Η είδηση της εβδομάδας που πέρασε δεν είναι η απόφαση του αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν να επιτρέψει στους Ουκρανούς να πλήξουν στόχους βαθιά στο εσωτερικό της ρωσικής επικράτειας με αμερικανικά όπλα μεγάλου βεληνεκούς, κάτι που απέφευγε επιμελώς να πράξει μέχρι προχθές. Ήταν ένα τηλεφώνημα. Συγκεκριμένα, ήταν η πρωτοβουλία του γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς να συνομιλήσει τηλεφωνικά με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Τα μηνύματα απαγκίστρωσης από την Ουκρανία που είχαν αρχίσει νωρίτερα να εκπέμπονται από τις ΗΠΑ, πύκνωσαν μετά την εκλογή Τραμπ, παράγοντας νέες δυναμικές στη διεθνή διπλωματία.
Την Παρασκευή (15/11), «μετά από ένα διάλειμμα δύο και πλέον χρόνων» από την έναρξη του πολέμου, όπως έγραψε η Suddeutsche Zeitung, ο καγκελάριος Σολτς σήκωσε το ακουστικό για να καλέσει τον πρόεδρο Πούτιν. Άνοιξε έτσι τον χορό των επαφών σε αναζήτηση διεξόδου από το ουκρανικό αδιέξοδο, προτρέποντας τη Ρωσία «να ξεκινήσει συνομιλίες με την Ουκρανία για την επίτευξη μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης», όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας.
Χαρακτηριστικό τής υπό διαμόρφωση νέας διεθνούς πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι και οι δύο –διαμετρικά αντίθετες– πρωτοβουλίες, αυτή του προέδρου Μπάιντεν και εκείνη του καγκελαρίου Σολτς, αναλήφθηκαν σε φάση αποδρομής και των δύο από το αξίωμα τους, στο χρονικό «κενό εφαρμοσμένης πολιτικής», από τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου μέχρι την ανάληψη της προεδρίας στις 20 Ιανουαρίου.
Η κίνηση Μπάιντεν θα αποτιμηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, ανάλογα με το αν και πώς το Κίεβο θα κάμει χρήση της ευχέρειας που του παραχωρήθηκε, αλλά κυρίως από το πώς η αμερικανική πλευρά θα αξιολογήσει στην πράξη την υπόμνηση του ρώσου προέδρου σε πολιτιστικό φόρουμ τον Σεπτέμβριο στην Αγία Πετρούπολη:
«Οι εκτοξεύσεις από αυτά τα πυραυλικά συστήματα μπορούν να γίνουν μόνο από στρατιωτικούς χωρών του ΝΑΤΟ. Οι ουκρανοί στρατιώτες δεν μπορούν να το κάνουν. Επομένως το θέμα δεν είναι αν θα επιτραπεί στο ουκρανικό καθεστώς να χτυπήσει τη Ρωσία με αυτά τα όπλα ή όχι. Είναι αν οι χώρες του ΝΑΤΟ εμπλέκονται άμεσα σε μια στρατιωτική σύγκρουση ή όχι. Αυτή η απόφαση, αν ληφθεί, θα σημαίνει άμεση συμμετοχή των χωρών του ΝΑΤΟ στον πόλεμο στην Ουκρανία», με όλα τα πιθανά επακόλουθα.
Είναι το τηλεφώνημα Σολτς μια κίνηση αποστασιοποίησης από την κίνηση Μπάιντεν; Πιθανόν. Σίγουρα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης η Γερμανία να έχει ρόλο στις εξελίξεις που επιταχύνει η εκλογή Τραμπ. Ρόλο τον οποίο ο Όλαφ Σολτς θέλει να εγκαινιάσει προσωπικά, ώστε να μείνει στις δέλτους της ιστορίας ως ο «καγκελάριος της Ειρήνης», μετά τις πρόωρες εκλογές στα τέλη Φεβρουαρίου στη Γερμανία. Στις οποίες εκλογές γνωρίζει ότι θα είναι ο «μεγάλος ηττημένος» –εκτός αν του αναγνωριστεί στην κάλπη ο τίτλος του «ναυαγοσώστη της γερμανικής οικονομίας», όπως ίσως ελπίζει.
