Το περπάτημα τη νύχτα είναι μια διαφορετική διαδικασία. Και αυτό γιατί συμβαίνει σε έναν διαφορετικό τόπο. Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε την πόλη ως κάτι το σταθερό. Αλλάζει ανάλογα με την ώρα. Γίνεται μια πόλη διαφορετική με διαφορετικούς κατοίκους. Αναζητώντας έναν διαφορετικό εαυτό σου που θα τη διασχίσει.
Η πρακτική πλευρά του περπατήματος χάνεται τη νύχτα. Ακριβώς γιατί γύρω σου τίποτα δεν λειτουργεί με αυτούς τους όρους. Το περπάτημα δεν είναι τρόπος μεταφοράς τη νύχτα. Είναι ένας τρόπος να υπάρχεις μέσα της. Τίποτα δεν στρέφεται προς τη ρουτίνα ή την καθημερινή επιτέλεση. Εδώ είναι μια άλλη ώρα. Εδώ είναι μια άλλη πόλη.
Τη νύχτα το κέντρο της ποτέ δεν κοιμάται. Οχήματα το διασχίζουν, άνθρωποι την αντιμετωπίζουν σαν ζωντανή. Πρέπει να βγεις πιο έξω. Εκεί που οι άνθρωποι κατοικούν. Στις γειτονιές, στις περιοχές που υπάρχουν μόνο σφραγισμένα διαμερίσματα, σφραγισμένα μαγαζιά. Η πόλη τη νύχτα σφραγίζεται. Περνώντας από τα κλειστά σπίτια το μόνο που διακρίνεις είναι τα ταβάνια τους. Άλλοτε φωτισμένα, άλλοτε σκοτεινά. Καμία δραστηριότητα. Σαν όλοι να βρίσκονται μακριά. Ή σαν όλοι να κρύβονται. Στις βόρειες περιοχές, εκεί που νιώθεις πως συχνά η ασφάλεια είναι το βασικό ζητούμενο, εκεί που οι περιουσίες απλώνονται απειλητικές στην περιφραγμένη υπερβολή τους. Εκεί μπορεί να περπατήσεις για ώρες χωρίς να έρθεις σε επαφή με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σαν όλοι να ψάχνουν καταφύγιο για τον υπερθετικό τους ή σαν να χάνονται στις απύθμενες εκτάσεις και να αναζητούν μια διέξοδο που θα τους βγάλει ίσα στο πρωινό.
Τη νύχτα βλέπεις περίεργα πράγματα όταν περπατάς. Σαν όλη η σύμβαση της ημέρας να καταλύεται. Σαν να υπάρχει μια λαθραία ελευθερία που έρχεται κατευθείαν από τους ίσκιους. Οι άνθρωποι θα κάνουν οτιδήποτε. Ό,τι δεν τους επιτρέπει η ημέρα. Και να οι στρατιές της νύχτας: μεθυσμένοι και φοβισμένοι, απόμακρα ζευγάρια και θαμώνες παρκαρισμένων αμαξιών, απελπισμένοι που δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις, εξαντλημένοι που δεν μπορείς βοηθήσεις, άγρια νεολαία που διεκδικεί την ωρίμανση σε μια χαμογελαστή παραβατικότητα, ξεχασμένοι σε ξεχασμένες διαδρομές, σεκιουριτάδες, φύλακες σε πάρκινγκ και μάντρες, τζογαδόροι, θαμώνες πρόχειρων στεκιών της γειτονιάς, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι, σεξεργάτριες, άνθρωποι εκκρεμείς, άνθρωποι που ξεμείνανε, άνθρωποι της νύχτας. Άγνωστα δρομολόγια, ακατανόητες επιτελέσεις. Τη νύχτα τίποτα δεν βγάζει νόημα. Και αν αφαιρέσεις τη διασκέδαση ή τον ύπνο, η υπόλοιπη επικράτεια στέκει εκτός επεξήγησης.
Είναι αυτή η σιωπή που απλώνεται. Μια σιωπή τέλους. Η ησυχία που έχουν τα πράγματα πριν τελειώσουν. Μια σχεδόν πένθιμη σιωπή. Συχνά στα όρια της σκληρότητας. Ντυμένη στα μαύρα, πενθώντας τίποτα συγκεκριμένο, με την αίσθηση μιας διευρυμένης συγκράτησης. Διαρκώς πριν ξεσπάσει το πρωινό.
Η νύχτα απλώνεται ενώ εσύ περπατάς με έναν τρόπο τέτοιο που μοιάζει να σε διεκδικεί. Κόντρα στην αποσπασματικότητα της μέρας, κόντρα στα χίλια πράγματα που σε σταματούν και σε ξαναρχίζουν, η νύχτα έρχεται με τρόπο ενιαίο. Και το να βρίσκεσαι μέσα της, το να τη διασχίζεις σε κάνει και σένα μέρος αυτού του όλου. Μα δεν νιώθεις εδώ καλωσόρισμα. Είσαι μονίμως ξένο σώμα που ο οργανισμός της δεν καταφέρνει να χωνέψει.
Όλα νιώθεις, καραδοκούν. Δεν είναι φόβος ακριβώς αυτό που περπατά. Είναι υπενθύμιση. Των πραγμάτων που συμβαίνουνε στα σκοτάδια. Και το σκοτάδι μοιάζει να σε διεκδικεί. Και είναι ένα ενιαίο σκοτάδι που απλώνεται. Μέσα στον χρόνο και μέσα στην εμπειρία. Είναι το σκοτάδι κάτω από το παιδικό σου κρεβάτι, το σκοτάδι έξω από το αμάξι στις διακοπές με τους γονείς τη νύχτα, το σκοτάδι στο ελεύθερο κάμπινγκ που καταπίνει ολόκληρη την παραλία, το σκοτάδι πάνω σε δυο γυμνά σώματα τη νύχτα, που στέκουν εκεί σιωπηλά και ακίνητα μα ξύπνια μέσα στις σκέψεις τους. Το σκοτάδι από το οποίο ερχόμαστε διαρκώς, κάθε πρωί, εμείς οι παλιννοστούντες της νύχτας.