Η διαγραφή Σαμαρά από τη ΝΔ απασχολεί το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον κυρίως από τη σκοπιά των επιπτώσεων που μπορεί να έχει στη συνοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας και συνεπώς από τη σκοπιά της δυνατότητας που θα έχει η ΝΔ προσεχώς να διατηρήσει τον πρωτεύοντα, αν όχι τον κυρίαρχο, ρόλο, που διατηρούσε μέχρι πρόσφατα στα πολιτικά πράγματα.
Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, συνδέουν την ανοιχτή διατύπωση των σοβαρών διαφωνιών του πρώην πρωθυπουργού με το κακό εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών για τη ΝΔ, θεωρώντας ότι αυτό άνοιξε τον δρόμο για την εσωκομματική αμφισβήτηση της ηγεσίας, η οποία είναι προάγγελος μιας κρίσης, που θα κάνει ακόμα πιο ευάλωτη την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Με λίγα λόγια, ο στόχος της αντιπολίτευσης να ηττηθεί ο Μητσοτάκης μοιάζει να γίνεται πιο πιθανός τώρα.
Από ποια μεριά θα πέσει;
Αυτό δεν ζητούσαν όλοι οι αντίπαλοι της κυβέρνησης; Όχι ακριβώς. Κανείς δεν πρόκειται να λυπηθεί για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο ίδιος, η κυβέρνησή του και η πολιτική της. Όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία από ποια πλευρά αντιμετωπίζουν πιέσεις και σε ποια κατεύθυνση ωθούν οι πιέσεις αυτές τόσο τη ΝΔ, όσο και την κυβερνητική πολιτική.
Ήδη ο κ. Μητσοτάκης έκανε τη γνωστή θεαματική στροφή στη συζήτηση με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ όσον αφορά τα δικαιώματα των μειοψηφιών, που τις χαρακτήρισε τυραννικές. Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι οι καταγγελίες του κ. Σαμαρά για χαριεντισμούς με τον Ερντογάν και για τον κίνδυνο εθνικής μειοδοσίας εξαιτίας της πολιτικής της μείωσης της έντασης και του διαλόγου με την Άγκυρα, τροφοδοτούν τις τάσεις εκείνες που επιδιώκουν είτε τη διαιώνισή της, είτε την ακύρωσή της. Το χειρότερο είναι ότι στις αντιδράσεις ορισμένων από τις δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης για τις απόψεις Σαμαρά δεν αναδεικνύονται αυτές οι πλευρές και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τέτοιες αναστολές, οι οποίες μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην κυβερνητική πολιτική, αλλά και στο γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην εξωτερική πολιτική και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εκτός από αυτή την πλευρά, όμως, υπάρχει και μια ακόμα πιο επικίνδυνη. Αν επαληθευτεί η πρόβλεψη ότι η διαγραφή Σαμαρά μπορεί να είναι προάγγελος για τη δημιουργία κόμματος ή, ακόμα χειρότερα, ευρύτερου σχήματος στα δεξιά της ΝΔ, τότε μπορεί να γίνει πραγματικότητα η υπόθεση εργασίας ότι η διαρκής ενίσχυση των δυνάμεων της Ακροδεξιάς στη χώρα μας οδηγεί στη μεταφορά και στα καθ’ ημάς του φαινομένου των ισχυρών ακροδεξιών, εθνικιστικών, ξενοφοβικών κομμάτων. Και τότε, είτε με τη συμμετοχή τους σε δεξιές συμμαχικές κυβερνήσεις, είτε με την επίδραση που θα ασκήσουν στο σύνολο του πολιτικού συστήματος και τη διολίσθησή του όλο και δεξιότερα, η δικαιολογημένη ικανοποίηση από την αποδυνάμωση της ΝΔ και την καταδίκη της πολιτικής της μπορεί να μείνει μετέωρη.
Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι σημασία δεν έχει μόνο να πέσει μια αντιλαϊκή κυβέρνηση, αλλά και από ποια μεριά θα πέσει. Και η παρατήρηση αυτή προφανώς δεν αφορά την όποια κυβέρνηση, πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση της Δεξιάς, αλλά κυρίως την Αριστερά. Γιατί είναι δικό της χρέος και σε μια κυβέρνηση να ασκεί αντιπολίτευση από τη σκοπιά της, και στην αντιπολίτευση που ασκείται από τα δεξιά να αντιπαρατίθεται με σθένος και πειστικά, ώστε να κλείνει τον δρόμο της εξαπάτησης των πολλών από τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Ένα αντίπαλο αφήγημα για την Αριστερά
Όποιες τακτικές επιλογές κι αν χρειαστεί να κάνει η Αριστερά, έχει ανάγκη από ένα ολοκληρωμένο ελκυστικό για τις λαϊκές τάξεις στρατηγικό σχέδιο, αντίλογο και αντίπαλο του αφηγήματος της Δεξιάς. Στα ιδεολογικά και πολιτικά κενά που η Αριστερά αφήνει, πιάνουν τόπο τα ιδεολογήματα της Ακροδεξιάς.
Χρειάζεται να το προβάλλει σαν εναλλακτική στην πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι, η νέα γενιά, οι καταπιεζόμενοι και όσοι υφίστανται τις συνέπειες της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων και της εξαίρεσης και να είναι βασισμένο σε ένα νέο πρότυπο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης με πυρήνα του την ενίσχυση και επέκταση της λογικής των κοινών αγαθών (στην ενέργεια, την ύδρευση, την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, τη σχόλη…) στον αντίποδα της ιδιωτικοποίησης και της εμπορευματοποίησης, καθώς και στη λογική της διεύρυνσης του δημόσιου χώρου. Ένα σχέδιο που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί με ένα νόμο κι ένα άρθρο, αλλά αποβλέπει στη ριζική αντιμετώπιση των αιτίων της κακοδαιμονίας και μπορεί να συμπεριλάβει και να ολοκληρώσει τις οικονομικές, κοινωνικές, θεσμικές, πολιτισμικές αλλαγές που κατακτώνται στη μέση ή στη μακρά διάρκεια της πραγμάτωσης ενός στόχου που είναι εφικτός, γιατί είναι ο μόνος βιώσιμος.
Στην εποχή της κλιματικής ανατροπής και των αναπτυσσόμενων πολεμικών συγκρούσεων, όπου γίνεται πια ορατή διά γυμνού οφθαλμού η αντίφαση να αντιμετωπίζουμε ως ενδεχόμενο το τέλος της ζωής όπως την ξέραμε στον πλανήτη, όχι όμως και ως επιβεβλημένη αναγκαιότητα το τέλος της λογικής του καπιταλισμού που μας οδηγεί τυφλά στον όλεθρο, κάθε πολιτική που αφορά ή άπτεται κατά οποιοδήποτε τρόπο με αυτή την αντίφαση, θα πρέπει σε ένα τέτοιο σχέδιο να έχει όχι απλά μια εξέχουσα θέση, αλλά έναν κεντρικό ρόλο. Στις αντιθέσεις αυτές πιθανότατα συμπυκνώνεται σήμερα το κυρίαρχο διακύβευμα και από αυτές αναδύεται μια λυτρωτική διέξοδος.