήταν το υπαρκτό θεσμικό πλαίσιο και ο πολυεθνικός θεσμός που στη μια και στην άλλη περίπτωση εφάρμοζε τη στρατηγική του κεφαλαίου, σε συνεργασία με την ελληνική άρχουσα τάξη. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, οι κυβερνήσεις της Αριστεράς επεδίωκαν να υλοποιήσουν μια εκδοχή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, σαν αυτές που υλοποιήθηκαν στην Ευρώπη κατά τις τρεις “ένδοξες δεκαετίες”, που ακόμα και κατά τη δεκαετία του ’80, είχαν αντικατασταθεί από εκδοχές νεοφιλελευθερισμού, πόσω μάλλον μετά το 2010. Και στις δύο περιπτώσεις πάλι, οι κυβερνήσεις της Αριστεράς δεν μπόρεσαν, ή μάλλον δεν θέλησαν, να συγκρουστούν κατά μέτωπο με την άρχουσα τάξη, καθώς δεν διέθεταν εναλλακτικές πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες θα είχαν τη δυνατότητα να προτείνουν μια ριζοσπαστική εκδοχή πολιτικών.
Οι πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του ’80 επεδίωκαν να θέσουν τις βάσεις ενός κοινωνικού κράτους, να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και να εξασφαλίσουν τη συνδικαλιστική εκπροσώπησή τους, να καταργήσουν τις αντιδημοκρατικές επιπτώσεις του εμφυλίου. Μάλιστα, ήταν το ΠΑΣΟΚ που επέβαλε στην ΕΟΚ την άσκηση διαρθρωτικών πολιτικών. Αλλά η προσπάθεια να τεθούν οι βάσεις για την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, τόσο για την αντιμετώπιση της κρίσης της ελληνικής βιομηχανίας (την εκτεταμένη εμφάνιση των “προβληματικών”), όσο και για την προετοιμασία της μετάβασης στην ενιαία αγορά μιας οικονομίας που είχε αναπτυχθεί σε ένα έντονα προστατευτικό περιβάλλον, συνάντησαν την έντονη αντίδραση του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις επεδίωκαν στην πραγματικότητα να διατηρηθεί το παραδοσιακό πελατειακό καθεστώς, στο ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον. Παράλληλα το τραπεζικό κεφάλαιο, κατόρθωνε να απαλλαγεί από διοικητικούς, δηλαδή πολιτικούς ελέγχους, και κατόρθωσε να αποκαταστήσει την κερδοφορία του μέσω μιας πρακτικής υψηλών επιτοκίων.
Το γεγονός ότι η αντίδραση συνδικαλιστικών ηγεσιών στις πολιτικές λιτότητας του 1985 δεν οδήγησε στη διαμόρφωση μιας αριστερής πολιτικής τάσης μέσα στο ΠΑΣΟΚ, αλλά εξελίχθηκε σε υποστήριξη των ίδιων συνδικαλιστικών στελεχών (που ήταν κατά κύριο λόγο και στελέχη του ΠΑΣΟΚ), προς την ηγεσία Σημίτη, βασικό εκφραστή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, είναι μια βασική ιδιαιτερότητα. Αυτή η μεταστροφή, που ενώ την επωμίστηκαν αρχικά συνδικαλιστικές ηγεσίες, ήταν τελικά ένα σύνολο επιλογών και σε προσωπικό επίπεδο, που λειτούργησε διαλυτικά σε σχέση με την παρουσία και την ισχύ του συνδικαλιστικού κινήματος. Η στρατηγική που επέβαλε το “νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ”, είχε ως αποτέλεσμα την υποστήριξη επιλογών του κεφαλαίου που κατέληξαν στη κρίση του 2009, ενώ είχαν αποδυναμωθεί οι δυνατότητες αντίστασης των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Αλλά είχαν ενισχυθεί οι ελπίδες για συμμετοχή σε οφέλη της “ανάπτυξης” των μεσαίων στρωμάτων που είχαν επωφεληθεί από την περίοδο Σημίτη και τη συνέχισή της με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή.
Η συγκυρία μιας κρίσης χρέους που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει την άρχουσα τάξη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε πολιτικές σκληρής λιτότητας και στην (ντροπιαστική) υποστήριξη από τους ίδιους παράγοντες της φυγής των αποταμιεύσεων στο εξωτερικό, οδήγησε σε μια απώλεια εμπιστοσύνης στα κόμματα που είχαν κυβερνήσει, και που είχαν δεχτεί τη λιτότητα της Τρόικας, και στη διαμόρφωση μιας κατάστασης που ευνοούσε την εμφάνιση του “αριστερού λαϊκισμου” με τη μαζική υποστήριξη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, από ένα άθροισμα κοινωνικών στρωμάτων. Το σοβαρότερο πρόβλημα με την εξέλιξη των πολιτικών της κυβέρνησης αυτής δεν είναι η συνθηκολόγηση του 2015 και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, που καμία συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ικανή και έτοιμη να αντικαταστήσει. Αλλά το γεγονός ότι σε όλο το διάστημα που κυβερνούσε, και ειδικότερα μετά τον Αύγουστο του 2018, δεν είχε ούτε την ικανότητα ούτε την πρόθεση να επεξεργαστεί ένα σχέδιο πέρα από τις δήθεν “σοσιαλδημοκρατικές” επαναλήψεις, ικανό να προστατεύσει τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις ευρύτερα από τα πλήγματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και τις κλιμακούμενες επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής.
Ακόμα και σήμερα το σοβαρότερο πρόβλημα για να περάσει κανείς στη χάραξη “αριστερών” στρατηγικών και πολιτικών, είναι ότι – αυτό είναι και το πρόβλημα με τη συνεχή αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία – κατά κανόνα αναμένεται μια ενεργή στάση της άρχουσας τάξης. Είναι όμως προφανές ότι το κεφάλαιο δεν έχει να παρουσιάσει κάποια διαρθρωτική επιλογή για την ελληνική οικονομία, ενώ συνεχίζει να καταφεύγει στη λιτότητα για να στηρίξει την επιβίωσή του καπιταλιστικού καθεστώτος. Στη σημερινή περίοδο, κατά την οποία γίνονται διάφορες αποσπασματικές προσπάθειες συγκρότησης αριστερών σχεδίων για την υπεράσπιση και την προστασία των λαϊκών τάξεων, χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι η αμετακίνητη στάση των ιδιωτικών κεφαλαίων από την εποχή της μεταπολίτευσης πρέπει να αμφισβητηθεί αποφασιστικά και να αναλάβει τον ουσιαστικό ρόλο ένα θεσμικό πλαίσιο που εκφράζει την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας και διοικείται από τη δημοκρατική έκφραση της βούλησής της.