Σε μια «πολυθεματική» τηλεφωνική επικοινωνία που διάρκεσε πάνω από μία ώρα, ο πρόεδρος Πούτιν διαβεβαίωσε τον καγκελάριο Σολτς ότι «η Ρωσία είναι έτοιμη για αμοιβαία επωφελή ενεργειακή συνεργασία, εάν η γερμανική πλευρά ενδιαφέρεται», όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο.
Η Γερμανία είναι ο μεγάλος χαμένος από τη ρήξη της Ευρώπης με τη Ρωσία. Η διακοπή της τροφοδοσίας της ευρωπαϊκής «ατμομηχανής» με φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, μετά την ανατίναξη των αγωγών Nord Stream στη Βαλτική τον Σεπτέμβριο του 2022, έχει καθηλώσει τη γερμανική οικονομία στη ζώνη της ύφεσης. Εξαιτίας, επιπλέον, του τεράστιου κόστους της οικονομικής και εξοπλιστικής υποστήριξης στην Ουκρανία, η γερμανική οικονομία συρρικνώνεται, με την ανάπτυξη το επόμενο έτος να αναμένεται χαμηλότερη από την πρόβλεψη του περασμένου Μαΐου, γεγονός που, συν τοις άλλοις, οδήγησε στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού.
Τι μπορεί να προσδοκά η Ρωσία;
«Η Ρωσία δεν αρνήθηκε ποτέ τις διαπραγματεύσεις και παραμένει ανοιχτή στην επανέναρξή τους, μετά τη διακοπή τους με ευθύνη του Κιέβου (σ.σ. στην Ισταμπούλ το 2022)», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το Κρεμλίνο. Υπενθυμίζοντας, περαιτέρω, ότι «οι προϋποθέσεις για να υπάρξουν συνομιλίες με την Ουκρανία είναι γνωστές». Τις απαρίθμησε ο πρόεδρος Πούτιν σε συνάντησή του τον Ιούνιο με την ηγεσία του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών: «Απόσυρση των ουκρανικών στρατευμάτων από το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, τη Ζαπορίζια και τη Χερσώνα· ουδετερότητα της Ουκρανίας· άρση των δυτικών κυρώσεων. Όροι που πρέπει να κατοχυρωθούν σε διεθνείς συμφωνίες».
Με τη Ρωσία να κατέχει το 20% των ουκρανικών εδαφών και με τα ρωσικά στρατεύματα να προωθούνται σταθερά στα μέτωπα –με προφανή στόχο η Μόσχα να ελέγχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του ουκρανικού εδάφους όταν στις 20 Ιανουαρίου αναλάβει ο Τραμπ– το Κίεβο φαίνεται να συζητά τη de facto αποδοχή εδαφικών απωλειών ως προϋπόθεση ειρηνευτικών συνομιλιών.
Οι δηλώσεις του προέδρου Ζελένσκι σε ουκρανικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ότι η χώρα του «πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί» για να τελειώσει ο πόλεμος δια της διπλωματικής οδού τον επόμενο χρόνο, τονίζοντας και αυτός ότι η «δίκαιη και διαρκής ειρήνη» είναι ζωτικής σημασίας για την Ουκρανία, ίσως δεν δείχνουν μόνο τα όρια των αντοχών και το πιθανό χρονοδιάγραμμα. Αποκαλύπτουν ίσως το γενικό κλίμα που συνέτεινε στην απόφαση του γερμανού καγκελαρίου να τηλεφωνήσει στον ρώσο πρόεδρο μετά από παύση δύο και πλέον χρόνων.
Τι μπορεί να γνώριζε ο Σολτς όταν αποφάσιζε να τηλεφωνήσει στον Πούτιν; Σίγουρα περισσότερα από όσα ο Μητσοτάκης. Ο οποίος, στον διάλογο που είχε προ ημερών με τον γάλλο διανοούμενο Πασκάλ Μπρικνέρ, αποφάνθηκε με ύφος βαθέως γνώστη και άμεσα εμπλεκόμενου:
«Είναι σαφές ότι πρέπει τουλάχιστον να δώσουμε (!;) στην Ουκρανία τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να μην χάσει περισσότερα εδάφη. Αν κάποιος θέλει να είναι ρεαλιστής, αυτό ακριβώς προσπαθούμε (!;) να πετύχουμε αυτή τη στιγμή».